Το θέατρο το οποίο γνωρίζουμε μέχρι σήμερα ως την τέχνη της παράστασης πάνω σε μία σκηνή με υπόθεση δραματοποιημένη, είναι μία άκρως ελληνική έμπνευση και εφεύρεση. Το δράμα ξεκίνησε ως λαϊκή παράσταση και είχε τις ρίζες του στις διάφορες τελετές και τα πανηγύρια για το θεό Διόνυσο. Στην πορεία της τελειοποίησής του ενσωμάτωσε διάφορες τελετουργίες όπως τις τελετές για τους νεκρούς, τα διάφορα αγροτικά έθιμα, τελετές από τα Ελευσίνα Μυστήρια, αναμνήσεις από ξεχασμένες γιορτές όπως της ενηλικίωσης, τη μύηση των μάγων, των ιερέων και των μάντεων. Όλα αυτά συγχωνεύτηκαν, επεξεργάστηκαν και κατέληξαν στα θεατρικά είδη που γνωρίζουμε από τον 5ο Χρυσό αιώνα, την Τραγωδία, το Σατυρικό Δράμα και την Κωμωδία.

Όλα ξεκίνησαν από τα μέσα του 6ου αιώνα ως ένα ποιητικό είδος το οποίο ονομάστηκε Δράμα και κινήθηκε μέσα στη νομοθεσία του Σόλωνα, την τυραννία του Πεισίστρατου και τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη. Είναι η εποχή που γεννήθηκε η Αθηναϊκή Δημοκρατία και οι Αθηναίοι προσπαθούν να καθορίσουν τα πλαίσια μέσα στα οποία θα λειτουργήσουν οι νέοι θεσμοί. Το Δράμα που χρειάστηκε πενήντα χρόνια για να εξελιχτεί, εισέβαλε θριαμβευτικά στην Αθήνα και θεσμοθετήθηκε ως εκδήλωση της δημοκρατίας της και έτσι θεμελιώνεται η νέα Αθηναϊκή Πολιτεία. Φαίνεται καθαρά ότι το δράμα είναι παιδί της δημοκρατίας, είναι γέννημα του διαλόγου και δημιουργία της ελευθερίας των ιδεών.

Το θέατρο έπαιξε καταλυτικό ρόλο στον αρχαίο μας πολιτισμό. Τον σμίλεψε και τον ανέβασε ποιοτικά σε πνευματικά στάδια τελειοποίησης. Η επιρροή αυτή πέρασε από κάθε γόνιμη περίοδο πολιτισμού και έφτασε στη σημερινή καλώς εννοούμενη έβδομη τέχνη, τον κινηματογράφο. Οι αρχαίες δραματικές παραστάσεις δίνονταν στην ύπαιθρο, στις ελληνικές πλατείες, στα πατητήρια του τρύγου και αργότερα στους πρόποδες μικρών λόφων και το κοινό για να έχει θέα, να βλέπει, έπιανε τις πλαγιές. Έτσι έγινε το πρώτο θέατρο. Οι πλαγιές σκάφτηκαν, έγιναν τα σκαλοπάτια, στήθηκαν τα ξύλινα πατάρια και εκεί παίχτηκαν τα μεγάλα θεατρικά έργα των τραγικών μας ποιητών Αισχύλου, Σοφοκλή, Ευριπίδη, Αριστοφάνη και άλλων. Όλοι αυτοί δυστυχώς δεν είδαν τα έργα τους να παίζονται στα μαρμάρινα ή πέτρινα θέατρα τα οποία έγιναν το σύμβολο του πολιτισμού κάθε προηγμένης πολιτισμικά Πολιτείας. Έτσι το θέατρο έγινε το μεγάλο σχολείο.

Όταν το αρχαίο αυτό θέατρο είχε παρακμάσει, ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) μελέτησε τη δραματική ποίηση και στην Ποιητική του περιέγραψε την τοπική διάρθρωση μιας τραγωδίας (=ωδή του τράγου από την αμφίεση των ηθοποιών). Διέκρινε τα παρακάτω μέρη στο Δράμα: Πρόλογος, Πάροδος του χορού, Α’ Επεισόδιο, Α’ Στάσιμο του χορού, Β’ Επεισόδιο, Β’ Στάσιμο, Γ’ Επεισόδιο, Γ’ Στάσιμο και τέλος την Έξοδο. Ανάμεσα σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν οι κομμοί, οι μονωδίες, οι διωδίες, ο μονόλογος, ο διάλογος και άλλα. Στη σύνθεση του δράματος σημαντικό ρόλο έπαιζε η πλοκή, η θέση και η λύση. Ο μύθος ήταν το πρωταρχικό στοιχείο και ο ποιητής δραματοποιούσε την υπόθεση.

Επίσης πρωταρχικό στοιχείο σε όλα αυτά ήταν η γλώσσα η οποία ανέδειξε το θέατρο, αλλά και αυτό ως όργανο την ανέβασε σε ύψη τελειότητας γιατί οι ποιητές των χρησιμοποίησαν με πνευματική μαστοριά για να εκθέσουν τις ιδέες τους οι οποίες ανέβασαν το θέατρο σε έργο τέχνης. Εκτός από τα εξωτερικά στοιχεία της μορφής υπάρχουν στο δράμα τα εσωτερικά και πολύ ουσιαστικά άλλα τυπικά στοιχεία. Ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει έξι: το μύθο, τη λέξη, το μέλος, την όψη, το ήθος και τη διάνοια. Τα θέματα οι ποιητές τα αντλούν από την πλούσια ελληνική μυθολογία. Η λέξη είναι το λεκτικό, το γραμμένο κείμενο, η στιχουργία. Το μέλος είναι οι μελωδίες, τα μουσικά στοιχεία. Η όψη ήταν τα οπτικά στοιχεία της αναπαράστασης. Το ήθος ήταν ο χαρακτήρας του δραματικού ήρωα. Και τέλος η διάνοια ήταν ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονταν οι σκέψεις και το περιεχόμενο των σκέψεων, οι ιδέες και οι απόψεις για τον κόσμο, τη ζωή και τα επιχειρήματα να στηριχτούν αυτές οι απόψεις.

Οι παραστάσεις δίνονταν και τα δράματα διδάσκονταν τις μέρες που γιορταζόταν ο Διόνυσος. Τρεις ήταν οι γιορτές του Διονύσου και όλες συνδέονταν με τις διδασκαλίες των Δραμάτων: Τα εν άστει Διονύσια, τα Λήναια και τα μικρά ή κατ’ αγρούς Διονύσια. Τότε γίνονταν και οι δραματικοί αγώνες και οι ποιητές συναγωνίζονταν με διάφορα έργα τους. Το θέατρο και το ελληνικό πνεύμα θριάμβευσε κατά την περίοδο τούτη. Από τα σχετικώς λίγα θεατρικά έργα που μάς έμειναν μέχρι σήμερα, βλέπουμε καθαρά το σπινθηροβόλο ελληνικό πνεύμα να θριαμβεύει μέσα στην ελευθερία του λόγου και η ελληνική σκέψη να αναδίδει ανωτερότητα που δεν έχει ξεπεραστεί μέχρι σήμερα. Η Πολιτεία αναλάμβανε τα έξοδα των παραστάσεων και οι πλούσιοι Αθηναίοι γίνονταν χορηγοί προς όφελος του λαού. Το βραβείο των δραματουργών ποιητών ήταν ένα στεφάνι από κισσό, το ιερό φυτό του Διονύσου. Τα ονόματα των νικητών ποιητών, των ηθοποιών και των χορηγών χαράζονταν σε πλάκες στους δημόσιους χώρους και οι γραπτές αυτές μαρτυρίες ονομάζονταν Διδασκαλίες και αυτές βρίσκουμε σήμερα στις ανασκαφές και είναι οι πολύτιμες μαρτυρίες ενός ανεπανάληπτου πολιτισμού. Πάνω σε αυτό τον πολιτισμό στηρίχτηκε ό,τι πνευματικό προϊόν έχουμε σήμερα και αυτός ο ελληνισμός είναι σήμερα ορατός παντού.

Στην αρχή του 20ου αιώνα έχουμε μία Αναγέννηση του αρχαίου Ελληνικού Θεάτρου και παρουσιάζονται στη σκηνή έργα των μεγάλων μας τραγικών ποιητών μεταπλασμένους στη σημερινή μας γλώσσα. Έτσι ξαναπαίζονται η Άλκηστη του Ευριπίδη, η Ορέστεια του Αισχύλου και η Αντιγόνη του Σοφοκλή. Ακολουθούν η Εκάβη, ο «Προμηθέας Δεσμώτης, οι Ικέτιδες, η Ηλέκτρα, η Ιφιγένεια η εν Ταύροις και πολλά άλλα. Σε πολλά αρχαία θέατρά μας κάθε καλοκαίρι διάφοροι ελληνικοί αλλά και ξένοι θίασοι ανεβάζουν τραγωδίες και κωμωδίες τις οποίες παρακολουθούν όχι μόνο Έλληνες αλλά και ξένοι που πηγαίνουν στην Ελλάδα για να τις δουν και να αναβαπτιστούν στο «Αρχαίο Πνεύμα Αθάνατο».

ΚΑΙ ΣΤΗ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ

Στις δεκαετίες της ελληνικής ακμής στη Μελβούρνη – ‘70 και ‘80 – παρουσιάστηκαν στην πόλη μας αρκετά αρχαία κλασικά θεατρικά έργα από ντόπιους θιάσους και από αυτούς που μάς έστελνε η Ελλάδα τότε. Και το νεότερο θέατρο αντιπροσωπεύτηκε επάξια από τους δικούς μας θιάσους πολύ αισθητά.

Επίσης, στα ελληνικά σχολεία την ίδια εποχή έχουμε άνθηση διδασκαλίας με κλασικά έργα όπως Αντιγόνη, Ιφιγένεια, Προμηθέας Δεσμώτης και διδάχτηκαν Ελληνικά στην Έκτη Γυμνασίου του τότε HSC. Ήταν η εποχή που είχαμε 1250 Έλληνες μαθητές και τα ελληνικά ήταν η πρώτη ξένη γλώσσα στη Βικτώρια. Στα αγγλόφωνα σχολεία της Πολιτείας μας αυτά όλα διδάσκονται μέχρι σήμερα. Δυστυχώς σήμερα με συμβούλους Ελληνικής Εκπαίδευσης, με δεκάδες αποσπασμένους καθηγητές και ελληνικά προγράμματα, το Ελληνικό θέατρο χάθηκε. Ως πρώτη γενεά Ελλήνων στην Αυστραλία είδαμε την ακμή και σήμερα δυστυχώς βιώνουμε την παρακμή, «βγαλμένη – ω συμφορά – απ’ τον ελληνισμό»!