Στις δεκαετίες του 1950 και 1960, οι μεταπολεμικοί μετανάστες είχαμε πάρει παραμάσχαλα τους μπόγους με «τα υπάρχοντά μας», και μπήκαμε στα υπερωκεάνια, με προορισμό την Αυστραλία, τον Καναδά, τις ΗΠΑ και τη Νότια Αμερική.

Τα μόνα εφόδιά μας ήταν τα χέρια και τα νιάτα μας, για τις μηχανές των εργοστασίων, για τις δουλειές της υπαίθρου και για τις κουζίνες των εστιατορίων.
Λίγα χρόνια αργότερα άλλοι συμπατριώτες μας μπήκαν στα τρένα για τη Γερμανία, και για άλλες χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης, και αυτοί για χειρωνακτικές εργασίες.

Ανάσανε για λίγο η πατρίδα μας, αφού θα είχε λιγότερα άτομα να θρέψει. Πρώτα η Κατοχή, και στη συνέχεια ο εμφύλιος πόλεμος, κατέστρεψαν τις υποδομές, ερήμωσαν την ύπαιθρο, και καταδίκασαν σε υπολειτουργία τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας.
Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας των Συνταγματαρχών τον Ιούλιο του 1974, και την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών με τη μεταπολίτευση, η οικονομία άρχισε να βελτιώνεται, τάση που ενισχύθηκε σημαντικά μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση).
Αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων ήταν για μερικές δεκαετίες οι παλιννοστούντες Έλληνες να υπερβαίνουν σε αριθμό εκείνους που ζητούσαν να αρχίσουν μια νέα ζωή έξω από την Ελλάδα.

Αυτή η κατάσταση κράτησε μέχρι πριν λίγα χρόνια, όταν η παγκόσμια οικονομική κρίση έφερε στην επιφάνεια το μεγάλο έλλειμμα του προϋπολογισμού, και το ακόμα μεγαλύτερο δημόσιο χρέος της Ελλάδας από τα συνεχή δάνεια. Έκτοτε άρχισε να παρατηρείται μια αυξανόμενη έξοδος Ελλήνων προς άλλες χώρες, και κυρίως σε μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όμως στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για ανειδίκευτους εργάτες, αλλά για νέους πτυχιούχους, πολλοί από τους οποίους είναι με μεταπτυχιακές σπουδές, και για φτασμένους επιστήμονες.

Έτσι, για την Ελλάδα η αφαίμαξη εργατικών χεριών του περασμένου αιώνα στις ημέρες μας παίρνει τη μορφή «διαρροής εγκεφάλων».
Δυστυχώς για τους ανειδίκευτους εργάτες που έχουν χάσει τις δουλειές τους, ή που φοβούνται πως σύντομα θα μείνουν άνεργοι, η προοπτική μετανάστευσης σε χώρες όπως ο Καναδάς και η Αυστραλία είναι ανύπαρκτη, γιατί τώρα ζητούν εξειδικευμένους επαγγελματίες, όπως και οι άλλες αναπτυγμένες χώρες.

ΑΝΗΣΥΧΕΙ Η «ΔΙΑΡΡΟΗ ΕΓΚΕΦΑΛΩΝ»

Πρόσφατα, η Ερευνητική Μονάδα Περιφερειακής Ανάπτυξης και Πολιτικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας διενήργησε έρευνα μεταξύ Ελλήνων πτυχιούχων που εργάζονται στο εξωτερικό.

Επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας ήταν ο Καθηγητής Λόης Λαμπριανίδης. Τα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιοποιήθηκαν στα τέλη του Μαΐου 2010.
Η έρευνα έχει δείξει πως ένα υψηλό ποσοστό των Ελλήνων πτυχιούχων που εργάζονται στο εξωτερικό εκτός από το πρώτο τους πτυχίο, έχουν κάνει και μεταπτυχιακές σπουδές. Από αυτούς το 90% έχουν Master’s και Διδακτορικό από διεθνούς φήμης ξένα πανεπιστήμια.
Σε δημοσίευμά του στην αθηναϊκή εφημερίδα Αυγή (23/05/2010), στο οποίο ο Καθηγητής Λόης Λαμπριανίδης συζητά τις επιπτώσεις για την Ελλάδα από τη διαρροή εγκεφάλων, γράφει τα ακόλουθα μεταξύ άλλων:
«Η συμβολή του ανθρωπίνου δυναμικού στην οικονομική ανάπτυξη είναι σημαντική και μεγαλύτερη από τη συμβολή του φυσικού κεφαλαίου. Το ανθρώπινο δυναμικό αυξάνει την παραγωγικότητα της εργασίας, γίνεται φορέας αξιοποίησης και διάχυσης της τεχνολογίας και της καινοτομίας, παράγοντας υψηλές εξωτερικές οικονομίες που διαχέονται στην οικονομία και στο κοινωνικό σύνολο.

{…} Οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες υποφέρουν από την έλλειψη ειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, και έτσι δεν μπορούν να έχουν υψηλή κερδοφορία κεφαλαίου. Συνεπώς, το κεφάλαιο δεν επενδύει εκεί, γεγονός που οδηγεί σε χαμηλή παραγωγικότητα. Έτσι, οι πολύ ειδικευμένοι μεταναστεύουν από τη χώρα που πέφτει σε «φαύλο κύκλο» υπανάπτυξης».
Η πλειονότητα των νέων πτυχιούχων και αναγνωρισμένων επιστημόνων που ζητούν να κάνουν καριέρα στο εξωτερικό πηγαίνει στη Βρετανία (32%) και στις ΗΠΑ (29%).

Ο κ. Λαμπριανίδης εκφράζει την άποψη πως, για να μετριασθεί η διαρροή εγκεφάλων, θα πρέπει να υπάρξει μια στροφή της οικονομίας στην παραγωγή πιο σύνθετων προϊόντων και υπηρεσιών, για να μπορέσει η Ελλάδα να αντέξει τον διεθνή ανταγωνισμό και να αξιοποιήσει παραγωγικά το ανθρώπινο δυναμικό της.
Ενδιαφέροντα είναι και τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο Καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης. Σύμφωνα με τις δικές του έρευνες, κατά την τελευταία δεκαετία 850.000 Έλληνες έχουν καταφύγει σε Ευρωπαϊκές χώρες, στην Αμερική και τον Καναδά, με την ελπίδα καλύτερων συνθηκών εργασίας και διαβίωσης.

Ο κ. Ρομπόλης είναι της γνώμης πως « Όσο πιο υψηλά προσόντα αποκτούν οι εν δυνάμει εργαζόμενοι, τόσο πιο πιθανό είναι γι’ αυτούς να επιλέξουν να εργαστούν σε ξένο κράτος παρά στην Ελλάδα».

Ως και ο Υφυπουργός Παιδείας, και Καθηγητής Πανεπιστημίου, Ι. Πανάρετος, εκφράζει τις ανησυχίες του για την έξοδο πτυχιούχων και επιστημόνων. «Στη χώρα», γράφει ο κ. Πανάρετος, «υπάρχει πολλαπλή έκφραση του φαινόμενου brain drain (διαρροή εγκεφάλων). Μέχρι τώρα είχαμε φοιτητές που σπούδαζαν στο εξωτερικό και στη συνέχεια έμεναν εκεί για να εργαστούν. Επίσης, είχαμε επιστήμονες που κάποια στιγμή έφευγαν. Σήμερα, πέρα από αυτά που συνεχίζουν να συμβαίνουν, φεύγουν πλέον και απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων, με το που ολοκληρώνουν τον κύκλο σπουδών τους στην Ελλάδα».

ΠΡΩΤΗ ΣΤΗΝ ΕΞΑΓΩΓΗ ΦΟΙΤΗΤΩΝ Η ΕΛΛΑΔΑ

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τον αριθμό των φοιτητών από τα 15 αρχικά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που το 1998 και 2007 σπούδαζαν σε πανεπιστήμια άλλων χωρών.

Το 1998, από τους 241.000 φοιτητές των 15 χωρών που σπούδαζαν σε ξένα πανεπιστήμια, οι 60.000 ήταν Έλληνες. Με άλλα λόγια, οι Έλληνες σπουδαστές σε ξένα πανεπιστήμια αποτελούσαν το 25% του συνόλου, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση.

Η Γερμανία, η Ιταλία και η Γαλλία είχαν την δεύτερη, την τρίτη και την τέταρτη θέση με 13%, 11% και 10% του συνόλου αντίστοιχα. Και να σκεφτεί κανείς πως ο πληθυσμός της Γερμανίας είναι οκταπλάσιος της Ελλάδας, και της Ιταλίας και της Γαλλίας εξαπλάσιος.

Το 2007, αν και ο αριθμός των φοιτητών των 15 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που σπούδαζαν έξω από τις χώρες τους αυξήθηκε στις 330.000, από 241.000 που ήταν το 1998, ο αριθμός των Ελλήνων που σπούδαζαν στο εξωτερικό μειώθηκε στις 36.000, από 60.000 που ήταν το 1998, μια μείωση της τάξης του 40%. Το 2007 η Γερμανία είχε την πρώτη θέση, με 65.000 σπουδαστές σε άλλες χώρες, η Γαλλία δεύτερη με 49.000, η Ιταλία τρίτη με 37.000, και η Ελλάδα τέταρτη με 36.000. Αλλά και πάλι η Ελλάδα έρχεται πρώτη, αν δούμε τους σπουδαστές ως ποσοστό του πληθυσμού της χώρας προέλευσής τους.
 Πιο πρόσφατα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), δείχνουν πως ο αριθμός των Ελλήνων που σπουδάζουν στο εξωτερικό αυξήθηκε το 2009, σε σύγκριση με το 2007.

Ο ΟΟΣΑ απαρτίζεται από 32 χώρες, που θεωρούνται οι πιο αναπτυγμένες στον κόσμο. Σημειώνω πως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, η Βραζιλία, και η Ινδονησία δεν είναι ακόμη μέλη του ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ, 51.000 Έλληνες σπούδαζαν στο εξωτερικό το 2009. Η Ελλάδα έρχεται έκτη σε απόλυτους αριθμούς μεταξύ των 32 κρατών-μελών του ΟΟΣΑ. Προηγείται η Νότιος Κορέα (98.000 φοιτητές) και ακολουθούν η Γερμανία (62.000), η Ιαπωνία (61.000), η Γαλλία (57.000) και η Τουρκία (54.000).
Αν όμως πάλι πάρουμε τους φοιτητές που σπουδάζουν σε ξένα πανεπιστήμια ως ποσοστό του πληθυσμού μιας χώρας, τότε βλέπουμε πως η Ελλάδα καταλαμβάνει την πρώτη θέση σε παγκόσμια κλίμακα.

Ομολογουμένως, μεγάλο είναι το οικονομικό κόστος για τις οικογένειες των Ελλήνων που σπουδάζουν στο εξωτερικό, αλλά και για τη χώρα, αφού τα έξοδα σπουδών, και διαμονής των φοιτητών σε άλλες χώρες, υπολογίζονται στο ένα δισεκατομμύριο ευρώ το χρόνο.
Όμως και τα μακροπρόθεσμα οφέλη για τη χώρα είναι σημαντικά, αν αρκετοί από τους φοιτητές επιστρέψουν στην Ελλάδα μετά την αποπεράτωση των σπουδών τους, και ιδιαίτερα μετά από λίγα χρόνια εργασίας στο εξωτερικό.

Δεν είναι μόνο οι εξειδικευμένες γνώσεις που παίρνουν οι Έλληνες πτυχιούχοι ξένων πανεπιστημίων. Αυτές τις προσφέρουν και τα ελληνικά πανεπιστήμια. Κυρίως είναι οι εμπειρίες που αποκομίζουν από το ξένο κοινωνικό περιβάλλον, με τις πολιτισμικές του ιδιαιτερότητες, καθώς και η εξοικείωσή τους με την οργάνωση και λειτουργία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, με την πειθαρχία και εργατικότητα που απαιτούν από το προσωπικό τους.

Αυτές οι εμπειρίες, όταν μεταφερθούν στην Ελλάδα, μακροπρόθεσμα θα συμβάλουν σημαντικά στην αναδιοργάνωση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθιστώντας τες πιο ανταγωνιστικές, και στην αναδιάρθρωση και στον εξορθολογισμό των δημόσιων υπηρεσιών.