Είπα αυτή τη φορά να πάω λίγο νωρίτερα, μια και τις γιορτές, τις οποιεσδήποτε γιορτές, θυμόμαστε όλοι να πάμε να τους ιδούμε, τους ηλικιωμένους μας και να τους ευχηθούμε χρονιάρες μέρες που είναι.

Πήγα να επισκεφθώ τη μάνα νεαρού φίλου. Του το είχα υποσχεθεί του Γιάννη πριν φύγει, βιαστικά, για την Αμερική.

Ο αδελφός του ο μεγάλος, ο Βαγγέλης, καλά βολεμένος εκεί, φτιαγμένος νοικοκύρης, αρρώστησε βαριά και τηλεφώνησε:
– «Γιαννάκη, πάρε το αεροπλάνο και έλα να σε δω πριν πάω και συναντήσω το μακαρίτη τον πατέρα. Καρκίνο μου βρήκανε. Μη πεις της μάνας, τίποτα. Τρεις μήνες μου δίνουνε. Αν δεν έχεις λεφτά να σου στείλω».

Και ο Γιάννης πήγε είδε τη μάνα στο Γηροκομείο, είπε ψέματα της κυρα-Σοφίας πως πάει στην Κίνα να βρει κάτι εμπορεύματα και έφυγε για το Λος Άντζελες για να προλάβει να δει τον… μεγάλο.

– «Κώστα, σε παρακαλώ να πεταχτείς να δεις τη μάνα μου μια βόλτα. Της είπα πως θα πας. Ξέρεις πως σε συμπαθεί της θυμίζεις τον πατέρα μου, τον άνδρα της για, σου έμοιαζε στο μπόι».

– Με πληγώνεις, αλλά θα πάω. Πήγαινε να δεις τ’ αδέλφι και εγώ θα πάω να δω την κυρά Σοφία και μία και δύο φορές.
Πήγα. Με πήρε από τα μούτρα.

«Να γράψεις, εσύ που γράφεις, τρομάρα σου, να μην έρχονται όλοι Πρωτοχρονιές, Πάσχα, Χριστούγεννα, γιορτές και σχόλες. Να έρχονται και καμιά καθημερινή κι’ αυτές του Θεού είναι. Μας τρώει η ερημιά όλες τις άλλες μέρες και πλακώνουνε όλοι μαζεμένοι και δεν προλαβαίνουμε να χαρούμε, να τους δούμε, να μιλήσουμε. Σαν να τους ακούω. Πάμε να δούμε τη γριά, πάμε να μας δει ο γέρος χρονιάρες μέρες που είναι. Οι άλλες μέρες ποιανού είναι; Ξένες είναι; Δεν είναι του Θεού μέρες;  Μόνο τις χρονιάρες θέλουν να δούνε τι γριά και το γέρο;  Τις άλλες δεν θέλουν να μας δουν; Δεν τους κόβει λιγουλάκι πως και εμείς θέλουμε να τους δούμε μέρα ή νύχτα καθημερινή και όχι μόνο σχόλη;»

– Θα το γράψω, στο υπόσχομαι, Θα το τονίσω και θα είμαι και άγριος. Μια χαρά σε βλέπω κυρά Σοφία. Ξανάνιωσες.
 – «Το μακαρίτη τον άνδρα μου θυμίζεις. Και στο σουλούπι και στις γαλιφιές. Ήμουνα τα χάλια μου, στις μαύρες μου, έμοιαζα με λείψανο και εκείνος μου χαμογέλαγε και μου πέταγε ένα… «βλέπω, στις ομορφιές σου είσαι πάλι κυρία Σοφία». Μου άρεσε να τον ακούω. Σ’ όλες τις γυναίκες αρέσουν τα λόγια με σιρόπι. Είχαμε τα έτσι μας με τον Γιώργο μου, τον λεβέντη τον άνδρα μου, είχαμε και τα αλλιώς μας που λένε. Όπως ο περισσότερος κόσμος, έτσι κιεμείς ,δόξα το όνομά Του, είχαμε το ίσωμα στο πλακόστρωτό μας, το Γολγοθά και το σταυρό μας».

-Συμφωνώ μαζί σου κυρά Σοφία. Και τα καλά και τα κακά, τα όμορφα και τα δύσκολα, οι καταιγίδες οι μπόρες και το ηλιοβασίλεμα, δικά μας. Όλα δικά μας κι όπου φτάσουμε κι’ όσο αντέξουμε.

Θυμάμαι κάποια χρονιά, στις δύο του Γενάρη στην κοπή της Πίττας της Αρχιεπισκοπής, ο Γέροντας -ο Αρχιεπίσκοπος εννοώ- είχε πει: «Εύχομαι αυτή τη χρονιά να μας βοηθήσει ο Θεός να αντιμετωπίσουμε τα κακά, αλλά και καλά που θα μας έλθουν. Γιατί και τα καλά μην νομίζετε πως είναι εύκολο να τα δεχτούμε και να τα αντέξουμε πάντα…».

Είχε δίκιο κυρά Σοφία.
– «Βέβαια είχε δίκιο. Πολύ μου αρέσει ο Στυλιανός. Και τι ωραία που μιλάει. Έρχεται η κυρα-Μαρίνα. Θα σου ζητήσει εφημερίδα και μετά θα σου πει πως στην περασμένη έκδοση ήταν η εγγονή της μέσα και αν μπορείς να της στείλεις μία. Τυχερή γυναίκα η Μαρίνα μέσα στην ατυχία της. Έχει δύο κόρες και ένα γιο. Μία φορά την εβδομάδα, πότε ο ένας πότε ο άλλος θα έλθουν να την δουν. Της κουβαλάνε του κόσμου τα καλούδια. Τα μοιράζει, δεν μπορώ να πω. Ανοιχτοχέρα, κουβαρντού. Προχτές μάθαμε πως η κόρη της είναι άρρωστη. Κοπέλα όμορφη σαν τα κρύα νερά και της βρήκανε την κακιά αρρώστια κι ούτε σαράντα δεν είναι ακόμη. Έχει και δύο κοριτσάκια, δύο αγγελούδια. Ο θεός να βάλει το χέρι του να μην ορφανέψουν. Είδες που σου έλεγα για ίσωμα και για Γολγοθά; Εκεί που περπατάς στο πλακόστρωτο, στο ίσωμα, στάσου και να δεις. Η μοίρα έρχεται, φουριόζα και σου φορτώνει ένα σταυρό στην πλάτη και σε αφήνει ν’ ανεβείς το Γολγοθά σου.  Τυχερό θα σε πουν, αν βρεθεί κανείς να σε βοηθήσει στην ανηφόρα.

Εκείνος, ο ψηλός στη γωνία που είναι έτοιμος να καθίσει. Καλός άνθρωπος. Πάει κρυφά και καπνίζει. Μερικοί τον έχουμε πάρει χαμπάρι. Δεν λέμε τίποτα όμως γιατί θα έχει πρόβλημα μεγάλο. Έτσι και το μάθει η διεύθυνση, χάθηκε. Έχει ένα γιο. Λεβεντόπαιδο. Εμείς οι παλιοί μία φορά το έχουμε δει, πριν τέσσερα χρόνια. Αν ρωτήσεις τον «ψηλό», έτσι τον φωνάζουμε, παρατσούκλι, θα σου πει πως ο γιος του έχει μεγάλες μπίζνες και είναι στο Ντάργουιν. «Πού να κουβαληθεί το παιδί από την άκρη του κόσμου. Πού ν’ αφήσει τη δουλειά του να τρέχει στη Μελβούρνη. Μου γράφει κάθε εβδομάδα για να μαθαίνω τα νέα του» λέει και ξαναλέει ο ψηλός. Κάποιοι είπαν πως ο γιος του είναι φυλακή. Του γράφει, η αλήθεια να λέγεται, αλλά όχι από το Ντάργουιν. Μαράζωσε ο χριστιανός. Έλιωσε από τον καημό του. Και να μην έχεις κάποιον, να πεις το πόνο σου, να του μιλήσεις και να σ’ ακούσει. Να μη βρίσκεται κανείς να σε βοηθήσει να σηκώσεις το σταυρό σου. Και μη ξεχνάς πόσο αδύνατος, πόσο ευάλωτος και εύθραυστος γίνεσαι όταν γεράσεις.

Και εσείς και τα παιδιά μας ξεχνάτε το βάρος του Σταυρού γιατί ή δεν το σηκώσατε η βρέθηκε κάποιος στην ανηφόρα να δώσει ένα χέρι.
Και μη ξεχάσεις να γράψεις πως σε τούτο εδώ το σπίτι το μεγάλο που βρεθήκαμε και… ζούμε δεχόμαστε κι όλες τις άλλες μέρες, όλες κι όχι μόνο γιορτές και σχόλες.