ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ. Καλοκαίρι του 1985 στον Λυκαβηττό. Το θέατρο ασφυκτιά από τον πιο ετερόκλητο κόσμο: μακρυμάλληδες φοιτητές, τσαπερδόνες του «Ρήγα», καλοβαλμένοι τραπεζικοί και παιδιά των συνεργείων. Ένα απενοχοποιημένο πλήθος που έφτανε χαρούμενο κάτω ακριβώς από τη σκηνή όπου τραγουδούσαν έκπληκτοι η Γλυκερία και ο Νίκος Παπάζογλου. Ήταν από εκείνες τις επιτυχημένες συναυλίες που οργάνωνε το «Ντέφι», αλλά και κάτι περισσότερο. Τα τραγούδια που έλεγαν οι τραγουδιστές είχαν βγει από μια ανήσυχη καλλιτεχνική παρέα λίγων χρόνων πριν. «Εκδίκηση της γυφτιάς», πού ακούστηκε; Ακόμη και ο τίτλος σόκαρε τους συντηρητικούς: αριστερούς και δεξιούς.

Κι εκείνοι όλοι τους, ο Νίκος Ξυδάκης, ο Μανώλης Ρασούλης με τον πρωτότυπο ανακουφιστικό λόγο, ο Νίκος Παπάζογλου με το χαμόγελο και τη φωνή και ο Σαββόπουλος παραγωγός και «σκηνοθέτης» της παρέας έκαναν θαύματα χωρίς καλά-καλά να το γνωρίζουν και οι ίδιοι, τότε. Λαϊκός σουρεαλισμός και νέα νοήματα. Ο δίσκος ήταν πρωτοποριακή εμπροσθοφυλακή ενός ολόκληρου νεολαϊκού ρεύματος. Ενός νέου λόγου και μιας μουσικής ορμής που όχι απλώς ανανέωσαν το λαϊκό τραγούδι αλλά και τη νεανική έκφραση. Συμβάδισε με τη νεανική διάλεκτο, με άνεση και αμεσότητα, και την προχώρησε ακόμη πιο τολμηρά. Πολλές εκφράσεις του Ρασούλη έμειναν έκτοτε. Με το που ακούσαμε τα μαντάτα για τον θάνατό του, στα 66 του, τις βγάλαμε πάλι στο φως. Το ραδιόφωνο συνεχίζει να παίζει όσα έβαλε στην άκρη για κάποια χρόνια.

ΑΝΑΣΑ ΚΑΙ ΑΥΘΟΡΜΗΤΙΣΜΟΣ

Μια εγκάρδια δημιουργία με έναν καινοτόμο στιχουργικό λόγο, ο οποίος ξέφευγε από την εποχή του. Αυτή ήταν η σφραγίδα του Μ. Ρασούλη. Νέες λέξεις, άλλα νοήματα, χιούμορ, αυθορμητισμός που μέσα σε μια τετραετία γίνεται κτήμα όλων, ειδικά των νέων. «Η Εκδίκηση της γυφτιάς» ήταν αποτέλεσμα πολλών δυνάμεων στο τραγούδι και το αποτέλεσμα των κομπανιών της εποχής. Ήταν η ανακούφιση από το σκληροπυρηνικό έντεχνο που κόντευε να γίνει μουσικό μπετόν -κατεστημένο.
Μια ανάσα από τη στρατευμένη ένταση της μεταπολίτευσης -απαραίτητης μεν για να λυτρώσει τη χουντική καταπίεση αλλά και ασφυκτική στην πορεία- ήταν τα τραγούδια του. Και ο κόσμος ανταποκρίθηκε. Έτοιμος για το καινούργιο: πολιτικά, κοινωνικά, αισθητικά τα αντιμετώπισε ως άνοιξη μετά την καταχνιά.

Τέλη δεκαετίας του ’70 αρχές του ’80, οι νέοι κυρίως διψούσαν για μια πιο σωματική και ποιοτική έκφραση της ελπίδας. Εκεί ο Ρασούλης, δηλωμένος λάτρης του Καζαντζίδη, πρόβαλε τον απλό λόγο, ανατρέποντας τα δεδομένα. «Πάντα θαύμαζα τους σπουδαίους ανθρώπους και προσπαθούσα να τους έχω δασκάλους, όμως ποτέ δεν υποτίμησα τον απλό καθημερινό άνθρωπο, μα δεν τον εξιδανίκευσα» (έγραψε στο «Εδώ είναι του Ρασούλη» εκδ. Ιανός).

Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’80 ό,τι έγραφε έμοιαζε…  χρυσός. Ο Ξυδάκης ήταν η αρχή, αλλά η πορεία σφραγίστηκε με τον Μάνο Λοΐζο που ο ίδιος τον οδήγησε σε πιο λαϊκά μονοπάτια («Όλα σε θυμίζουν», «Πες μου πώς γίνεται», «Τίποτα δεν πάει χαμένο»), κορυφώθηκε με τον Χρήστο Νικολόπουλο (Οι κυβερνήσεις πέφτουνε μα η αγάπη μένει», «Με τα φώτα νυσταγμένα»), τον Πέτρο Βαγιόπουλο κ.ά.

Μόνο που οι εποχές άλλαξαν. Δεκαετία ’90 πια και η αναζήτηση της πρωτοτυπίας έγινε βραχνάς. Αυτό που παλιά ήταν έξυπνο, τώρα φάνταζε εξυπνακίστικο. Μια συνθηματολογία καθόλου άσχετη με τον χαρακτήρα του και το σύνδρομο καταξίωσης. Είχε πικραθεί με πολλούς παλιούς συνεργάτες του, κυρίως με τους ερμηνευτές, με άλλους είχε τσακωθεί, δεν ξαναμίλησε ποτέ. Πιστός στην κοσμοθεωρία του ώς το τέλος, όπως άλλωστε και ο Άκης Πάνου (δεν ήταν τυχαίο που τον υπερασπίστηκε στη δίκη του), ο Ρασούλης πίστευε ένα συνονθύλευμα ελληνικού ιδεώδους και ανατολικών φιλοσοφικοθρησκευτικών θεωρήσεων.

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ

Έγραφε συχνά. Είχε -το έλεγε- 150 τραγούδια έτοιμα. Οι καιροί, ωστόσο, επέβαλαν τον τηλεοπτικό νεοπλουτισμό και το κοινό γοητευόταν από άλλα λαϊκά τραγούδια. Αντιφατικός, δύσκολος και μοναχικός πάλευε με τα δικά του μέσα. Ο Μ. Ρασούλης στιχουργός, αρθρογράφος και συγγραφέας, ξεκίνησε με σπουδές στο σινεμά, πορεύτηκε με την Αριστερά (εργάστηκε στη Δημοκρατική Αλλαγή), πήρε μέρος στον Μάη του ’68 στο Παρίσι, επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάστηκε στα ναυπηγεία του Ανδρεάδη στο Πέραμα, γνώρισε την καλή και την κακή πλευρά του ελληνικού τραγουδιού.

Τον θυμόμαστε στα «Νέγρικα» του Νεγρεπόντη με τη Μαρία Φαραντούρη, στους «Αχαρνείς» του Σαββόπουλου, στα δικά του από την «Εκδίκηση της γυφτιάς» και πέρα. Ακούω τα τραγούδια εκείνης της 15ετίας, που έθεσαν τις βάσεις για τη συνέχεια του λαϊκού, χωρίς αράχνες και στερεότυπα, σε νέους βηματισμούς. Φρεσκάδα, δύναμη, χαρά ερωτισμός, αισιοδοξία. Ακόμη τα αναδίδουν. Κυρίως την ελπίδα μια ολόκληρης χώρας και εποχής που σήμερα μοιάζουν τόσο μελαγχολικές και χαμένες.