Από την Κυριακή βρίσκεται στην Αυστραλία για συναυλίες ο κορυφαίος Έλληνας τραγουδιστής Γιώργος Νταλάρας. Η πρώτη του εμφάνιση έγινε στο Σίδνεϊ την Τρίτη, 26 Οκτωβρίου με μεγάλη επιτυχία, η δεύτερη στην Αδελαΐδα την Πέμπτη, 28 Οκτωβρίου και η τρίτη στην Μελβούρνη το Σάββατο, 30 Οκτωβρίου.
 Ο δημοφιλής καλλιτέχνης παραχώρησε συνέντευξη στο Θέμη Καλλό, από τη Ραδιοφωνία SBS, όπου μίλησε για τις εδώ εμφανίσεις του και κατέθεσε τις απόψεις του για το ελληνικό τραγούδι.

 Μιλώντας για την περιοδεία του στην Αυστραλία, ο Γιώργος Νταλάρας είπε, μεταξύ άλλων:
«Όπως θα θυμόσαστε και από τις άλλες φορές από τα ταξίδια, πάντα έχουμε μία μεγάλη ορχήστρα – αυτή τη φορά είναι μεγαλύτερη από τις άλλες φορές – είναι 12-13 άτομα περίπου και θα είναι μαζί μας δύο εκπρόσωποι αυτού του νέου χώρου του τραγουδιού. Ο ένας είναι ένας τραγουδοποιός από την Κρήτη, λέγεται Μιχάλης Τζουγανάκης – θα τον ξέρετε ήδη, και η κοπέλα που είναι μαζί μας, η τραγουδίστρια, λέγεται Μελίνα Ασλανίδου.
Η περιοδεία αυτή που ολοκληρώνει τον κύκλο της, κλείνει ένα χρόνο περίπου. Παίξαμε σε όλη την Ευρώπη, παίξαμε στην Ελλάδα, στην Κύπρο, θα παίξουμε και στην Αμερική και έτσι κλείνει ένας μεγάλος κύκλος».

Μιλώντας για το ρεπερτόριο των συναυλιών του στην Αυστραλία ο Γιώργος Νταλάρας είπε:
«Κάνω διαρκώς κάποιους δίσκους και συνεργάζομαι με νέα πρόσωπα. Θα έχουμε, λοιπόν, πολλά αρκετά νέα τραγούδια, αλλά βέβαια και τα τραγούδια που ο κόσμος έχει συνηθίσει και έχει αγαπήσει.

Ο Μιχάλης Τζουγανάκης, όπως ξέρετε, είναι ένας εκπληκτικός μουσικός, που παίζει όχι μόνο δικά του τραγούδια, παραδοσιακά της Κρήτης, αλλά είναι και ένα παιδί που εντυπωσιάζει με τον τρόπο που αντιμετωπίζει την παραδοσιακή κρητική μουσική.
Η Μελίνα, επίσης, είναι από τον Πόντο, και όπως ξέρετε, έχει τα δικά της, αξιόλογα τραγούδια. Νομίζω ότι αυτό το πρόγραμμα έχει μια ποικιλία, έτσι και μια ευχάριστη ατμόσφαιρα που, σίγουρα, θα χαροποιήσει τους φίλους μας».

Μιλώντας για την πορεία του ως συνθέτη, ο δημοφιλής καλλιτέχνης λέει:
«Πιστεύω ότι όλοι οι μουσικοί και θα το ξέρετε αυτό, κάποτε γράφουν δικά τους πράγματα, άλλοι έχουν μεγάλη ζέση να τα παρουσιάσουν στον κόσμο και άλλοι ίσως λιγότερο. Εγώ επειδή είμαι γνωστός ως τραγουδιστής όλα αυτά τα χρόνια, δεν έδωσα πολύ μεγάλη σημασία στο συνθετικό μέρος, γιατί πιστεύω ότι αν κάτι αξίζει από αυτά, κάποια στιγμή θα φανεί. Έχω γράψει αρκετά πράγματα, κυρίως, γράφω ορχηστρική μουσική, αλλά μερικές φορές γράφω και τραγούδια. Τώρα που περνάει ο καιρός και μέσα σ’ αυτήν την ωριμότητα πριν κλείσει ο κύκλος, θα κάνω μια-δυο δουλειές δισκογραφικές με τα δικά μου τραγούδια. Δεν είχα πολύ αγωνία, αν θέλετε, μέχρι τώρα για να προβάλω και αυτήν την πτυχή της ζωής μου».

 Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ

Μιλώντας για την πολύχρονη σχέση του με τον Ελληνισμό της διασποράς, ο Γιώργος Νταλάρας υπογράμμισε:
«Ο κάθε άνθρωπος όταν συνειδητοποιεί την παρουσία του μέσα στον χώρο, αρχίζει και κάνει κάποιες επιλογές. Ξεκίνησα να παίζω μουσική, γιατί, όπως ίσως θα ξέρετε, προέρχομαι από μια μουσική οικογένεια και δεν θα μπορούσα να ξεφύγω απ’ αυτό. Όταν, λοιπόν, άρχισα να κάνω δίσκους, δεν είχα συνειδητοποιήσει το μέγεθος της σχέσης που έχει ο Έλληνας με την μουσική του. Σιγά-σιγά, λοιπόν, ωρίμαζα και εγώ μαζί με τους συνθέτες, τους στιχουργούς, κυρίως όμως μαζί με το κοινό.

Όταν πήγα φαντάρος και απολύθηκα και άρχισα πια να αισθάνομαι ότι μπορώ τώρα να φύγω από τα σύνορα της χώρας μας, ήρθα σε επαφή με ανθρώπους στο εξωτερικό, στην αρχή πήγα στην Αμερική, όπου βεβαίως ήταν πολύς ο ελληνισμός, στη Γερμανία, στη Σουηδία, το Βέλγιο, όπου υπήρχαν Έλληνες και εκεί ένιωσα ότι υπάρχει μία ακόμη χώρα, μία ακόμη Ελλάδα εκτός των συνόρων. Και πρέπει να σας πω ότι εντυπωσιάστηκα από το συναίσθημα που οι άνθρωποι που ζουν εκτός των Ελληνικών σήμερα συνόρων. Το συναίσθημά τους ήταν τέτοιο που με υποχρέωσε να νιώθω ότι κάθε φορά που πάω και τους συναντώ, όπου και να είναι αυτοί, είτε στον Καναδά, είτε στην Αυστραλία, είτε στην Αμερική όπου και αν είναι, ακόμα και στην Ν. Αμερική και στην Ν. Αφρική, αυτοί οι άνθρωποι με έβαζαν σε μια διαδικασία γνώσης, μάθησης αλλά και μία οπτική για να βλέπω την χώρα μου με άλλο τρόπο.

Έτσι, λοιπόν, να σας θυμίσω ότι οι περισσότερες συναυλίες που έχω κάνει, παρ’ ότι ζω όλα αυτά τα χρόνια – γεννήθηκα στον Πειραιά, μεγάλωσα στην Αθήνα – ζω στην Ελλάδα όλη μου τη ζωή, οι περισσότερες συναυλίες που έχω κάνει, είναι στο εξωτερικό.

 Δεν θα σταματήσω ποτέ – μόνο όταν θα έρθει η ώρα και αποσυρθώ – να ταξιδεύω στο εξωτερικό γιατί είναι ένα κομμάτι της δουλειάς μου, ίσως το πιο ενδιαφέρον και το πιο σημαντικό».

Σε παρατήρηση αν η κορυφή κρύβει και μοναξιά ο Νταλάρας λέει:
«Εγώ ποτέ δεν αισθάνθηκα άνθρωπος της κορυφής. Πρέπει να σας πω ότι είμαι ένας άνθρωπος καθημερινός, όπως εσείς και εγώ, όπως ο αναγνώστης σας και θα σχολάσει από την δουλειά του σε λίγο, όπως ο άνθρωπος που οδηγεί το φορτηγό του, όπως ο άνθρωπος που καλλιεργεί τη γη. Απλώς εγώ είχα την τύχη να κάνω μια δουλειά που την διάλεξα, που με ανέχεται και με θέλει σε αυτή τη δουλειά και αυτό που είχα κυρίαρχο στοιχείο στη ζωή μου είναι να μην επηρεάζομαι από τις περιστασιακές καταστάσεις της καθημερινότητας και να μπορώ να ζω μετρημένα πατώντας συνέχεια στα πόδια μου. Ξέρετε αυτή η ιστορία με την φήμη και κυρίως με την απληστία που πιάνει τους ανθρώπους να αισθάνονται ότι είναι οι πρώτοι και οι καλύτεροι, αυτός ο απίστευτος ανθρώπινος εγωισμός ο οποίος καταστρέφει πολλές φορές τα πάντα, ευτυχώς δεν ήταν σύμμαχός μου, ευτυχώς δεν ήταν φίλος μου δεν ήταν καν γνωστός μου. Έτσι, λοιπόν, είμαι από τους τυχερούς που έδιωξα μακριά αυτού του είδους την απληστία και ζω και χαίρουμε με τους φίλους μου και εδώ που ζω και στο νησί το καλοκαίρι που πάω, αλλά και στις διάφορες χώρες που ταξιδεύω. Όπως ξέρετε, στην Αυστραλία δεν έρχομαι μόνο γιατί έγινε η πρόταση – βεβαίως χρειάζεται μια πρόταση γιατί δεν μπορείς να ξεκινάς με 15-20 ανθρώπους και να κάνεις μόνος σου, χωρίς να σε έχουν προσκαλέσουν συναυλίες – αλλά πρέπει να σας πω ότι λατρεύω την Αυστραλία γιατί την θεωρώ ίσως την ομορφότερη ήπειρο της γης και βεβαίως έχει ορισμένα σημεία τα οποία είναι αναντικατάστατα. Κάθε φορά που έρχομαι βρίσκω λίγο χρόνο και ταξιδεύω, πάω δυο-τρεις μέρες εδώ, δυο-τρεις μέρες εκεί και κάθομαι, μου αρέσει όπως ξέρεται πολύ η θάλασσα και η εξοχή και θεωρώ ότι η Αυστραλία είναι από τους ωραιότερους τόπους της γης».

 ΚΑΤΕΡΡΕΥΣΕ Η ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ

Σε ερώτηση γιατί κατέρρευσε η δισκογραφία ο Γιώργος Νταλάρας σημείωσε:
«Γιατί πρόλαβε το διαδίκτυο, ο κόσμος δηλαδή που μετακινεί ιδέες και μουσική, συγγράμματα, φωτογραφίες, ταινίες, όλα αυτά που μπορεί κανείς να έχει σαν παροχές από το διαδίκτυο. Δεν μπόρεσαν να φτιάξουν ένα νομικό καθεστώς τέτοιο ώστε να μπορούν να αποδίδονται τα ποσοστά των ανθρώπων, των δημιουργών στους δημιουργούς, και έτσι αυτή τη στιγμή είμαστε σε μια στάσιμη κατάσταση. Φαντάζομαι χρειάζονται ακόμη τρία ίσως και περισσότερα χρόνια για να βρεθεί ένα νομικό πλαίσιο ώστε ο κάθε ιδιώτης ο οποίος κατεβάζει από το ίντερνετ μουσική, να μπορεί να πληρώνει με σωστό τρόπο και να πηγαίνουν τα χρήματα στους καλλιτέχνες. Αν δεν ισχύσει αυτό, να ξέρετε σε λίγο καιρό και η τέχνη θα βουλιάξει και οι άνθρωποι πια δεν θα έχουν ως επάγγελμα το να γράφουν τραγούδια ή να τραγουδούν. Θα τραγουδούν μόνο αυτοί που θέλουν να τραγουδούν στα νυχτερινά μαγαζιά ή στις συναυλίες και σιγά-σιγά θα καταρρεύσει και αυτό το σημαντικό στοιχείο πολιτισμού που είχαμε.

Όλα έχουν αλλάξει και δεν ξέρω αν έχετε παρατηρήσει ότι δίσκους πια στην Ελλάδα δεν βγάζουν οι εταιρίες δίσκων, βγάζουν οι εφημερίδες και τα περιοδικά».
Μιλώντας για τη δική του γενιά των τραγουδιστών σε σχέση με το σήμερα είχε να παρατηρήσει:
«Κοιτάξτε, η δική μας η γενιά, θα σας μιλήσω έτσι για ορισμένους ανθρώπους, δηλαδή θα σας αναφέρω, κατ’ αρχήν, τον Γιάννη τον Πάριο, τη Χαρούλα την Αλεξίου, την Δήμητρα Γαλάνη, τον Μανώλη τον Μητσιά και τον Μητροπάνο, είμαστε μια γενιά ανθρώπων, περίπου της ίδια ηλικίας, άλλος πιο μεγάλος άλλος πιο μικρός, πορευτήκαμε – το μυστικό μας αν μπορώ να το πω έτσι – πορευτήκαμε μέσα σε μία οικογένεια η οποία μεγάλωνε και διατηρούσε τις σχέσεις με αγάπη και θα έλεγα και με στοργή για το ελληνικό τραγούδι. Κανείς από εμάς δεν στράφηκε ποτέ στους παλαιότερους επιθετικά ή ανταγωνιστικά. Είμαστε όλοι με ευθύνη και συνέπεια, αλλά και μεγάλο θαυμασμό για τους δασκάλους μας. Όπως ξέρετε, όμως, τα χρόνια πέρασαν, το τραγούδι άλλαξε, το μπουζούκι πια έπαψε να είναι εκείνο που είναι, το ζεϊμπέκικο έπαψε να είναι αυτό που εμείς νομίζαμε. Το τσιφτετέλι άρχισε να αντιμετωπίζεται διαφορετικά. Έγιναν ολόκληρα μαγαζιά για να φωνάζουν μέσα τα παιδιά τα Σαββατοκύριακα. Αυτά που ξέρατε ως χώρους θεάματος, είτε ήταν η Πλάκα με τις μπουάτ, είτε ήταν οι συναυλίες, τα θέατρα κ.λπ., όλα αυτά άλλαξαν πια. Ήρθε και η τηλεόραση, η οποία ήταν το καινούργιο παιχνίδι των Ελλήνων, δημιούργησε μια νέα γενιά ανθρώπων, παραγωγών, μεσαζόντων, δημοσιογράφων, ανθρώπων που ασχολούνται περιστασιακά με τη μουσική και έτσι το πράγμα μπερδεύτηκε πάρα πολύ. Δεν έχει καμία σχέση το τραγούδι της γενιάς της δικής μας με αυτά που ακούμε σήμερα. Βλέπετε, πολλές φορές πολλές τηλεοπτικές εκπομπές χρησιμοποιούν και εκμεταλλεύονται πάρα πολλά παιδιά που έχουν ένα όραμα και θέλουν κάτι να κάνουν, τους παίρνουν, τους κλείνουν μέσα σε σπίτια, τους βάζουν να τσακώνονται μεταξύ τους, να τραγουδάνε κιόλας, να ανταγωνίζονται, πολλές φορές όχι με καλά μέσα, για να υπάρχουν ακροαματικότητες. Δεν νομίζω ότι το τραγούδι και, κυρίως, το ελληνικό τραγούδι με έναν λαό από πίσω του έτσι όπως το περιγράψαμε λίγο πριν, έχει ανάγκη από τέτοια τερτίπια.

Το ελληνικό τραγούδι ήταν ένα τραγούδι που γεννιόταν μέσα από λαϊκούς ανθρώπους και σπουδαίους συνθέτες. Μην ξεχνάτε ότι αυτός ο τόπος μαζί με τον Θεοδωράκη, τον Χατζηδάκη, τον Ξαρχάκο, τον Μαρκόπουλο, τον Άκη Πάνου, τον Νικολόπουλο, τον Σπανό, τον Κουγιουμτζή, τον Μούτση, έφτιαξε μια ιστορία τραγουδιού η οποία είναι ανεκτίμητη. Όπου και να πάτε σήμερα, δεν έχει σημασία εάν είναι στην Αθήνα, τη Μελβούρνη ή το Σικάγο και μπείτε σε ένα μαγαζί ελληνικό, θα ακούσετε κάποια πράγματα ενδεχομένως της σειράς και σιγά-σιγά περνώντας η ώρα όλοι θα παίζουν τα παλαιά τραγούδια εκείνης της εποχής.

Βλέπετε ότι οι συνειδητοποιημένοι σκεπτόμενοι άνθρωποι που ασχολούνται σήμερα με τη σύνθεση και το τραγούδι γράφουν τραγούδια με αυτήν την λογική και όχι τα τραγούδια του σημερινού, τα τραγούδια αυτά που προσπαθεί η τηλεόραση μέσω των εκπομπών αυτών να περάσει. Δηλαδή, τα καλά τραγούδια τα γράφει ο Μάλαμας, τα γράφει ο Περίδης, τα γράφουν ακόμα οι αδελφοί Κατσιμίχα, τα γράφει ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας. Επειδή δεν έχουμε πια τον Καλδάρα, δεν έχουμε τον Τσιτσάνη, δεν έχουμε τους παλαιούς, οι νέοι παίρνουν ό,τι καλύτερο έχει μείνει από αυτούς και αυτοί είναι που γράφουν ακόμη ελληνική μουσική.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον, γιατί το τραγούδι δεν ανήκει μόνο στην γενιά την δική μας αλλά προφανώς ανήκει και στους νέους. Τα τραγούδια που, ενδεχομένως, εμάς δεν μας αρέσουν σήμερα, μπορεί να αρέσουν στους νέους και αυτά τα τραγούδια μετά από 20 χρόνια να είναι τα τραγούδια που θα θυμούνται όπως εμείς θυμόμαστε τα δικά μας. Αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι και έτσι να το πάρουμε, πρακτικά όπως σας το έθεσα, βάζοντας ένα τραγούδι του Ξαρχάκου ή του Μούτση της δεκαετίας του ’70 για παράδειγμα και βάζοντας το χειρότερο τραγούδι της δεκαετίας του ’70, συγκρίνοντας το με το καλύτερο τραγούδι της σημερινής εποχής θα δείτε ότι υστερεί πάρα πολύ».

Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ, Ο ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ ΚΑΙ Ο ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ

Εξάλλου, μιλώντας για την καταγωγή του, λέει:
«Η μητέρα μου βεβαίως είναι από την Σμύρνη. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Καισαριανή εδώ στην Αθήνα ο οποίος τραγουδούσε και έπαιζε δημοτικά τραγούδια και, όπως γνωρίζετε, ο πατέρας μου έχει υπάρξει και έχει μείνει αρκετό καιρό στο Σίδνεϊ και στη Μελβούρνη. Οι ρίζες του ήταν από την Θεσσαλία. Ο πατέρας του Λουκά, ο παππούς μου δηλαδή, ο Χρήστος έπαιζε καταπληκτικό βιολί».

Ο Γιώργος Νταλάρας δεν κρύβει τον θαυμασμό του για τον Μπιθικώτση και τον Καζαντζίδη:
«Τον Καζαντζίδη τον γνώρισα με δική μου αν θέλετε επιθυμία. Τον Μπιθικώτση όμως, με γνώριζε από πολύ μωρό παιδί, σχεδόν 2 χρονών μωρό. Ο Γρηγόρης ήταν φίλος του πατέρα μου Λουκά, κολλητοί φίλοι και αργότερα όταν ο πατέρας μου άρχισε να δουλεύει και να διακρίνεται, δούλεψε και με τον Καζαντζίδη.
Αυτοί οι δύο άνθρωποι για μένα υπήρξαν το σχολείο μου. Με τον Μπιθικώτση πιο κοντά βεβαίως γιατί το κλίμα, το είδος της φωνής ταίριαζε λίγο πιο πολύ και έτσι ήμουν λίγο πιο κοντά στο δικό του ύφος, μου άρεσαν και πάρα πολύ οι πειραματισμοί του, τα τραγούδια που έκανε, ενώ μπορούσε και τραγουδούσε καταπληκτικά ρεμπέτικα τραγούδια, πράγμα που δεν το έκανε ο Καζαντζίδης, άφησε τα ρεμπέτικα τραγούδια κάποια στιγμή και τόλμησε να τραγουδήσει αυτό το σπουδαίο ελληνικό σύγχρονο τραγούδι, μιλάμε για την εποχή του Χατζηδάκη, Θεοδωράκη και Ξαρχάκου και αναμόρφωσε την ελληνική μουσική.

Το έκανε και ο Καζαντζίδης αυτό με λιγότερο τρόπο, και εκείνος τραγούδησε και Θεοδωράκη και Χατζηδάκη. Σκεφτείτε το δυνατή εποχή ήταν αυτή. Ο Καζαντζίδης ήταν ένας τελείως διαφορετικός τραγουδιστής από τον Μπιθικώτση. Και οι δύο όμως ήταν πραγματικά μεγάλοι. Είναι οι δύο κολώνες που έχουμε για αυτό το οικοδόμημα του σύγχρονου ελληνικού τραγουδιού. Δεν θα ήταν το ελληνικό τραγούδι τίποτα αν δεν υπήρχε ο Καζαντζίδης και ο Μπιθικώτσης.

Εγώ μελέτησα πάρα πολύ τον Μπιθικώτση αλλά αγάπησα πάρα πολύ και τον Καζαντζίδη. Δεν τους ξεχωρίζω. Εγώ είμαι μια γενιά αργότερα από τους δύο αυτούς μεγάλους. Αυτό που έκανα πάντα είναι να προσέχω ποιοί άνθρωποι έκαναν αυτό που αγαπάω και αυτό που θέλω εγώ και για να μπω στη διαδικασία του τραγουδιστή. Κατάλαβα πως τραγουδιστής και τραγουδιστής δεν είναι απλά μια υπόθεση νύχτας που πας κάπου και τραγουδάς για να γνωρίσεις κόσμο και να πάρεις ένα μεγάλο μεροκάματο. Είναι μια στάση ζωής. Μελέτησα λοιπόν και τη ζωή και το έργο του Καζαντζίδη και του Μπιθικώτση. Προσπάθησα να κάνω τα πράγματα καλά, αυτά που έκαναν καλά, και όταν νόμιζα ότι κάτι δεν ταίριαζε, κάποιες συνεργασίες αποφάσιζα να μην τα κάνω. Και έτσι πορεύτηκα. Έχουν αλλάξει οι εποχής, κανένας άνθρωπος δεν θα σταθεί στο πόδι του Μπιθικώτση, κανένας άνθρωπος ποτέ δεν θα σταθεί στο πόδι του Καζαντζίδη. Είναι άνθρωποι αυτοί ανεπανάληπτοι και ο κάθε ένας από τους μεγάλους που έχουν γράψει ιστορία βρίσκει την στιγμή και το σημείο αναφοράς στο μέλλον».


* Αποσπάσματα από συνέντευξη του Γιώργου Νταλάρα στο Θέμη Καλλό της Ραδιοφωνίας SBS