Από σενάρια για το θάνατό του και περισσότερο για την τελετή της κηδείας του, που αργούσε να έλθει, είχα χορτάσει.
Τουλάχιστον μία φορά το χρόνο, εδώ και δέκα χρόνια, ο φίλος, ο καλός μου φίλος ο Δημήτρης, μου μιλούσε για το θάνατο γενικώς και για το δικό του θάνατο ειδικότερα και λεπτομερέστατα.

 «Είναι ή δεν είναι κομμάτι της ζωής μας ο… θάνατος;», συνήθιζε να ρωτάει πριν ξεκινήσει το καινούργιο στήσιμο του σκηνικού του θανάτου και της κηδείας του.
 «Η κάθε φάση της ζωής μας, στο διάβα του χρόνου, συνοδεύεται από το ξεχωριστό στήσιμό της, το σκηνικό της. Εορτάζεις τα γενέθλιά σου και στήνεις τέντες, παραγγέλνεις γλυκά και αγοράζεις μπριζολάκια, λουκάνικα και γαρίδες. Για την αναχώρησή σου από αυτήν την ζωή, το τελευταίο σου ταξίδι, δεν πρέπει να ετοιμαστείς;» Δήλωνε αποφθεγματικά, φιλοσοφώντας θλιμμένος.

Αν μου ξαναμιλήσεις για θάνατο και για κηδείες θα το γράψω στη στήλη μου και θα αναφέρω το όνομα και το επώνυμο σου, τον είχα απειλήσει. Δεν θα πραγματοποιήσω την… απειλή μου.

Δεν ξέρω γιατί, αλλά άρχισε να παρουσιάζει ενδιαφέρον το θέμα.
– Εσένα που σ’ αρέσει η ποίηση, κύριε Κωστάκη μας, έχεις διαβάσει το MAL DU DEPART του Νίκου Καββαδία; Πώς θα το μετέφραζες; Ο πόνος του φευγιού, σου αρέσει; Θυμάσαι τι λέει; Να σου θυμίσω. Το έμαθα απ’ έξω. Το ξέρω και το τραγουδάω, έχει μελοποιηθεί και το είχαμε ακούσει στο σπίτι μου, άκουσε:
 «Θα μείνω πάντα ιδανικός και ανάξιος εραστής / των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων, / και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές, / χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Και αφού λέει πως ενώ τα πλοία θα αναχωρούν για τα διάφορα μέρη του κόσμου που επιθυμούσε να επισκεφθεί, εκεί που θα πήγαινε αν κατάφερνε να γίνει ναυτικός, όπως διακαώς επιθυμούσε. Αυτός, αντί για ταξίδια, θα κάνει αθροίσεις σε λογιστικά βιβλία, μια και είχε τελικά πειστεί ή είχε αναγκαστεί και αυτός, να κάνει στη ζωή του, όπως πολλοί από εμάς, αυτό που δεν ήθελε.
Θα πάψει να μιλάει για μακρινά ταξίδια και οι φίλοι του θα νομίζουν πως τα έχει πια ξεχάσει. Η μάνα του χαρούμενη θα λέει σε όποιον ρωτά πως… «Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει».   

   
Μετανιώνει. Πιστεύει και προβλέπει, φίλε Κώστα, πως ο… «εαυτός του μια βραδιά εμπρός του θα υψωθεί και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα του ζητήσει / κι’ αυτό το ανάξιο χέρι του, που τρέμει, θα οπλιστεί, / θα σημαδέψει και άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει».
Και ο Καββαδίας, που φαίνεται πως δικαιολογεί τον αυτόχειρα, καταλήγει με τον στίχο, που μου αρέσει τόσο πολύ και που αντί να στον απαγγείλω, θα στον τραγουδήσω:
 «Κι’ εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ/ σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες, / Θα’ χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ / και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες».
Ναι, αγαπητέ φίλε. Αν παραδεχτούμε πως ο θάνατος είναι το κλείσιμο της ζωής μας, τότε γιατί να μην έχω δικαίωμα να προετοιμάσω και να δώσω οδηγίες για την τελευταία πράξη. Για το κλείσιμό της αυλαίας.
Έχω του αγίου Δημητρίου, τη γιορτή μου και δίνω εντολές για το τι πρέπει να ψωνίσουν να φάνε οι επισκέπτες και τι λουλούδια θέλω και θα μου απαγορεύσετε να προετοιμάσω τις λεπτομέρειες της τελευταίας πράξης της εδώ ζωής μου και της αναχώρησής μου για την άλλη; Αίσχος.
Πεθαίνεις και σου βάζουν ότι ρούχα βρούνε και ότι γραβάτα τους αρέσει. Βγάζουν λόγο και λένε ότι… μαλα…ματένια τους κατέβει και ότι χοντράδα και υπερβολή τους γουστάρει. Σε κάνουν ήρωα και σου ρίχνουν και μια Ελληνική σημαία στο φέρετρο μόνο και μόνο γιατί έγινες πρόεδρος του συλλόγου του χωριού σου για μια εβδομάδα. Γράφουν ό,τι αηδία τους κατέβει στον επικήδειό σου. Όταν δεν μπορούν να σε κάνουν ήρωα με το ζόρι, λένε ότι ήσουν καλός νοικοκύρης και ψώνιζες από το Βικτόρια Μάρκετ.

Όχι κύριε. Θα προετοιμάσω τον επικήδειο μου. Θα πω ποία γραβάτα θα μου βάλετε. Τι θα φορέσει η γυναίκα μου, η κόρη μου, και ο υιός μου με το λαδωμένο μαλλί. Δική μου είναι η κηδεία ότι θέλω κάνω.

Δεν θέλω, επίσης, τον τύπο των ανακοινώσεων, τις ασύντακτες και υπερβολικές αγγελίες, που δημοσιεύετε στις εφημερίδες σας. Σε καθιστώ υπεύθυνο.
«Τον πολυαγαπημένο μας πατέρα, πεθερό, θείο εξάδελφο και συμπέθερο ….» Εγώ θα σας γράψω τι θα δημοσιεύσετε. Η νύφη μου δεν θέλει να με βλέπει, τα ξαδέλφια μου έχουν κόψει την καλημέρα, ο συμπέθερος ακούει το όνομά μου και παθαίνει αναφυλαξία και εσείς γράφετε τον αγαπημένο μας… θανόντα εχθές, τον καταψύξαμε σήμερα και θα τον κηδέψουμε τον άλλο μήνα. Όχι κύριε. Εγώ θα κανονίσω τα της τελετής και των ανακοινώσεων, με κάθε λεπτομέρεια.

Ξέρω ότι θα έλθει και ο Αρχιεπίσκοπος στην κηδεία μου. Αν δεν μπορεί εκείνος θα πει στον Επίσκοπο να τον αντικαταστήσει.  Λοιπόν να τα ξεχάσετε εκείνα τα «Μετά το πέρας της κηδείας η οικογένεια θα δεχτεί συλλυπητήρια στο…» Η οικογένεια θα δεχτεί στο σπίτι αυτούς που θα έχω συμπεριλάβει στη λίστα που θα έχω προετοιμάσει εγώ, πριν… φύγω και θα έχει προετοιμάσει και το μενού που θα υποδείξει ο… μακαρίτης πριν γίνει μακαρίτης. Δεν μπορεί να μου κουβαληθεί η πρώτη τυχούσα και ο πρώτος τυχών και να αρχίσουν… «Αχ να ζήσετε να τον θυμόσαστε, τι καλός …» Πού τον ξέρατε κυρία μου τον μακαρίτη; Παίζατε μαζί; Τι παίζατε; Δεν περνάς κυρά Μαρία; Τελικά τον περάσατε ή σας πέρασε;
Δεν θέλω καπάκι ανοιχτό, και φωτογραφία στο φέρετρο. Έχω δει τι γίνεται όταν είναι ανοιχτό το φέρετρο.

Αντί να ακούνε τον ιερέα που ψέλνει «Μακαρία η οδός ….» μουρμουρίζουνε «Καλέ κοίταξε πως έγινε, πρήσθηκε…η παλιαρρώστια», «Ποια παλιαρρώστια καλέ, αυτός ήταν πρησμένος από γεννησιμιού του.» «Βρε συ μαύρισε και κοίταξε ένα μαξιλαράκι που του βάλανε…»  «και τι χρώμα πουκάμισο Παναγία μου.
Θα κανονίσω με την γυναίκα μου πού θα θαφτώ. Το σενάριο που είχαμε συζητήσει, αυτό για να με κάψουν να το ξεχάσεις. Το είχα σκεφτεί για να μείνει μισή στάχτη εδώ και ή άλλη μισή να πάει στην πατρίδα, πριν πάει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ξέχασέ το.

Άσε που κινδυνεύουμε να το μάθει ο Αρχιεπίσκοπος και θα το μάθει σίγουρα. Αν το μάθει… αντίο ψυχή μου, Κωστάκη. Σε πληροφορώ ότι επειδή το… «Πυρ το Εξώτερον» έχει γεμίσει, ο Σεβασμιότατος θα στείλει την ψυχή μου στη Σιβηρία και ούτε ο Βλαδίμηρος ο Πούτιν, που είναι και Ορθόδοξος, θα την σώσει την ψυχούλα μου.