Όταν άρχισε η Επανάσταση του 1821 ήταν προφανές πως η επιτυχής έκβασή της θα κρινόταν από δύο παράγοντες: τον στρατιωτικό και τον διπλωματικό.
Η Φιλική Εταιρεία είχε μεριμνήσει για τον στρατιωτικό παράγοντα, με τη μύηση σημαντικών προσωπικοτήτων της εποχής εκείνης και την αξιοποίηση των σωμάτων Κλεφτών που δρούσαν σε διάφορες περιοχές.

Ο διπλωματικός παράγοντας ήταν εξίσου σημαντικός με τον στρατιωτικό, δεδομένου ότι ο αγώνας εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν άνισος, γι’ αυτό το αγωνιζόμενο έθνος θα χρειαζόταν τη συμπαράσταση της χριστιανικής Ευρώπης.

Ο διπλωματικός παράγοντας ήταν σημαντικός και για έναν άλλο λόγο. Όπως ανέφερα την περασμένη εβδομάδα, στην Ευρώπη την εποχή εκείνη είχε καθιερωθεί η «αρχή της νομιμότητας» με πρωτοβουλία της Ιερής Συμμαχίας, η οποία απαρτιζόταν από τα απολυταρχικά καθεστώτα.

Σύμφωνα με την αρχή εκείνη, κάθε φιλελεύθερο κίνημα που απειλούσε την καθεστηκυία τάξη ήταν καταδικαστέο, και δεν έπρεπε να ευδοκιμήσει. Ο Μέττερνιχ, Καγκελάριος της Αυστρίας, και ηγέτης της Ιερής Συμμαχίας, είχε διατυπώσει ως ακολούθως την πολιτική του φιλοσοφία: «Μόνον οι μονάρχες έχουν δικαίωμα να καθορίζουν τις τύχες των λαών, οι ηγεμόνες ευθύνονται για τις πράξεις τους μόνο απέναντι στο Θεό».

Στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης δεν υπήρχε συγκεκριμένο σώμα, με κύρος και διασυνδέσεις στην Ευρώπη, για να προβεί σε διπλωματικές ενέργειες με στόχο να αποδείξει στις ευρωπαϊκές δυνάμεις πως η Ελληνική Επανάσταση δεν ήταν ένα φιλελεύθερο κίνημα, αλλά απελευθερωτικός αγώνας.
Δυστυχώς όμως για την Επανάσταση, την ίδια περίοδο στην Ιταλία και στην Ισπανία είχαν ξεσπάσει εξεγέρσεις κατά των Ευρωπαίων δεσποτών, δημιουργώντας ένα γενικό εχθρικό κλίμα για κάθε κίνημα.

Εν όψει αυτών των εξελίξεων οι ηγεμόνες της Ευρώπης αποφάσισαν να συνέλθουν σε συνέδριο για να συζητήσουν τα φλέγοντα ζητήματα που τους αφορούσαν. Μεταξύ των άλλων θεμάτων ήταν και το Ελληνικό Ζήτημα. Ως τόπος του συνεδρίου ορίστηκε η Βερόνα της Ιταλίας, και οι εργασίες άρχισαν τον Οκτώβριο του 1822.
Η Ελληνική Επαναστατική Κυβέρνηση, η οποία είχε σχηματισθεί ύστερα από τη Συνέλευση της Επιδαύρου, ειδοποιήθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, τότε Υπουργό Εξωτερικών της τσαρικής Ρωσίας, για το συνέδριο της Βερόνας.

Η Επαναστατική Κυβέρνηση έστειλε αντιπροσώπους με σχετικές εκκλήσεις προς τους Ευρωπαίους ηγεμόνες, οι οποίοι όχι μόνο δεν έγιναν δεκτοί στο Συνέδριο, αλλά ειδοποιήθηκαν να εγκαταλείψουν την Ιταλία.

Το Συνέδριο της Βερόνας τελείωσε τις εργασίες του τον Δεκέμβριο του 1822, και στη διακήρυξη των αποφάσεών του καταδίκασε την Ελληνική Επανάσταση ως ενέργεια ασύνετη και εγκληματική, που δεν διέφερε από τα ανατρεπτικά κινήματα στην Ιταλία και στην Ισπανία.

Με αυτές τις θλιβερές αποφάσεις του Συνεδρίου της Βερόνας έκλεισε ο δεύτερος χρόνος της Ελληνικής Επανάστασης στο διπλωματικό επίπεδο.

Η ΣΤΑΔΙΑΚΗ ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΩΝ

Έτσι είχαν τα πράγματα στην Ευρώπη όταν στις αρχές του 1823 η πρώτη αλλαγή έναντι της Ελληνικής Επανάστασης ξεκίνησε από την Μεγάλη Βρετανία, όταν ο φιλέλληνας George Canning αναδείχθηκε Υπουργός Εξωτερικών, μετά την αυτοκτονία του Robert Castlereagh, ο οποίος ήταν ένθερμος υποστηρικτής της Ιερής Συμμαχίας, και ως εκ τούτου κηρυγμένος εχθρός της Ελληνικής Επανάστασης.

Ο νέος Υπουργός Εξωτερικών δεν διαπνεόταν από τις συντηρητικές αρχές των Ευρωπαίων ηγεμόνων, και φαινόταν διατεθειμένος να βοηθήσει τους Έλληνες, αν μια τέτοια βοήθεια εξυπηρετούσε και τα συμφέροντα της χώρας του.

Επιπλέον, ο Canning διέβλεπε πως αργά ή γρήγορα και οι άλλοι βαλκανικοί λαοί θα ξεσηκώνονταν κατά της εξασθενημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και θα την κλόνιζαν συθέμελα. Έκρινε λοιπόν πως, για να προλάβει την επέκταση της Ρωσίας προς τη Μεσόγειο, η Βρετανία θα έπρεπε να δημιουργήσει δεσμούς με τις μελλοντικές χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου. Υπήρξε βέβαια και η αυξανόμενη πίεση του Φιλελληνισμού, ιδιαίτερα μετά τις σφαγές της Χίου τον Απρίλιο του 1822, που άρχισε να επηρεάζει την πολιτική όχι μόνο της Αγγλίας, αλλά και της ηπειρωτικής Ευρώπης.

Εκείνο όμως που είχε καθοριστικό ρόλο στην σταδιακή αλλαγή της στάσης των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης προς την Ελληνική Επανάσταση ήταν η ψυχρή εκτίμηση των μακροπρόθεσμων εθνικών συμφερόντων της κάθε χώρας.

Μετά το θάνατο του Τσάρου Αλέξανδρου τον Νοέμβριο του 1825, νέος Τσάρος ανακηρύχθηκε ο Νικόλαος, ο οποίος αμέσως έδειξε πως ήταν διατεθειμένος να λύσει τις διαφορές της Ρωσίας με την Τουρκία με τα όπλα.
Ανήσυχη η Μεγάλη Βρετανία με τις εξελίξεις αυτές, και φοβούμενη την κάθοδο της Ρωσίας στη Μεσόγειο, ήρθε σε συνεννόηση με τον νέο Τσάρο, και με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης τον Μάρτιο του 1826 συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο κρατών η κοινή τους στάση έναντι του Ελληνικού Ζητήματος.
Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης ουσιαστικά κατέλυε την Ιερή Συμμαχία, αφού αναγνώριζε την πολιτική ύπαρξη στην Ελλάδα και μια θέση μεταξύ των άλλων ευρωπαϊκών κρατών.

Με το εν λόγω Πρωτόκολλο η Ελλάδα αναγνωριζόταν ως αυτόνομο τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με Έλληνες κυβερνήτες, και με την υποχρέωση να καταβάλει φόρο υποτέλειας στον Σουλτάνο.

Βέβαια αυτή δεν ήταν η ιδανική λύση, γιατί η Ελλάδα δεν αναγνωριζόταν ως ανεξάρτητο κράτος. Όμως ήταν ένα σημαντικό βήμα προς εκείνη την κατεύθυνση.
Από την πλευρά τους, οι ηγέτες της Επανάστασης, στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου τον Απρίλιο του 1826 ανέθεσαν σε ειδική Επιτροπή την εξωτερική πολιτική της επαναστατικής κυβέρνησης. Κατά τη διάρκεια της Εθνοσυνέλευσης έφτασε το θλιβερό άγγελμα την πτώσης του Μεσολογγίου, μετά από πολιορκία ενός χρόνου.
Εν όψει αυτού του γεγονότος, οι ηγέτες της Επανάστασης ένιωσαν πιο επιτακτική την ανάγκη να ζητήσουν τη διαμεσολάβηση της Μεγάλης Βρετανίας για την εξεύρεση λύσης αποδεκτής από τις δύο εμπόλεμες πλευρές.

Και δεν ήταν μόνο η πτώση του Μεσολογγίου. Από το 1825 ο Ιμπραήμ, με το μεγάλο του στράτευμα απειλούσε να καταπνίξει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο, όπου άρχισαν τα πρώτα κρούσματα προσκυνήματος για να αποτραπούν οι ομαδικές σφαγές των Ελλήνων.
Την εποχή εκείνη και στην Γαλλία παρατηρείται μεταστροφή στην εχθρική μέχρι τότε πολιτική απέναντι στην Επανάσταση. Οι διπλωματικές προσπάθειες της Ρωσίας, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας για να δεχθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης δεν απέφεραν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Οι Τούρκοι ήταν της γνώμης πως ο Ιμπραήμ θα έλυνε το Ελληνικό Ζήτημα με το σπαθί του.

ΟΡΟΣΗΜΟ Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΝΑΒΑΡΙΝΟΥ

Εν όψει της αδιαλλαξίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Μεγάλη Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία υπέγραψαν τη Συνθήκη του Λονδίνου τον Ιούλιο του 1827.
Οι όροι της Συνθήκης του Λονδίνου, που δεν διέφεραν πολύ από τους όρους του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, απαιτούσαν από τους Τούρκους και τους Έλληνες να κάνουν ανακωχή, για να προχωρήσουν οι Μεγάλες Δυνάμεις τις διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη.
Το αίτημα ήταν στην Ελλάδα να αναγνωριζόταν η αυτονομία, με τον όρο ότι θα παρέμενε φόρου υποτελής στον Σουλτάνο. Για τα σύνορα του νέου κράτους οι τρεις Δυνάμεις θα διαπραγματεύονταν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Ελλάδα. Αν σε ένα μήνα οι αντιμαχόμενοι δεν αποδέχονταν την ανακωχή, οι τρεις Δυνάμεις ήταν αποφασισμένες να την επιβάλουν.

Η ελληνική πλευρά αποδέχθηκε τους όρους της Συνθήκης με ευγνωμοσύνη, ενώ η Οθωμανική Αυτοκρατορία τους απέρριψε. Ήδη ο τουρκο-αιγυπτιακός στόλος ήταν συγκεντρωμένος στο Ναβαρίνο, για να επιφέρει το τελικό πλήγμα κατά της Επανάστασης.
Στις αρχές του Οκτωβρίου οι τρεις συμμαχικοί στόλοι ενώθηκαν μπρος στον όρμο του Ναβαρίνου. Μετά από πρόκληση των Τούρκων άρχισε η ναυμαχία στις 8 Οκτωβρίου 1827 (σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο).

Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ο περήφανος τουρκο-αιγυπτιακός στόλος είχε καταστραφεί, και το Ελληνικό Ζήτημα έβαινε προς την αίσια επίλυσή του.
Στις αρχές του Ιανουαρίου 1828 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως Κυβερνήτης του νέου ελληνικού κράτους, για να συνεχίσει τον αγώνα, στρατιωτικό εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και διπλωματικό με τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις, για την πλήρη ανεξαρτησία της Ελλάδας, και όχι αυτονομία, με υποτέλεια στον Σουλτάνο.

Ο αγώνας του δικαιώθηκε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Φεβρουάριος 1830), με το οποίο τερματιζόταν η Ελληνική Επανάσταση, και άρχιζε επίσημα να υπάρχει Ελληνικό Κράτος.

Έτσι το έθνος μας, μετά από έναν τιτάνιο αγώνα, κέρδισε το σεβασμό των Μεγάλων Δυνάμεων του 19ου αιώνα, της «τρόικας» της Μεγάλης Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας, οι οποίες, έστω και για ίδια συμφέροντα, διασφάλισαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Τώρα πολλοί συμπατριώτες μας διαμαρτύρονται για την σύγχρονη «τρόικα», η οποία σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις θα σώσει την Ελλάδα από την πτώχευση, έστω και για ιδιοτελείς λόγους.

Ναι, θα χρειασθούν θυσίες από τον ελληνικό λαό. Όμως ας μην ξεχνάμε πως η πτώχευση είναι μια άλλη μορφή σκλαβιάς…