Παππού, ο μπαμπάς λεει πως όταν πέθανε η γιαγιά, εγώ ήμουνα μόνο δύο χρονών και ότι έκλεγε γιατί ήξερε πως θα πεθάνει και λυπότανε γιατί δεν με είχε χαρεί.
Δεν καταλαβαίνω τι θα πει πως δεν με είχε χαρεί, αλλά ο μπαμπάς είπε πως η γιαγιά με αγαπούσε πολύ.

Και η μαμά του απάντησε: «Η μανούλα σου μόνο για το τομάρι της νοιαζόταν και όλους τους άλλους τους… έγραφε, ο Θεός να την συγχωρέσει».
Δεν ξέρω που τους έγραφε, παππού και γιατί τους έγραφε, αλλά ο μπαμπάς θύμωσε και της είπε με δυνατή φωνή: «Μην πιάνεις τη μάνα μου στο στόμα σου. Δεν είσαι άξια. Η μάνα μου ήταν αγία».

Εγώ δεν ήξερα ότι η γιαγιά ήταν αγία, όπως η αγία Βασιλικούλα που γιορτάζει ή θεία η Κούλα, η αδελφή της μαμάς.

Εσύ ήξερες παππού πως οι άγιοι φτύνουνε; Ήξερες πως οι άνθρωποι φυτρώνουν σαν τις μελιτζάνες και τις ντομάτες που βάζεις στο κήπο; Στο λέω γιατί όταν ο μπαμπάς είπε «η μάνα μου ήταν αγία» η μαμά είπε γελώντας: «Εκεί φτύσανε οι άγιες φύτρωσε η μαμά σου».

Ο μπαμπάς είπε: «Θα σε φτιάξω εγώ», και έφυγε.

Εγώ έχω το όνομά σου παππού. Με λένε Δημήτρη και τον μπαμπά μου τον λένε Βασίλη και την άλλη φορά ο μπαμπάς έλεγε με καμάρι και δυνατή φωνή: «Ο γιος μου είναι Δημήτριος Παπαδόπουλος του Βασιλείου, όπως και ο πατέρας μου».

Και η μαμά είπε μια κακιά κουβέντα, είπε: «Χέστηκε η φοράδα στο αλώνι» που δεν είναι και τόσο κακιά λέξη γιατί τη λεει και η θεία η Κούλα «που είναι άνθρωπος της εκκλησίας», όπως λέει η μαμά.

Ο μπαμπάς γελάει και λεει «και εγώ να ήμουνα παρθένα στα πενήντα μου θα το έριχνα στην εκκλησία».
Δεν καταλαβαίνω ποίο θα έριχνε στην εκκλησία ο μπαμπάς, αλλά η μαμά φωνάζει και του απαντάει με δυνατή φωνή: «Καλύτερα να της το φαει το χώμα αντί να το δώσει στον πρώτο… νικώντα, όπως το έδωσα εγώ».

– Στον πρώτο τυχόντα.
Ναι, παππού, μπράβο, αυτό είναι, τυχόντα.
Και ο μπαμπάς μόλις άκουσε αυτόν τον… τυχόντα, θύμωσε. Θύμωσε πολύ. Κούναγε το χέρι του και φώναζε: «Έπρεπε να έπαιρνες τον Φώτη τον σκυλομούρη, τον σουβλατζή».

Και η μαμά του είπε και κούναγε και εκείνη το χέρι της:
 «Με ήθελαν δέκα και το ξέρεις, όσο για το Φώτη εστιατόριο πολυτελείας, συμπαθέστατος, σοβαρός και με μυαλό για να κάνει λεφτά».
Εδώ μπερδεύτηκα, παππού, με το «μυαλό να κάνει λεφτά», γιατί ο μπαμπάς είπε «το μυαλό σου και μια λύρα» και μετά συνέχισε: «Σε τροχόσπιτο θα έμενες και τον άνθρωπο που σου έδωσε το παλάτι που μένεις και το παλάτι που νοικιάζεις θέλεις να τον στείλεις στο Γηροκομείο».

Εγώ παππού όπου και να πας θα έρχομαι να σε βλέπω. Η μαμά, πάλι νευρίασε και είπε:
«Στα έδωσε για να βουτήξει τη σύνταξη και τον έσπρωχνε και η μάνα σου για να προικίσει, τον κανακάρη της, τον καλοπερασάκια, τα μούτρα σου. Και δεν τον στέλνω εγώ στο Γηροκομείο, εσύ είπες ότι δεν είναι στα καλά του και σε ρώτησε εννιά φορές για το σπουργίτι. Τι πουλί είναι αυτό Βασίλη μου; σε ρώταγε και ξαναρώταγε, εσύ μου το είπες».

 «Δεν είναι για τα σίδερα επειδή ρώτησε για το σπουργίτι.  Αγαπάει το παιδί και είναι η συντροφιά του. Το ψωμί σου τρωει αχάριστη; Δεν έχεις ψυχή μέσα σου;»
Έτσι είπε παππού ο μπαμπάς και σηκώθηκε και πήγε στο άλλο δωμάτιο και μετά πήγε να καπνίσει.
Και μετά δεν είπανε τίποτε άλλο, για πολλές ώρες. Βγήκε μετά η μαμά και είπε:
«Θα βάλω του παιδιού και του πατέρα να φάνε. Να σου βάλω και σένα; Εγώ θα πεταχτώ να δω την Κούλα γιατί ήταν αδιάθετη».
Ο μπαμπάς είπε μόνο «Βάλε μου».

Την άλλη φορά η μαμά έλεγε στην θεία την Κούλα:
«Όλη την ημέρα πέρα δώθε μέσα στα πόδια μου, ο μουρλόγερος. Δεν τον θέλω. Να τον πάει όπου θέλει και να πηγαίνει, όποτε θέλει, να τον βλέπει. Ή θα διαβάζει ή θα πηγαίνει στην τουαλέτα ή θα παλεύει με τις ντομάτες. Δεν τον θέλω. Εκείνος στο γηροκομείο να ρωτάει όποιον θέλει για τα σπουργίτια και εγώ την ησυχία μου, στο σπίτι μου».

Η θεία Κούλα κάτι της είπες σιγανά της μαμάς και η μαμά νευρίασε και φώναζε:
 «Τι λες μωρή τρελοθεούσα. Προ ημερών τον ρώτησε εννιά φορές τι πουλί είναι αυτό Βασίλη μου και ο δικός μου, ο μουράχαυλος, έξαλλος, του απάντησε μερικές και μετά τον άκουσα να ωρύεται: Σπουργίτι πατέρα, σπουργίτι, στο είπα. Πάψε να με ζαλίζεις».
Εγώ παππού, όπου και να πας, θα έρχομαι να σε βλέπω.

Θέλεις να έλθω στο δωμάτιο σου να μου δείξεις κάτι; Έρχομαι.  

 
Τι είναι αυτό που έβγαλες από το συρτάρι σου παππού;
Ένα παλιό βιβλιαράκι. Δικό σου είναι; Γράφει στο πρώτο φύλλο: «Οι Ωραιότερες στιγμές της ζωής μου».
Διάβασέ μου Παππούλη τις ωραιότερες στιγμές της ζωής σου.  

 
«Σήμερα το αγαπημένο μου, το γλυκό μου αγόρι, ο Βασίλης μου, με ρώτησε 21 φορές, πως λένε αυτό το άσπρο πουλί, το περιστέρι.
Του απάντησε ώς το λένε περιστέρι. Πάνω από 20 φορές με ρώτησε γιατί τα βάπτισε έτσι ο Θεούλης.
Του απαντούσα κάθε φορά πως τα βάπτισε έτσι θεούλης για να μας θυμίζει την Ελευθερία και την Ειρήνη. Ήλθε με αγκάλιασε και με φίλησε γελώντας και με ρώτησε: Τι είναι Ειρήνη μπαμπά; Θα σου πω άλλη φορά, του είπα. Δεν ήξερα τι να του απαντήσω».