Άγριο και μαζί γαλήνιο τοπίο, γραφικά χωριά, παράξενα χρώματα με τα οποία το ηφαίστειο έχει ντύσει τη γη, φιλόξενοι ντόπιοι. Η Νίσυρος προσφέρει πολλά δώρα, με πολυτιμότερο όλων το ότι σε καλεί να γίνεις εξερευνητής.

Bρισκόμαστε χιλιάδες χρόνια πίσω στο παρελθόν, στην εποχή των μύθων. Η Γιγαντομαχία μαίνεται στον ελλαδικό χώρο. Ο γίγαντας Πολυβώτης πολύ έχει μπει στο μάτι του Δία, ο οποίος στέλνει τον Ποσειδώνα στο κατόπι του. Τον καταδιώκει ώς την Κω, όπου αρπάζει ένα κομμάτι του νησιού και… του το φοράει καπέλο. Έκτοτε ο Πολυβώτης ξεφυσάει, μουγκρίζει και σπανιότερα κουνιέται, προφανώς για να ξεπιαστεί λίγο, έτσι φυλακισμένος που είναι στα έγκατα της Γης. Κάπως έτσι γεννήθηκε η Νίσυρος, σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες. Βέβαια, σήμερα, η επιστήμη έχει άλλη εξήγηση: ηφαιστειακή δραστηριότητα.

Χρόνια το είχα καημό να πάω στη Νίσυρο, μόνο και μόνο για το ηφαίστειο. Όμως, μια το ένα, μια το άλλο, κατέληγα να κοιτάζω τον κατακίτρινο κρατήρα μόνο μέσω… δορυφόρου. Όταν εν τέλει τα κατάφερα, ανακάλυψα ότι υπάρχουν αμέτρητοι λόγοι για να πας στη Νίσυρο. Για το άγριο και μαζί γαλήνιο τοπίο, τα γραφικά χωριά, την απέριττη φιλοξενία των ντόπιων, τα χρώματα με τα οποία η οργή και η ευλογία του ηφαιστείου έχουν ντύσει τη γη. Αλλά, κυρίως, γιατί στη Νίσυρο δεν είσαι τουρίστας αλλά εξερευνητής – και αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο ενός τόπου.

Δεκαπέντε ώρες μακριά από τον Πειραιά, το καράβι συνέχισε το ταξίδι του αφήνοντάς μας στο λιμάνι, άστεγους, φορτωμένους και ξελιγωμένους. Οι ελάχιστοι ντόπιοι που συναντήσαμε αξημέρωτα μας έστειλαν στο φούρνο. Σύντομα, η παραλιακή πλατεΐτσα στο Μανδράκι γέμισε πολύχρωμα μπαγκάζια και ταλαιπωρημένους (πλην ευτυχισμένους) τουρίστες, που μασουλούσαν ολόφρεσκες τυρόπιτες, απολαμβάνοντας την πιο γευστική ανατολή όλων των εποχών! Αφού βρήκαμε δωμάτια, ξοδέψαμε τις επόμενες μέρες αλωνίζοντας το νησί. Μια σταλιά τόπος είναι η Νίσυρος, μόλις 41 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Στους τέσσερις οικισμούς της κατοικούν συνολικά λιγότεροι από 1.000 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και κάποιοι μέτοικοι: είναι αυτή η μαγεία της Νισύρου που σαγηνεύει κυρίως τις καλλιτεχνικές ψυχές και την έχουν κάνει δεύτερο σπίτι τους.

Βάση μας το Μανδράκι, πρωτεύουσα και λιμάνι της Νισύρου, που εκτείνεται παράλληλα με την ακτογραμμή – στη μία του άκρη το λιμάνι και στην άλλη να δεσπόζει το Κάστρο, με τη σχεδόν μετέωρη Μονή της Παναγιάς της Σπηλιανής. Ανάμεσα, σπιτάκια δίπατα, λευκά, ορισμένα κυριολεκτικά μέσα στο κύμα, με γαλάζια, πράσινα, καφετιά ξύλινα μπαλκόνια και παράθυρα, ακόμα και μια μικροσκοπική αμμουδιά και ένας αγέρωχος ανεμόμυλος. Το Μανδράκι είναι ένας τοσοδούλης κυκεώνας από φροντισμένα καλντερίμια, που οδηγούν σε πλατείες όπως αυτή του κουκλίστικου Δημαρχείου ή εκείνη της Ηλικιωμένης, διάσπαρτα με κάθε λογής μαγαζάκια και μυστικά πλατώματα. Περιδιαβαίνοντας, την προσοχή μας τραβούν τα ψηφιδωτά σε πλατείες και αναπάντεχες γωνιές: άσπρα και μαύρα βότσαλα συνθέτουν από γεωμετρικά σχέδια ώς ζώα της στεριάς και της θάλασσας. Τα σοκάκια μάς φέρνουν στη μεσαιωνική συνοικία, στις ρίζες του Κάστρου, το οποίο έχτισαν οι Ιωαννίτες Ιππότες τον 14ο αιώνα. Μπόλικα σκαλιά οδηγούν στην τετρακοσίων και βάλε ετών Μονή της Παναγίας της Σπηλιανής, προστάτιδας της Νισύρου. Από εδώ έχεις κυριολεκτικά το Μανδράκι στο πιάτο – η μονή στέκει καμιά εκατοστή μέτρα πάνω από το χωριό, γαντζωμένη στα βράχια. Ακριβώς απέναντι λάμπει κατάλευκο το Γυαλί, ένα επίσης ηφαιστειακό νησάκι και βασική πηγή εσόδων της Νισύρου, αφού εδώ εξορύσσεται η περίφημη ελαφρόπετρα, που μας κάνει νούμερο 1 παραγωγούς στην Ευρώπη.

Τα δύο ορεινά χωριά της Νισύρου βρίσκονται στα χείλη της καλντέρας. Ανηφορίζουμε τις πλαγιές προς τα Νικειά, έναν γραφικό διατηρητέο οικισμό με ασβεστωμένα καλντερίμια και τυπικά νησιώτικη αισθητική, αλλά για μένα υπάρχει μόνο ένα αξιοθέατο: η θέα στην καλντέρα. Τη βλέπω να χάσκει κάτω από τα πόδια μου – ανυπομονώ να βρεθώ εκεί κάτω! Αρκούμαι προς το παρόν στο Ηφαιστειολογικό Μουσείο και στη στάση σε ένα καφενείο της βοτσαλωτής πλατείας της Πόρτας. Ο παππούλης ιδιοκτήτης μάς σερβίρει σουμάδα και μοιράζεται αναμνήσεις: πόλεμος, αντίσταση σθεναρή, η ένωση το ’48, τα Νικειά (και όλη η Νίσυρος) βλέπουν τα παιδιά τους να φεύγουν μετανάστες. Πλέον, όμως, επιστρέφουν, φτιάχνουν τα σπίτια, κάποιοι σκέφτονται και για ξενώνες.

Ο άλλος ορεινός οικισμός της Νισύρου είναι ο Εμπορειός, που ώς το 1933 φιλοξενούσε μερικές χιλιάδες κατοίκους. Όμως, ένας σεισμός κατέστρεψε το χωριό, οδηγώντας τον κόσμο στα παράλια, στους Πάλους. Σήμερα, στον Εμπορειό ζουν μια χούφτα άνθρωποι, αλλά ανάμεσα στα φωτογενή χαλάσματα, αρκετά σπίτια αναπαλαιώνονται. Πιο ψηλά βρίσκονται τα ερείπια του κάστρου της Παντονίκης, όμως το καλύτερο είναι το εστιατόριο Μπαλκόνι του Εμπορειού, όπου χορταίνει το μάτι με το σεληνιακό πανόραμα της καλντέρας και το στομάχι με τα φοβερά φαγητά. Φεύγοντας, επισκεπτόμαστε τη Θερμή Σπηλιά, ένα φυσικό χαμάμ (δώρο του ηφαιστείου) στην είσοδο του Εμπορειού. Απογοητεύομαι λίγο: περίμενα σπηλιά και βρήκα έναν χώρο 1×1, όπου θεωρητικά ένα εικοσάλεπτο σε αναζωογονεί – προσωπικά, ζαλίστηκα.

Η φυσική κατάσταση παίζει μεγάλο ρόλο, τόσο στα χαμάμ όσο και στα ιαματικά λουτρά – άλλο ηφαιστειακό πεσκέσι. Κι αυτό, διότι τα καθ’ όλα ευεργετικά αέρια και μέταλλα, αν έχετε για παράδειγμα πίεση, μπορεί να αποβούν έως και μοιραία! Αυτά μαθαίνουμε στα Δημοτικά Λουτρά, κοντά στο Μανδράκι. Τα ιαματικά νερά είναι από τα στοιχεία που οι τοπικές αρχές θέλουν να εκμεταλλευτούν, στο πλαίσιο της τουριστικής ανάπτυξης. Προς το παρόν, ανάπτυξη δεν είδαμε, αλλά γίνεται το αδιαχώρητο, οπότε φροντίστε να έχετε μαζί σας συνταγή γιατρού, για να εξασφαλίσετε μερικές επισκέψεις.

Ο ΚΟΙΜΩΜΕΝΟΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ

Το πιο διάσημο θέλγητρο της Νισύρου παραμένει το ηφαίστειο. Η καλντέρα μετρά 15.000 χρόνια ύπαρξης, όταν ο ηφαιστειακός κώνος κατέρρευσε, σε μια γιγάντια έκρηξη. Όσο κατεβαίνουμε στο βάθος της, το τοπίο αλλάζει: η βλάστηση χάνεται, σκόνη, βράχια, κίτρινο, πορτοκαλί, μπεζ, ένα εξωγήινο σκηνικό. Και μια έντονη δυσοσμία, σαν κλούβιο αυγό: οι αναθυμιάσεις του υδρόθειου (για τους ρομαντικούς, η ανάσα του Πολυβώτη – τώρα καταλαβαίνω γιατί τον καταπλάκωσε ο Ποσειδώνας… βρωμούσαν τα χνώτα του). Ένα μονοπάτι οδηγεί στον πυθμένα του Στέφανου, έναν από τους μεγαλύτερους υδροθερμικούς κρατήρες στον κόσμο, με διάμετρο 330 μέτρα και «φουμαρόλες», απ’ όπου ξεπετάγονται θειούχα αέρια. Η θερμοκρασία είναι υψηλή και επιβάλλεται να έρθετε με κλειστά παπούτσια και να αποφύγετε το μεσημέρι – εξάλλου, τα χρώματα είναι το κάτι άλλο το σούρουπο. Αφού συνηθίσεις τη μυρωδιά, αφήνεσαι στην αλλόκοτη ατμόσφαιρα του τοπίου. Βρίσκεσαι σε βάθος 30 μέτρων, στον κρατήρα ενός ενεργού (αν και ευτυχώς βαθιά κοιμισμένου) ηφαιστείου. Συνειδητοποιείς πόσο μικρός είσαι μπροστά στη δύναμη της Γης, που υψώνει και καταποντίζει νησιά, ενώνει και σκίζει ηπείρους. Η παχιά ζέστη κόβει μαχαίρι τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς και πάμε μια βόλτα στους γύρω κρατήρες.

Κι ύστερα, ουζάκι στη σκιερή καντίνα. Εκεί σκεφτόμαστε ότι ναι μεν το ηφαίστειο κοιμάται, αλλά κάποτε θα ξυπνήσει – τελευταία φορά ήταν το 1887. Γι’ αυτό παρακολουθείται από το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών, μέσω ενός παρατηρητηρίου στον Εμπορειό.
Αφήνοντας την άγονη καλντέρα, συνειδητοποιείς την αντίθεση με την πλούσια βλάστηση του νησιού: αμυγδαλιές, συκιές, βελανιδιές, ελιές, γαντζωμένες στα βαστάδια (αναβαθμίδες), καλύπτουν το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη.
Γιατί όταν τα ηφαίστεια ξεχύνουν για λίγο καιρό την οργή τους σε έναν τόπο, του χαρίζουν παράλληλα χιλιετίες ακμής χάρη στα εύφορα ηφαιστειακά εδάφη.

ΑΠΙΘΑΝΕΣ ΒΟΥΤΙΕΣ

Η Νίσυρος έχει λίγες παραλίες, αλλά αρκούν – καθότι μοναδικές. Αναμφισβήτητα, η ωραιότερη βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα από το ψαροχώρι Πάλοι, στο τέρμα του παραλιακού δρόμου. Από εκεί, ένα βατό μονοπάτι 15 λεπτών οδηγεί στην Παχιά Άμμο, που απλώνεται στην απόληξη ενός φαραγγιού. Μαύρη άμμος και βαθιά νερά, αλλά πουθενά φυσική σκιά – αν ξεχάσετε την ομπρέλα, καήκατε κυριολεκτικά. Η ζέστη το καταμεσήμερο είναι αφόρητη (το χρώμα της άμμου παίζει το ρόλο του) και το ξυπόλυτο βάδισμα μαρτύριο. Οι βουτιές στην Παχιά Άμμο συνδυάζονται τέλεια με ψαράκι στους Πάλους, τον τέταρτο οικισμό της Νισύρου, με τη μικρή μαρίνα, όπου δένουν τα ιστιοπλοϊκά, και το αρχαιολογικό ενδιαφέρον: εκεί συναντούμε ίχνη της λατρείας του Ποσειδώνα, κοντά στα Ιπποκράτεια Λουτρά – ο Ιπποκράτης ήταν από τη γειτονική Κω.

Από τα Νικειά, ένα μεσημέρι μάς βρίσκει να κατηφορίζουμε προς το Αυλάκι, έναν εγκαταλελειμμένο οικισμό, απόκοσμα μαγευτικό. Στα βράχια της Νισύρου κυριαρχούν το κίτρινο του θειαφιού και το κόκκινο της σκουριάς, κι εδώ συνδυάζεται με τα γκρίζα ερειπωμένα κτίσματα, δημιουργώντας συναρπαστικό κοντράστ με τα καταπράσινα νερά. Δεν υπάρχει παραλία, αλλά μια μικρή προκυμαία, απ’ όπου βουτήξαμε σχεδόν ολομόναχοι. Για τους λάτρεις των καταδύσεων, το μέρος προσφέρεται για υποβρύχια εξερεύνηση, αφού στο βυθό υπάρχουν ερείπια, πιθανώς αποτέλεσμα κάποιου σεισμού. Η πιο αναπάντεχη έκπληξη βρίσκεται στο Μανδράκι. Προσπεράστε το Κάστρο ακολουθώντας το βοτσαλωτό μονοπάτι και βουτήξτε στα βαθιά νερά των Χοχλάκων, με τα κατάμαυρα βότσαλα, την ώρα που ο ήλιος βάφει πορτοκαλιά και ρόδινα τα βράχια του Κάστρου – και θα με θυμηθείτε.

Το βραδάκι μάς βρίσκει τακτικά στην πλατεία της Ηλικιωμένης, με τον πελώριο φίκο. Εκεί γευόμαστε κουκουζίνα (την ντόπια ρακή) στο καφενείο του Αντρίκου, με την ξύλινη επιγραφή «Βάρδα Στεναχώρια» – ο νοών νοείτω για την ψυχολογία του Νισυριού! Δεν γίνεται να έρθεις στη Νίσυρο και να μην περάσεις από εδώ. Στο κάτω-κάτω, το γράφει και σε μια μικροσκοπική ταμπελίτσα: «Όλος ο κόσμος είναι τρελοκομείο, αλλά εδώ είναι τα κεντρικά»!

Όμως, οι καλύτερες βραδιές συνήθως περιλαμβάνουν νησιώτικα πανηγύρια. Έτσι, στα εννιάμερα της Παναγίας βρεθήκαμε στη μέση του πουθενά, στην Παναγιά Κυρά, ένα από τα ωραιότερα μοναστήρια του Αιγαίου. Φάγαμε, ήπιαμε, χορέψαμε και κάπου στα μισά, ένα πεφταστέρι τεραστίων διαστάσεων έκανε τη νύχτα μέρα – όχι και τόσο παλιά, σίγουρα αυτό θα θεωρούνταν σημάδι της Κυράς. Το μοναστήρι βρίσκεται στην Παχιά Άμμο. Όταν κατεβήκαμε, καταλάβαμε γιατί χρόνια τώρα οι ελεύθεροι κατασκηνωτές επιμένουν να επιστρέφουν εδώ. Κανένα τεχνητό φως δεν θαμπώνει τα αμέτρητα αστέρια, κανένας θόρυβος δεν σπάει τη σιωπή, εκτός από τον ρυθμικό παφλασμό των κυμάτων. Κι όταν σβήσουν οι μικρές φωτιές, μένεις μόνος: εσύ, η θάλασσα και η ζεστή ανάσα του ηφαιστείου, που συχνά φτάνει ώς την ακτή.