Το «αποκαλυπτικό» πρωτοσέλιδο των «Financial Times» με θέμα την επιδείνωση των σχέσεων Ουάσιγκτον-Άγκυρας δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Από το 2003 ήταν ορατή κάποια «μετάλλαξη αισθημάτων» στην ειδική και πολύχρονη σχέση των ΗΠΑ με την Τουρκία. Η χώρα με τον δεύτερο σε μέγεθος στρατό στο ΝΑΤΟ μετά την Αμερική, ο προμαχώνας κατά της σοβιετικής διείσδυσης, το χωνευτήρι δυτικών δράσεων και ξένων επιδράσεων στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, αρνήθηκε να επιτρέψει στα αμερικανικά στρατεύματα να διέλθουν από το έδαφός της στο βόρειο Ιράκ.

Η τότε νέα κυβέρνηση του ισλαμιστή Ταγίπ Ερντογάν είπε «όχι», και οι Αμερικανοί πικράθηκαν. Εν τούτοις, μερίμνησαν ώστε να εκσυγχρονιστούν σημαντικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Τουρκία, διασφαλίζοντας παράλληλα τη διαθεσιμότητα της αεροπορικής βάσης του Ιντσιρλίκ. Τότε κάποιοι είπαν ότι οι «παλιές φιλίες δεν χαλάνε».

 «Οι ΗΠΑ επιδίδουν τελεσίγραφο σχετικό με πωλήσεις όπλων στην Τουρκία», ήταν ο τίτλος των «F.T.» σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα τη Δευτέρα. Η έγκυρη εφημερίδα, επικαλούμενη ανώνυμο Αμερικανό αξιωματούχο, ισχυρίστηκε ότι ο πρόεδρος Ομπάμα προειδοποίησε τον πρωθυπουργό Ερντογάν να μεταβάλει τη στάση έναντι του Ισραήλ και του Ιράν, «διότι αλλιώς η πώληση έξι αμερικανικών μη επανδρωμένων αναγνωριστικών αεροσκαφών, αναγκαίων για τον αγώνα κατά του ΡΚΚ μετά την οριστική αποχώρηση των Αμερικανών από το Ιράκ το 2011, θα σκαλώσει στα γρανάζια του Κογκρέσου». Διαψεύδοντας το δημοσίευμα των «F.T.», ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Μπιλ Μπάρτον, αναρωτήθηκε τάχα έκπληκτος: «Μα, από πού και πώς τα μάντεψαν όλα αυτά;». Επιβεβαίωσε, όμως, ότι οι κ. Ερντογάν και Ομπάμα συνομίλησαν –  τηλεφωνικά – πριν από 10 ημέρες.

Άρα, κάποια «πικρά λόγια» ειπώθηκαν, συμπέραναν κάποιοι, μολονότι ο κ. Ερντογάν έσπευσε να διαβεβαιώσει ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις «βαίνουν άριστα». «Δεν τίθεται ζήτημα, η σχέση μας με τις ΗΠΑ είναι στρατηγική», είπε και ο υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος πρόσθεσε όμως ότι «κανείς δεν προειδοποιεί την Τουρκία, κυρίως δε τον Τούρκο πρωθυπουργό». Στα τέλη της εβδομάδας, πάντως, έγινε γνωστή άλλη προειδοποίηση της Ουάσιγκτον προς την Άγκυρα.

Σύμφωνα με την «Τζουμχουριέτ», αντιπροσωπείες του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών διεμήνυσαν πρόσφατα στην τουρκική κυβέρνηση ότι τουρκικές ενεργειακές εταιρείες και τράπεζες θα ενταχθούν στη «μαύρη λίστα» εάν συνεχίσουν να συνεργάζονται με το Ιράν, αγνοώντας τις διεθνείς κυρώσεις.

Κατεσπευσμένα, λοιπόν, μεταβαίνει αυτή την εβδομάδα στην Ουάσιγκτον ο υφυπουργός Εξωτερικών Φεριντούν Σινιρλίογλου, επικεφαλής αντιπροσωπείας επιφορτισμένης με «αποστολή εκτόνωσης», ώστε να γεφυρωθούν «κάποιες διαφορές σε χειρισμούς εξωτερικής πολιτικής».

ΚΑΠΟΙΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ;

 Το 2010 ήταν χρονιά πλούσια σε αντιθέσεις μεταξύ Τουρκίας και Αμερικής, με σημείο αιχμής την τουρκική στάση έναντι του Ιράν και με «κρυφό καημό» τη διένεξη του Ταγίπ Ερντογάν με το Ισραήλ, αμυντικό εταίρο της Άγκυρας βάσει του συμφώνου του 1996. Η φιλοπαλαιστινιακή στροφή της Άγκυρας εκδηλώθηκε σαφέστερα μετά την ισραηλινή επιδρομή στη Γάζα, στα τέλη του 2008. Έκτοτε, η ένταση δεν έπαψε να κλιμακώνεται. Τον Ιανουάριο, η διαπόμπευση του Τούρκου πρέσβη στο Τελ Αβίβ, Αχμέτ Οούζ Τζελικόλ, από τον Ισραηλινό υφυπουργό Εξωτερικών, Ντάνι Αγιαλόν, με αφορμή τουρκική τηλεοπτική σειρά φιλοπαλαιστινιακού περιεχομένου, λίγο έλειψε να καταλήξει σε διακοπή των διπλωματικών σχέσεων. Στις 31 Μαΐου, η επίθεση των Ισραηλινών κομάντος εναντίον του τουρκικού πλοίου «Μαβί Μαρμαρά», που μετέφερε βοήθεια στη Γάζα, κόστισε τη ζωή σε εννέα Τούρκους και οδήγησε την κατάσταση σε επικίνδυνη όξυνση.

Στο μεσοδιάστημα, η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Αντιπροσώπων αναγνώρισε τον Μάρτιο, ύστερα από κοπιώδεις προσπάθειες του προέδρου της Χ. Μπέρμαν, την αρμενική γενοκτονία. Αμέσως, ανακλήθηκε ο νεοδιορισθείς Τούρκος πρέσβης στην Ουάσιγκτον, Ναμίκ Ταν, που προηγουμένως είχε χρηματίσει πρέσβης στο Τελ Αβίβ. Ο κ. Ταν επέστρεψε ύστερα από λίγες εβδομάδες στις ΗΠΑ. Σε τουρκικά και άλλα έντυπα, όμως, έγινε λόγος για «παρέμβαση των εβραϊκών λόμπι στην Ουάσιγκτον». Λίγο αργότερα η υπογραφή του πρωτοκόλλου για τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων Τουρκίας – Αρμενίας ανεβλήθη επ’ αόριστον.
Τον Ιούνιο, ο υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Γκέιτς, ευρισκόμενος στο Λονδίνο καθ’ οδόν προς τη σύνοδο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, επέρριψε ευθύνες στην Ε.Ε. για την απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση. Ίσως ο κ. Γκέιτς να εννοούσε τη στροφή της Άγκυρας προς τη Ρωσία ή ακόμη τη σύμπραξη Τουρκίας – Βραζιλίας στο Σ.Α. του ΟΗΕ για την καταψήφιση των νέων κυρώσεων εις βάρος του Ιράν.

Τότε, ο κ. Ερντογάν, προσφάτως παρασημοφορημένος με το διεθνές βραβείο «Βασιλιάς Φεϊζάλ» της Σαουδικής Αραβίας για τις υπηρεσίες του προς το Ισλάμ, χαρακτήρισε «κακόβουλους» όσους ισχυρίζονται ότι η Τουρκία άλλαξε προσανατολισμό, θύμισε όμως και στην Ε.Ε. τις «ολιγωρίες» της σε σχέση με την τουρκική ένταξη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις διέρχονται κλυδωνισμούς σε περίοδο σημαντικών ανακατατάξεων στο εσωτερικό της Τουρκίας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι επήλθε ή ότι επέρχεται οριστικά ρήξη με μια χώρα που διεκδικεί περιφερειακό ρόλο, έστω «τραυματίζοντας» Ισραηλινούς εταίρους. Δεν είναι απαραίτητο οι παλιές φιλίες να χαλάνε. Ίσως να αναπροσαρμόζονται.