Η Παναγιά της ελπίδας και του ξεριζωμού

Η φετινή γιορτή της Παναγιάς γιορτάστηκε  με διαφορετική λαμπρότητα σε κάθε ποντιακό σπίτι σε κάθε γωνιά της γης. Μετά από 88 ολόκληρα χρόνια, η Παναγία Σουμελά, η Παναγιά του ξεριζωμού, το θρησκευτικό και πολιτιστικό σημείο αναφοράς ενός λαού που ξεριζώθηκε με τον πλέον βάρβαρο τρόπο από τα χώματά του, «ζωντάνεψε», υμνήθηκε, «φανέρωσε» την δύναμή της, μία δύναμη που ποτέ δεν έπαψε να ενώνει, να δίνει θάρρος και ελπίδα και να συμπαραστέκεται στον Ποντιακό ελληνισμό.

Το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στην Τραπεζούντα άνοιξε και πάλι τις πόρτες του για να στεγάσει ύμνους και μαρτυρίες πίστης των απογόνων του ποντιακού ελληνισμού που το δημιούργησε και το κράτησε ζωντανό κομμάτι μίας ολόκληρης πατριάς. Πρωτοστάτης και συνεργάτης αυτής της προσπάθειας ο ηγέτης της ελληνορθόδοξης πίστης, Πατριάρχης Βαρθολομαίος.

Γι΄ αυτό, φέτος η γιορτή της Παναγιάς στα ποντιακά σπίτια της Ελλάδας, της Αμερικής, της Αυστραλίας, και όπου αλλού υπάρχουν Έλληνες Πόντιοι είχε μία πικρόγλυκη γεύση δικαίωσης που κοιμόταν για χρόνια τώρα στο πλευρό μίας μικρής ελπίδας που η φλόγα της θα συνεχίσει να τρεμοπαίζει όπως την φλόγα τόσων κεριών που δέχθηκε η Παναγιά της ελπίδας και του ξεριζωμού στην χάρη της για πάνω από 1.600 χρόνια τώρα.

Ο «Νέος Κόσμος» μίλησε με τρεις ποντιακής καταγωγής συμπαροίκους, απογόνους εκείνων που στέριωσαν στα «άγια χώματα» της Τραπεζούντας το μοναστήρι της Παναγιάς σύμβολο. Και οι τρεις τους κατάγονται από εκεί και επισκέφθηκαν τα χώματα των πατέρων τους, προσκύνησαν και δάκρυσαν την Παναγιά της πατρίδας τους και μοιράζονται μαζί μας την μυστηριακή σχέση τους με εκείνα τα χώματα, εκείνον τον ουρανό, εκείνα τα λαγκάδια, εκείνες τις μνήμες και εκείνη την μεγάλη Παναγιά. Την ίδια στιγμή όμως εκφράζουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις που βασανίζουν και αναστατώνουν ταυτόχρονα το μυαλό και την καρδιά τους, σήμερα, και με δεδομένη αυτήν την ιστορική συγκυρία που η Παναγιά τους αξιώνει να ζήσουν έστω και από τόσο μακριά.

1996: ΡΩΜΑ: ΤΑΞΙΔΙ «ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗΣ»

«H ψυχή μου φτερούγιζε ήταν ένα όνειρο που γινόταν πραγματικότητα. Γευόμουν το μεγαλείο της επιστροφής στα χώματα του πατέρα μου του παππού μου. Συναισθήματα μπερδεμένα, σκέψεις αλλόκοτες και τα δάκρυα στα μάτια μου να επιβεβαιώνουν ότι αυτά τα χώματα, αυτός ο τόπος είναι κομμάτι του ποια είμαι, της ρίζας μου. Ποτέ πάλι δεν είχα δει αυτόν τον τόπο, οι αναμνήσεις του παππού, του πατέρα ήταν όμως αρκετές. Ήταν δικός μου τόπος.
Το τοπίο μαγευτικό δεν βρίσκω λόγια να περιγράψω την διαδρομή που διανύαμε καθώς ανεβαίναμε στην Παναγιά. Ανάβαση στο όρος Μελά και προσκύνημα», λέει η Ρώμα Σιάχου που επισκέφθηκε εκείνα τα μέρη του ονείρου το 1996 και συνεχίζει…

«Όταν φτάσαμε, κύματα οργής και μία απερίγραπτη συγκίνηση με έπνιγαν. Από την μια, η Παναγιά μας, τραυματισμένη από τη θηριωδία των Τούρκων, σπασμένη γκρεμισμένη και, από την άλλη, η παρουσία της έντονη σαν να με περίμενε από καιρό. Δεν έπαψε ποτέ και δεν θα πάψει ποτέ να υπάρχει μέσα μου. Έκλεισα εκείνες τις εικόνες για πάντα στην καρδιά μου».

Ρωτάω την Ρώμα πώς νοιώθει σήμερα που οι καμπάνες της Παναγίας Σουμελά θα ηχήσουν πάλι. «Δεν έχω αυταπάτες, δεν ελπίζω σε ένα θαύμα, ξέρω ότι οι λόγοι είναι τουριστικοί, όμως, δεν παραβλέπω την συμβολική δύναμη αυτής της εξέλιξης για τον ποντιακό ελληνισμό και σίγουρα ελπίζω ότι δεν θα ξεχαστεί η δικαιωματική μας παρουσία σε εκείνη την πανέμορφη γωνιά που βρίσκονται οι ρίζες μας».

2005: ΧΡΗΣΤΟΣ: ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ

«Ένας κόμπος λύπης και οργής με μία ελπίδα ότι θα βρω τα χνάρια της οικογένειάς μου με συντρόφευαν σε εκείνο το ταξίδι. Επιτέλους, σκεφτόμουν, επιστρέφω στην γη των γονιών μου», λέει ο Χρήστος Παρχαρίδης που επισκέφθηκε την Τραπεζούντα και το μοναστήρι μαζί με τον γιό του το 2005.

«Όταν έφτασα εκεί, τα λόγια είχαν παγώσει στο λαρύγγι μου. Κουβέντα δεν μπορούσα να αρθρώσω. Οι γονείς μου είναι από τη Ματσούκα και η περιπλάνησή μου στην πόλη για να βρω το πατρικό μου σπίτι με είχε ήδη εξαντλήσει ψυχολογικά, λίγο πριν φτάσουμε στο μοναστήρι. Αγωνία, ελπίδα και απελπισία μαζί είχαν ήδη κάνει τη δουλειά τους. Μετά ήρθε το τοπίο και η αφοπλιστική του ομορφιά να προστεθεί σε αυτά μου τα συναισθήματα και διαδοχικά το εντυπωσιακό μοναστήρι. Ανεβήκαμε επάνω. Έκανα τον σταυρό μου, άναψα κερί. Κοίταξα γύρω μου. Καταστροφή, αλλά και παρουσία. Θυμός, δέος, πίκρα, λύπη, ελπίδα. Δεν ξέρω τι άλλο να σας πω. Όλα αυτά τα συναισθήματα έγιναν πύρινη μπάλα μέσα μου καθώς τα μάτια μου προσπαθούσαν να καταγράψουν κάθε γωνιά του. Έβλεπα τις εικόνες να κλαίνε λες και μου ζητούσαν βοήθεια. Το γεγονός ότι ακόμα και βεβηλωμένες έστεκαν εκεί σε πείσμα των χρόνων, σε πείσμα της θηριωδίας που αντίκρισαν μαρτυρούσε την δύναμη της πατριάς μας. Απόμεινα έτσι να κοιτώ και να μην βλέπω. Να ακούω και να μην καταλαβαίνω τι γινόταν γύρω μου. Στιγμές μελαγχολικής έκστασης που δεν είχα ζήσει πάλι στη ζωή μου. Αυτό θυμάμαι και θέλω να το ξαναζήσω».

«Ξέρω ότι σήμερα ανοίγει πάλι το μοναστήρι. Ξέρω όμως και τι είδαν τα μάτια μου. Το μοναστήρι μπορεί να ανοίγει αλλά παραμένει σε βέβηλα χέρια. Με συγκινεί αυτή η εξέλιξη και ελπίζω κάποια στιγμή να βρεθώ εκεί τέτοιες μέρες όμως δεν με ικανοποιεί το γεγονός ότι είναι στην ουσία μία τουριστική επιχείρηση».

2005: ΛΑΜΠΗΣ: ΜΙΑ ΚΟΥΚΛΑ

«Αποφάσισα να συνοδεύσω τον πατέρα μου, να τον βοηθήσω να βρει το πατρικό του. Γι’ αυτό πήγα», λέει ο Λάμπης Παρχαρίδης που έχει γεννηθεί στην Αυστραλία.
«Η ποντιακή μουσική τρέχει στο αίμα μου, είναι η ζωή μου, είναι κομμάτι αυτού που είμαι και η μουσική φλέβα της οικογένειάς μου ξεκινά από τον παππού. Ήθελα να δω τον τόπο του, τον τόπο μας. Το όφειλα στους πρόγονούς μου. Και ήταν παράδεισος. Ένας επίγειος παράδεισος που δεν πιστεύω ότι υπάρχει δεύτερός του πάνω στη γη. Τα μάτια μου έβλεπαν και το μυαλό μου δεν πίστευε στην τόση ομορφιά. Και εκεί στην κορυφή του παραδείσου, μία κούκλα…». Αυτή ήταν η πρώτη εντύπωση που έκανε στον Λάμπης το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, «ως κούκλα» το περιγράφει…

Και συνεχίζει: «Εγώ θαύμασα τους χώρους του ως αρχιτεκτονικό θαύμα. Δεν μπορούσα να χωνέψω πως 1.600 χρόνια πριν άνθρωποι κατάφεραν να χτίσουν αυτό το αριστούργημα. Από την μια, να νοιώθεις δέσμιος εκείνης της γης, να θαυμάζεις αυτό το αριστούργημα και, από την άλλη, να βλέπεις εικόνες, τοιχογραφίες κατεστραμμένες από την ασυνειδησία της τουρκικής παρουσίας. Εξοργίστηκα αλλά αυτή η οργή ήταν εσωτερική, ήταν σιωπηλή. Το δέος που μου προκαλούσε ο τόπος, καταλάγιαζε την οργή μου».

«Όσο για σήμερα δεν πιστεύω ότι αλλάζει τίποτα. Εμείς το σπίτι των παππούδων μου δεν καταφέραμε να το βρούμε. Ούτε ο Πόντος θα βρει ποτέ τους Έλληνες που τον κατοίκησαν, τον αγάπησαν και τον ανέδειξαν. Ορφανέψαμε όλοι και ο τόπος μας από εμάς και εμείς από τον τόπο μας».