Ο κυβερνήτης της Αποθεματικής Τράπεζας, Γκλεν Στίβενς, «δυναμίτισε» την προεκλογική εκστρατεία της συντηρητικής παράταξης με ανακοίνωσή του, ότι η Αυστραλία δεν χρωστά ούτε ένα σεντ, σε αντίθεση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες που βουλιάζουν στο χρέος.
Η ανακοίνωση μηδένισε την προσπάθεια του Τόνι Άμποτ να αναδείξει την οικονομία σε κορυφαίο θέμα της προεκλογικής εκστρατείας, επικεντρώνοντας στο χρέος της χώρας και το έλλειμμα του προϋπολογισμού.

 Καθορίζοντας τους οικονομικούς στόχους του Συνασπισμού, ο κ. Άμποτ δήλωνε στη Μελβούρνη ότι, αν κερδίσει τις εκλογές της 21ης Αυγούστου θα κάνει πρόσθετες περικοπές 1,2 δις δολαρίων – που ανεβάζουν σε 45,8 δις δολάρια τις εξαγγελθείσες περικοπές – και «θα επικεντρώσει απόλυτα στη μείωση του χρέους της χώρας και του προϋπολογισμού».

 Η υπόσχεση μηδενίστηκε από τη δήλωση του κυβερνήτη της Αποθεματικής, ότι «το αυστραλιανό κράτος δεν χρωστά σε κανέναν, σε αντίθεση με τον υπόλοιπο ανεπτυγμένο κόσμο» που επιβιώνει με δανεικά.

Το Εργατικό Κόμμα αντέδρασε, με ανακοίνωσή του, ότι το κόστος των προεκλογικών υποσχέσεων του κόμματος ανέρχεται σε 210 εκ., δολάρια, εκ των οποίων $198 εκ. θα καλυφθούν από περικοπές. Κατά την ανακοίνωση, οι υποσχέσεις της κυβέρνησης, μέχρι χθες, θα κοστίσουν στους φορολογούμενους 12 εκ. δολάρια.
Ο κυβερνήτης της Αποθεματικής αιφνιδίασε και τους Εργατικούς, με πρόβλεψή του για πιθανή άνοδο των τόκων κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, αν ο πληθωρισμός το δεύτερο τρίμηνο του έτους ξεπεράσει το 3%.

Τα στοιχεία για τον πληθωρισμό θα ανακοινωθούν την προσεχή Τετάρτη. Η Αποθεματική υπολογίζει ότι ο πληθωρισμός το τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου δεν θα ξεπεράσει το 3%, το όριο ασφαλείας. Αν, όμως, υπερβεί το 3%, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αποθεματικής δεν θα διστάσει να ανεβάσει τους τόκους, όπως έκανε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2007.

 Κατά την περιοδεία του σε οριακές έδρες της Μελβούρνης, ο Τόνι Άμποτ ανακοίνωσε περικοπές ύψους 1,2 δις δολαρίων και ακύρωση προγραμμάτων που είχε εξαγγείλει ο πρώην πρωθυπουργός, Κέβιν Ραντ, για την καταπολέμηση της μόλυνσης του περιβάλλοντος και του σχεδίου διεκδίκησης θέσης στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.

Ο Συνασπισμός δεσμεύεται, επίσης, να περικόψει 345 εκ. δολάρια από τις δαπάνες για την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών, ανεβάζοντας στα δύο δισεκατομμύρια δολάρια, περίπου, τις περικοπές δαπανών για την κλιματική αλλαγή.

Ο Τόνι Άμποτ υπόσχεται, ακόμη, αποταμίευση 40 εκ. δολαρίων από τη διακοπή των δημόσιων συνεδριάσεων του υπουργικού συμβουλίου σε διάφορα κέντρα της επικράτειας. Η συντηρητική παράταξη «θα βάλει χέρι» και στα εργατικά συνδικάτα, υποχρεώνοντάς τα να καλύπτουν το κόστος των εσωτερικών εκλογών τους υπό την εποπτεία της Εθνικής Εκλογικής Υπηρεσίας, που ανέρχεται σε 25 εκ. δολάρια.

ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Εν τω μεταξύ, το φάντασμα των εργασιακών σχέσεων εξακολουθεί να κυνηγά τον Τόνι Άμποτ, εξαιτίας της παλινωδίας του στο επίμαχο αυτό θέμα. Ο αρχηγός της συντηρητικής παράταξης έχει προκαλέσει σύγχυση στο εκλογικό σώμα με τις αντιφατικές δηλώσεις του για την εργασιακή πολιτική που θα εφαρμόσει ο Συνασπισμός αν κερδίσει τις εκλογές. 

Τη μία ημέρα, δηλώνει ότι η πολιτική WorkChoice των πρώην κυβερνήσεων είναι «νεκρή, ενταφιασμένη και αποτεφρωμένη» και, την άλλη, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αναβίωσης της καταψηφισμένης, αντεργατικής πολιτικής.

Στην αρχή της εβδομάδας, ο κ. Άμποτ έδωσε χειρόγραφη διαβεβαίωση σε ραδιοσχολιαστή της Μελβούρνης, ότι η  πολιτική WorkChoice είναι «νεκρή».
Μερικές ώρες αργότερα, αθετούσε την υπογραφή του, λέγοντας, ότι δεν μπορεί να αποκλείσει οριστικά την επαναφορά στοιχείων της εργασιακής πολιτικής Χάουαρντ.
  Το Εργατικό Κόμμα αναλύει κάθε δήλωση Άμποτ για τις εργασιακές σχέσεις και προειδοποιεί τον αυστραλιανό λαό για βέβαιη επαναφορά της WorkChoice από το Συνασπισμό. Οι Εργατικοί προειδοποιούν, ότι ο κ. Άμποτ θα επιβάλει την αντεργατική πολιτική των πρώην κυβερνήσεων Χάουαρντ με ειδικές ρυθμίσεις, αντί νομοθετικών ρυθμίσεων, για να αποφύγει τη λαϊκή κατακραυγή.

Τελευταίο, αδιάψευστο δείγμα της πρόθεσης του κ. Άμποτ να επιστρέψει στο παρελθόν, είναι η πρόθεσή του να υποχρεώνει τα εργατικά συνδικάτα να πληρώνουν το κόστος των εσωτερικών εκλογών τους, μέτρο που απαιτεί αλλαγές της εργασιακής πολιτικής των κυβερνήσεων Ραντ-Γκίλαρντ, υποστηρίζουν ηγετικά στελέχη του Εργατικού Κόμματος.

Η ΓΚΙΛΑΡΝΤ «ΧΑΝΕΤΑΙ» ΣΤΟ ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΟ

Σύγχυση προκαλεί στο εκλογικό σώμα και ο χειρισμός του πληθυσμιακού από την πρωθυπουργό, Τζούλια Γκίλαρντ. Η σύνδεση, από την πρωθυπουργό, του πληθυσμιακού με την αντιμετώπιση των προσφύγων έχει προκαλέσει ευρεία σύγχυση του λαού και έντονες αντιδράσεις επώνυμων πολιτών.
Σε ομιλία της σε συνέδριο για το πληθυσμιακό στο Σίδνεϊ, η πρωθυπουργός απέρριψε εκ νέου την ιδέα της «μεγάλης Αυστραλίας» που υποστήριζε ο προκάτοχός της, Κέβιν Ραντ, και επανέλαβε  την ανάγκη δημιουργίας «βιώσιμης Αυστραλίας».

Η κ. Γκίλαρντ υποστήριξε, ότι η πληθυσμιακή ανάπτυξη δεν πρέπει να θέτει σε κίνδυνο «τον αυστραλιανό τρόπο ζωής» και τόνισε με νόημα, ότι περιοχές στις οποίες εγκαθίστανται νέοι μετανάστες μπορεί να μην έχουν τις αναγκαίες υποδομές.

Η πρωθυπουργός τονίζει, ότι δεν θα ήθελε ποτέ να κυβερνήσει μία χώρα «που κλείνει την καρδιά της σε νέους μετανάστες», αλλά  υπογράμμισε ότι δεν είναι δυνατή η συνεχής εγκατάσταση νέων μεταναστών σε περιοχές όπως το Δυτικό Σίδνεϊ.
«Είναι καιρός για τις κυβερνήσεις της Αυστραλίας να αναρωτηθούν, αν είναι δυνατή η εγκατάσταση χιλιάδων μεταναστών στο Δυτικό Σίδνεϊ σε βάρος της ποιότητας ζωής των κατοίκων» σχολίασε η κ. Γκίλαρντ.
Στελέχη του επιχειρηματικού κόσμου και η αξιωματική αντιπολίτευση κάνουν λόγο για παρανοϊκή διαχείριση του  θέματος των προσφύγων.
Ο διευθυντής της National Australia Bank, κ. Michael Chaney, προειδοποιεί, ότι «η παράνοια» για τους πρόσφυγες εκτρέπει την αναγκαία συζήτηση για το πληθυσμιακό.

«Κανένα πολιτικό κόμμα δεν δείχνει διατεθειμένο να συζητήσει αντικειμενικά και ψύχραιμα την ανάγκη της αναπτυσσόμενης οικονομίας μας να καλύψει την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού», λέει ο κ. Chaney.
Όμοια άποψη εκφράζει και o κ. Geoffrey Cousins, διοικητικό στέλεχος της Telstra. «Πρέπει να έχουμε μεγαλύτερη Αυστραλία», λέει. «Και θα μεγαλώσει η Αυστραλία, πληθυσμιακά στο μέλλον, αδιάφορα από το τι πρεσβεύουν οι πολιτικοί. Δυνάμεις εντός και εκτός Αυστραλίας θα κινηθούν για την αύξηση του πληθυσμού», προσθέτει.
Ταυτόχρονα, ο κ. Άμποτ καλεί την πρωθυπουργό να ανακοινώσει συγκεκριμένη πολιτική, η οποία δικαιολογεί τις απόψεις της για το πληθυσμιακό, ενώ ο πρώην αρχηγός του Λίμπεραλ Πάρτι, Μάλκολμ Τέρνμπουλ, σχολίασε στο ίδιο συνέδριο, ότι το σλόγκαν της κ. Γκίλαρντ για «βιώσιμη Αυστραλία» είναι τόσο ρηχό, όσο το εκλογικό σλόγκαν του κόμματός της «προχωράμε μπροστά» – moving forward.

ΠΡΟΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ

Τελευταία δημοσκόπηση της Newspoll  για την εφημερίδα «The Australian», δείχνει άνετη νίκη του Εργατικού Κόμματος. Η ψήφος του Εργατικού Κόμματος παρέμεινε σταθερή στην πρώτη καταμέτρηση, ενώ στη δεύτερη οι Εργατικοί φεύγουν δέκα μονάδες μπροστά. Η Τζούλια Γκίλαρντ βρίσκεται πόλους μπροστά από τον Τόνι Άμποτ, ως «προτιμητέα πρωθυπουργός».

Στην πρώτη καταμέτρηση, η ψήφος των Εργατικών παρέμεινε  στο 42% – που εκτινάχθηκε μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από την κ. Γκίλαρντ, έναντι 38% του Συνασπισμού. Αξιοσημείωτη είναι η μείωση της ψήφου των Λίμπεραλ στην πρώτη καταμέτρηση κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες (34%) απώλεια που καρπώθηκαν το Νάσιοναλ Πάρτι και οι Πράσινοι.

Η ψήφος των Πράσινων ανέβηκε δύο μονάδες σε 12%, ενώ τα υπόλοιπα κόμματα και υποψήφιοι συγκεντρώνουν το 8% των ψήφων.
Στη δεύτερη καταμέτρηση – μετά την κατανομή των δεύτερων προτιμήσεων – η ψήφος του Εργατικού Κόμματος εκτινάσσεται στο 55% έναντι 45% του Συνασπισμού, διαφορά που – αν διατηρηθεί στις εκλογές – εγγυάται την επανεκλογή του Εργατικού Κόμματος με μεγαλύτερη πλειοψηφία από αυτή του 2007.
Τεράστια και η απόσταση της πρωθυπουργού από τον πολιτικό αντίπαλό της. Στην ερώτηση, ποιον θεωρείται καταλληλότερο για πρωθυπουργό, την Τζούλια Γκίλαρντ ή τον Τόνι Άμποτ» 57% των ερωτηθέντων απαντούν η Τζούλια Γκίλαρντ και 27% τον Τόνι Άμποτ.
Την τελευταία εβδομάδα ανέβηκε σημαντικά (48%) και το ποσοστό αποδοχής του έργου της κ. Γκίλαρντ, ενώ αυξήθηκε προβληματικά (51%) το ποσοστό αποδοκιμασίας του έργου του Τόνι  Άμποτ.

Ενθαρρυντική για το Εργατικό Κόμμα είναι και η άποψη των ψηφοφόρων ότι το Εργατικό Κόμμα είναι καλύτερος διαχειριστής της εθνικής οικονομίας από το Συνασπισμό. Από τους ερωτηθέντες ψηφοφόρους το 42% κρίνει ότι το Εργατικό Κόμμα είναι καλύτερος διαχειριστής της οικονομίας έναντι 41% που δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στο Συνασπισμό.

Η πλειοψηφία (32%) κρίνει το Εργατικό Κόμμα καλύτερο να διαχειριστεί την κλιματική αλλαγή, 25% το Συνασπισμό, 22% κανένα από τα μεγάλα πολιτικά κόμματα και 16% δεν γνωρίζει/δεν απαντά.

 Αντίθετα, η πλειοψηφία (39%) κρίνει το Συνασπισμό «καλύτερο» διαχειριστή των προσφύγων, (29%) που θεωρεί το Εργατικό Κόμμα «καλύτερο» να διαχειριστεί τους πρόσφυγες, ενώ 10% απορρίπτει την πολιτική των δύο μεγάλων κομμάτων.

ΠΡΟΤΙΜΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΑΣΙΝΟΥΣ

Ωφέλιμη για το Εργατικό Κόμμα κρίνεται η συμφωνία με τους Πράσινους για ανταλλαγή προτιμήσεων. Οι ηγεσίες των δύο κομμάτων κατέληξαν σε συμφωνία για ανταλλαγή προτιμήσεων σε 54 οριακές έδρες, που αναμένεται να ωφελήσει και τα δύο κόμματα.
Εκτιμάται, ότι η ροή προτιμήσεων από τους Πράσινους προς το Εργατικό Κόμμα, θα δώσει την πλειοψηφία στους Εργατικούς στη βουλή, ενώ θα εδραιώσει τους Πράσινους ως τρίτη δύναμη στη γερουσία.

Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν, ότι η συμφωνία «θα αμβλύνει» την κριτική που δέχεται το Εργατικό Κόμμα για την απόφασή του, τον περασμένοι Απρίλιο, να αρχειοθετήσει την κλιματική πολιτική του.

Οι ίδιοι κύκλοι παρατηρούν, όμως, ότι η συμφωνία εγείρει και σοβαρά ερωτηματικά για τις υποχωρήσεις που θα υποχρεωθεί να κάνει το Εργατικό Κόμμα στη γερουσία σε νευραλγικά θέματα, όπως η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, του φόρου υψηλών κερδών των εξορυκτικών εταιρειών και άλλα.
Η πρωθυπουργός έσπευσε να δηλώσει, ότι «θα συνεργαστεί εποικοδομητικά με όλα τα μέλη της γερουσίας, αν κερδίσει τις εκλογές», ιδιαίτερα με τον αρχηγό των Πράσινων, γερουσιαστή Μπομπ Μπράουν, με τον οποίον συνεργάστηκε αποδοτικά στο παρελθόν για ζωτικά θέματα.
 
ΜΙΑ ΤΗΛΕΜΑΧΙΑ

Οι μονομάχοι θα έχουν τη δυνατότητα να αναμετρηθούν σε μία και μοναδική τηλεμαχία, μεθαύριο Κυριακή, στην Εθνική Λέσχη Δημοσιογράφων. Η πρωθυπουργός απορρίπτει συστάσεις για δύο ή τρεις τηλεμαχίες με τον αντίπαλό της, ισχυριζόμενη ότι «μέχρι σήμερα είχε πολυάριθμες συζητήσεις με τον κ. Άμποτ μέσα και έξω από το κοινοβούλιο».

Η τηλεμαχία των δύο αρχηγών θα αρχίσει στις 6,30 το απόγευμα της Κυριακής.