Ο συνειρμός των αναμνήσεων, μέρος του μαθήματος της λογικής, είναι όταν κάποια εικόνα, κάποιο συμβάν, σε φέρνει πίσω και σου θυμίζει κάτι που έζησες, είδες, κάτι που σου συνέβη στο πρόσφατο ή απώτερο παρελθόν.

Θα αναφέρω ένα παράδειγμα, που ο καθηγητής του μαθήματος της Λογικής, είχε αναφέρει προκειμένου να κατανοήσουν οι μαθητές του τι εστί «συνειρμός των αναμνήσεων».

 «Περνώντας έξω από το Πολυτεχνείο, στο πεζοδρόμιο, ένας από εσάς ή κάποιος άλλος σχηματίζει τελείως διαφορετική εικόνα, με φόντο το κτίριο του ιδρύματος.
Άλλος έχεις σπουδάσει εκεί μέσα και θυμάται τις τάξεις και τους καθηγητές του και άλλος την εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβρη του 74, τα τανκ και την πεσμένη σιδερένια πόρτα.

 Με άλλα λόγια εκατό διαφορετικά άτομα να δουν το συγκεκριμένο κτίριο, στους περισσότερους από αυτούς θα φέρει στο νου μια διαφορετική εικόνα συνδεδεμένη με το παρελθόν.   

Αυτά όλα τα ανάφερα, φλυαρώντας, όταν διάβασα ένα παλιό χρονογράφημα του Παύλου Νιρβάνα με τίτλο «Η επαιτεία ως επάγγελμα».
Είναι επικερδές επάγγελμα η επαιτεία. Διότι περί επαγγέλματος πρόκειται. Ενός επαγγέλματος όπως όλα τα άλλα. «Είναι κανείς ζητιάνος όπως είναι γιατρός, δικηγόρος, μαραγκός κλπ».

Είναι επάγγελμα συστηματικό και προνομιούχο μάλιστα, εφ όσον δεν υπόκειται σε κανένα φόρο και ασκείται χωρίς κανένα περιορισμό…», αναφέρει ο Νιρβάνας στο χρονογράφημά του. 

Προκειμένου να στηρίξει δε την θεωρεία του πως πρόκειται για λίαν επικερδές επάγγελμα, αναφέρει στο πόνημά του την περίπτωση ενός φίλου του ζωγράφου, ο οποίος μάζεψε, το καταχείμωνο από το δρόμο, ένα γεροντάκι ζητιάνο να τον κάνει μοντέλο του.
Του έδινε, τότε, ένα καλό μεροκάματο,( κάπου δέκα δραχμές την ημέρα το 1930), φαγητό και ζεστασιά, για να ποζάρει. Σε τρεις ημέρες εξαφανίστηκε. Όλοι πίστεψαν πως είχε πεθάνει.

Ξαφνικά, μια Κυριακή πρωί, χειμώνας ακόμη, τον συνάντησαν έξω από την εκκλησία της γειτονιάς. Όταν τον ρώτησαν γιατί εξαφανίστηκε και πως είναι δυνατό να περιφρονεί κάποιος της ηλικίας του, ένα καλό μεροκάματο, φαγητό και ζεστασιά και να ξεπαγιάζει απλώνοντας το χέρι για μερικές δεκάρες, η απάντηση του γέρου ζητιάνου, ήταν: Λυπάμαι. Δε με συμφέρει, κύριε. Με τη δουλειά μου βγάζω περισσότερα.

 «Η ζητιανιά λοιπόν είναι δουλειά και σπουδαία δουλειά»    
Ο Πλουσιότερος συμμαθητής μας στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου, ήταν ο Άγγελος. Φύσαγε από ντύσιμο και γενικώς σαν παρουσία.
Η άνεση και ο αέρας των πλουσίων τον περιέβαλαν μονίμως …και εμφανώς.. Περιμέναμε πότε θα έλθει η μάνα του να τον πάρει, συνήθως με ταξί, για να τη δούμε να κατεβαίνει, να… ξεμουδιάσει να θαυμάσουμε το ντύσιμό της και τις… καμπύλες της.
Τον πατέρα του τον είχαμε δει διό φορές όλες κι’ όλες. Την μια στους σχολικούς αγώνες στον Πανελλήνιο Αθλητικό Όμιλο όπου ο Άγγελος ήταν το φαβορί μας στα τετρακόσια και την άλλη στα γενέθλια του Άγγελου, πέντε–έξη από την τάξη μας, οι κολλητοί του. Όμορφος άνδρας ο πατέρας του και πάμπλουτος, λέγανε.
Εμπορικός αντιπρόσωπος γεωργικών μηχανημάτων.

Μόνο το σπίτι τους να έβλεπες, πάθαινες ψυχολογικό τραλαλά.
Έλειπε συνέχεια. Ταξίδια στην επαρχία και το εξωτερικό. Πολλές φορές έλειπε για ολόκληρο μήνα, έλεγαν.
Στα μέσα της χρονιάς ο Άγγελος έφυγε από το Γυμνάσιο, χωρίς να χαιρετήσει, να εξηγήσει, χωρίς να πει λέξη.
Μάθαμε πως ο πατέρας του, επαγγελματίας ζητιάνος, με έδρα την Θεσσαλονίκη, είχε μαλώσει με άλλο ζητιάνο για το «στέκι» του, στα σκαλοπάτια της εκκλησίας και κατέληξαν από το νοσοκομείο στην αστυνομία και στα δικαστήρια.

Το χειρότερο ήταν πως ο «ανάπηρος ζητιάνος» δεν ήταν διόλου ανάπηρος και αυτό δημοσιεύθηκε, όπως έλεγαν και στις τοπικές εφημερίδες.
Άλλες περιπτώσεις που θυμάμαι είναι της κυρά- Μαρίκας της κουτσής, που περνούσε από τα σπίτια της γειτονιάς και ζητιάνευε πόρτα με πόρτα.
Όλοι την βοηθούσαν, είχε καθιερωθεί πλέον και ήταν πραγματικά ανάπηρη.
Ξαφνικά ακούστηκε πως κάποια κοπέλα που αγόρασε το μεγάλο μπακάλικο της γειτονιάς μας, στην πλατεία, ήταν αδελφή της κυρά Μαρίκας, πράγμα που η ανάπηρη, επαγγελματίας ζητιάνα, δεν παραδέχτηκε ποτέ.

Η κ. Γεωργία, η ιδιοκτήτρια και διευθύντρια του πολυτελούς ξενοδοχείου σε κάποιο ωραίο παραθαλάσσιο μέρος της Κορινθίας. Ότι είχε δημιουργήσει ήταν από το επάγγελμα του ζητιάνου και μόνο, μέσα σε μια δεκαετία.
Στέκι της η εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στην Αθήνα.

Διάβαζα πως τα παλιά χρόνια, στην Αγγλία και στη Γαλλία, η περιβόητη «Αυλή των Θαυμάτων», επαγγελματίες ζητιάνοι, σημάδευαν και σακάτευαν τα παιδιά τους, για να είναι έτοιμα να συνεχίσουν το…. επάγγελμα.

Φίλες και φίλοι, αν δείτε κάποιον ηλικιωμένο κύριο, στο κέντρο της Μελβούρνης, με σκισμένα ρούχα, μαύρα γυαλιά και το πόδι του στο… γύψο, μη μου μιλήσετε έστω και αν με γνωρίσετε. Αν τα υπολόγιζα σωστά νωρίτερα, τώρα θα είχα κάνει καριέρα.