Τη διαβεβαίωση πως οι χώρες-μέλη του Οργανισμού του, όπως και άλλες περιοχές του κόσμου, έχουν επαρκή αποθέματα και ως εκ τούτου πετρέλαιο θα υπάρχει και στα επόμενα 50 χρόνια, έδωσε σήμερα στην έδρα του στη Βιέννη, με την ευκαιρία των σημερινών πεντηκοστών γενεθλίων του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγών Χωρών (ΟΠΕΚ), ο γενικός γραμματέας του, Αμπντουλάχ Αλ Μπάντρι.

Συγχρόνως, ο από το 2007 γενικός γραμματέας του διεθνούς οργανισμού τόνισε πως αυτός ενθαρρύνει τις προσπάθειες περαιτέρω εξέλιξης εναλλακτικών μορφών ενέργειας, ενώ έκανε λόγο για πολλές προκλήσεις ενώπιον των οποίων θα βρεθεί τα επόμενα χρόνια ο ΟΠΕΚ, μεταξύ των οποίων θα είναι και η αναγκαία προσαρμογή του στις νέες τεχνολογίες.

Ο κ. Μπάντρι υπενθύμισε την κατάσταση που επικρατούσε την εποχή της ίδρυσης του ΟΠΕΚ, πριν από 50 χρόνια, στη Βαγδάτη στις 14 Σεπτεμβρίου του 1960, όταν η πετρελαϊκή βιομηχανία κυριαρχούνταν από τις αποκαλούμενες «επτά αδελφές», τις επτά μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες οι οποίες μεταπολεμικά είχαν επί δεκαετίες τον πλήρη έλεγχο του πετρελαίου, από την παραγωγή μέχρι την τιμή του.

Όπως επισήμανε ο λιβυκής καταγωγής γενικός γραμματέας του διεθνούς οργανισμού, το γεγονός πως χώρες. όπως Ιράν, Βενεζουέλα και Ιράκ δεν είχαν απολύτως κανένα δικαίωμα συναπόφασης για τα πετρελαϊκά τους αποθέματα, οδήγησε πριν από 50 χρόνια τα πέντε ιδρυτικά μέλη Ιράν, Ιράκ, Βενεζουέλα, Σαουδική Αραβία και Κουβέιτ στην ίδρυση του ΟΠΕΚ για να πάρουν οι ίδιες στα χέρια τους την αγορά του «μαύρου χρυσού» τους.
Πρωταρχικοί στόχοι και σκοποί του ΟΠΕΚ, στην ίδρυση του οποίου πρωτοστάτησαν ο τότε Σάχης της Περσίας και ο τότε βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας, ήταν η καθιέρωση ενιαίας πετρελαϊκής πολιτικής μεταξύ των κρατών- μελών και ο προσδιορισμός των ευμενέστερων μέτρων προστασίας των συμφερόντων τους. Αυτά θα επιτυγχάνονταν με σταθεροποιητικές τιμές της διεθνούς αγοράς σε μια προοπτική αφενός αποφυγής βλαβερών συνεπειών για τα ίδια μέλη-κράτη και αφετέρου σε μια δίκαιη και ομαλή πετρελαϊκή βιομηχανική ανάπτυξη.

Οι θεμιτοί αυτοί στόχοι και σκοποί οδήγησαν και άλλες χώρες στη σύνδεση με αυτόν τον Οργανισμό και έτσι σήμερα τον ΟΠΕΚ (έπειτα από την αποχώρηση της Ινδονησίας το 2008) συγκροτούν πλέον 12 κράτη-μέλη: Αγκόλα, Αλγερία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ισημερινός, Ιράκ, Ιράν, Κατάρ, Κουβέιτ, Λιβύη, Νιγηρία, Σαουδική Αραβία και Βενεζουέλα, που φέρεται να διαθέτουν τα τρία τέταρτα των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου και τα έσοδά τους από τις εξαγωγές αργού πετρελαίου να καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος των προϋπολογισμών τους.

Έχοντας αρχικά εγκατασταθεί στη Γενεύη, ο ΟΠΕΚ μετέφερε το 1965 την έδρα του στη Βιέννη, όπου παραμένει μέχρι σήμερα, μετακομίζοντας μόλις πρόσφατα τα γραφεία του στο νέο υπερσύγχρονο κτίριό του, παραχώρηση της αυστριακής κυβέρνησης και του Δήμου Βιέννης, στο κέντρο της αυστριακής πρωτεύουσας.
Η μικρή επιρροή που ασκούσε στη διαμόρφωση των τιμών του πετρελαίου ο ΟΠΕΚ τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή του, άλλαξε με τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973 (το λεγόμενο Γιομ Κιπούρ πόλεμο Αιγύπτου-Συρίας κατά Ισραήλ) και τον αραβικό πετρελαϊκό αποκλεισμό, ως απάντηση του αραβικού κόσμου στην απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών για προμήθεια στρατιωτικών εξοπλισμών στο Ισραήλ.

Ήταν η εποχή που οι χώρες του ΟΠΕΚ πέτυχαν εκτίναξη της τιμής του πετρελαίου από τα 2,50 δολάρια το βαρέλι τον Ιανουάριο του 1973 στα 11,50 δολάρια, ένα χρόνο αργότερα, ενώ η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση, με την Επανάσταση στο Ιράν το 1979, προκαλεί μια νέα εκτίναξη στα 36 δολάρια το βαρέλι τον Ιανουάριο του 1980.

Η δύναμη του ΟΠΕΚ φέρεται να έχει εδραιωθεί από την εποχή εκείνη, κατά την οποία μάλιστα την ηγεσία του ασκούσε ο χαρισματικός Σαουδάραβας υπουργός Πετρελαίου, σεΐχης Αχμέντ Ζακί Γιαμανί, και να επηρεάζει δραστικά τις παγκόσμιες αγορές, με την τιμή του «μαύρου χρυσού» να διακυμαίνεται σήμερα μεταξύ των 70 και 80 δολαρίων το βαρέλι, που θεωρείται ικανοποιητική από τα κράτη-μέλη του, μετά την ανάκαμψή της από το χαμηλό επίπεδο των περίπου 32 δολαρίων το βαρέλι το Δεκέμβριο του 2008.