Πρωί-πρωί, προχθές την Τρίτη και πριν ανοίξω καλά-καλά τα μάτια μου, να ο κολλητός μου ο Θανάσης με τις ευχές του που έμοιαζαν με… επίπληξη.

– Χριστός Ανέστη και Χρόνια Πολλά Κωνσταντίνε και εσύ καλοπερασάκιας είσαι. Σε ξέρω. Τον εαυτούλη σου, το Πάσχα σου, με τους μεζέδες σου και τα λοιπά εορταστικά σου και τα πλεονάζοντα δικαιολογητικά σου.

Τόλμησα, παράτολμα ομολογουμένως, να τον διακόψω για να… αμυνθώ και να αντευχηθώ.

– Αθανάσιε, επέτρεψέ μου να αντευχηθώ. Αληθώς Ανέστη Αθανάσιε και Χρόνια Πολλά εις υμάς και την οικογένεια. Παρακαλώ εξηγήστε μου, προς τι ο καταιγισμός των χαρακτηρισμών; Σε τι έσφαλα και με υβρίζετε ευχόμενος;

– Και λίγα σου είπα Κωνσταντίνε, πολύ λίγα σου είπα. Άραξες, έφαγες, ήπιες και δεν ξέρω τι άλλο έκανες, αλλά, δάσκαλε που δίδασκες, ξέχασες αυτούς που δεν γιόρτασαν, αυτούς που δεν μπορούσαν να γιορτάσουν, φέτος, όσο και αν το ήθελαν.

Και δεν μιλάω για αλλόθρησκους, ομιλώ για ομόθρησκους ορθόδοξους ή καθολικούς, χριστιανούς όπως και να έχει το πράγμα. Και εννοώ τους ασθενείς, τους θλιμμένους, τους άτυχους, τους άμοιρους, τους αδικημένους.

Εσύ έλεγες κάποτε Κωνσταντίνε ότι ο άνθρωπος για να εκτιμήσει αυτά που έχει, τα λίγα ή τα κάμποσα, πρέπει, τουλάχιστον μία φορά το μήνα, να πηγαίνει σ’ ένα νεκροταφείο, σε νοσοκομείο και σ’ ένα ψυχιατρείο. Αυτό έκανα κι εγώ θεωρητικέ μου.

–  άλλη ημέρα βρε Αθανάσιε; Το Πάσχα διάλεξες; Και οι άλλες ημέρες του Θεού είναι. Έτσι δεν είναι;

– Αυτό είπε και η σύζυγός μου Κωνσταντίνε, αλλά επειδή γνωρίζω πως τις γιορτινές ημέρες ο πόνος, η θλίψη και η αγωνία δυναμώνουν, πήρα την κόρη μου που ήθελε να έλθει μαζί μου και βγήκα στους πέντε δρόμους, για τέσσερις διαφορετικές επισκέψεις. Νεκροταφείο να δω κάποιον ή κάποια άμοιρη που θρηνεί, χρονιάρες μέρες, κάποιο αγαπημένο πρόσωπο και να πω μια καλημέρα.
Στο Νοσοκομείο των Παίδων να δω και να ευχηθώ σε κάποιους γονείς που πονάνε. Στο Νοσοκομείο να ευχηθώ σε κάποιον που βρέθηκε τέτοιες ημέρες, χωρίς να θέλει, μακριά από τη ζεστή εορταστική ατμόσφαιρα του σπιτιού του και τέλος στο ψυχιατρείο….

– Στο ψυχιατρείο για να έχεις συντροφιά, Θανάση μου, όταν, αργά ή γρήγορα…

– Το γνωρίζω το πικρό σου χιούμορ. Το ίδιο ευχήθηκε και η σύζυγός μου στην κόρη της και σε μένα… «Και μην ξεχάσετε να επισκεφθείτε και κανένα Ψυχιατρείο, να έχετε και κανένα γνωστό όταν σας κλείσουνε μέσα…»

Ξεκινήσαμε και είπα της κόρης μου: Εσύ θα μιλάς αγγλικά και εγώ, στους πατριώτες μας ελληνικά…

– Έμαθες ελληνικά Θανάση μου;

– Το δηλητήριό σου δεν με αγγίζει. Συνεχίζω:Πρώτα ξεκινήσαμε από το Νεκροταφείο. Ανήμερα Πάσχα και δεν θα πιστέψεις πόσος κόσμος είχε προτιμήσει να πάει να «δει» τους δικούς του, να τους πάει κόκκινο αυγό, κουλούρια και τσουρέκια.
Ήταν και μια μάνα που… λίγες ημέρες πριν είχε σκεπάσει το χώμα το παλικάρι της.
«Χρόνια Πολλά γιαγιά. Χριστό Ανέστη» είπε η κόρη μου.

– Τι να τα κάνω κόρη μου τα χρόνια τα πολλά; Ένα παλικάρι έχασα, τα χρόνια σου είχε. Λίγα να μου εύχεσαι. Αν ο Χριστός που αναστήθηκε τον πήρε μαζί του, να πάω να βρω τ’ αγόρι μου εκεί επάνω.

– Εγγόνια έχεις γιαγιά;

– Έχω κόρη μου δύο αγγελούδια. Της κόρης μου παιδιά.

– Να ζήσεις για τα εγγόνια σου γιαγιά και δώσε τους αυτά τα σοκολατένια κουκλιά, από μένα που δεν με αξίωσε…
Στο Νοσοκομείο των Παίδων δεν είναι που βλέπεις τον βουβό πόνο των μικρών αγγέλων με τις λαβωμένες… φτερούγες. Βλέπεις ολοζώντανο τον πόνο των παιδιών γραμμένο, έντονα, στα μάτια της μάνας τους και στη βουβαμάρα του πατέρα τους. Δεν υπήρχε μεγαλύτερο δώρο για μας, δεν μας έγινε μεγαλύτερο δώρο από αυτό που μας πρόσφεραν αυτά τα παιδιά με το πονεμένο χαμόγελο τους και το κοίταγμά τους με τα γλυκά υγρά τους μάτια.
Στο Βασιλικό Νοσοκομείο, προλάβαμε και επισκεφθήκαμε αρκετούς.

Μερικούς από αυτούς τους βρήκαμε στους επάνω ορόφους. Διαπίστωσα αυτό που μου είχαν πει και δεν το πίστευα. Ότι, στους επάνω ορόφους βάζουν, συνήθως αυτούς που υπάρχει πιθανότητα να… «φύγουν», ίσως για να είναι πιο κοντά στους ουρανούς.
Ένας, σχεδόν στην ηλικία μας, που του ευχηθήκαμε Χρόνια Πολλά, με πολύ χιούμορ, μας απάντησε:
«Κοπέλα μου, παλικάρι μου, εμένα αν μου ευχηθείτε έστω και λίγα χρόνια, αντί για πολλά και εισακουσθείτε από τον Μεγαλοδύναμο, θα είμαι ευγνώμων. Οι γιατροί μου δίνουν μόνο λίγους μήνες ζωής.»

– Βρε Θανάση μου, με συγχωρείς που σε διακόπτω, αλλά στην αρχή μου είπες ότι ο ασθενής ήταν συνομήλικός μας και τώρα μου λες ότι σε είπε «παλικάρι μου». Μάλλον μετεγχειρητική επιπλοκή ήταν το ότι σε είδε… παλικάρι.

– Κωνσταντίνε το μόνο που έχω να πω είναι πως η κακία σου υπερβαίνει κάθε Πασχαλινό όριο. Συνεχίζω αγνοώντας τις κακίες σου.
Εκεί που, όση δύναμη και αντοχή να έχεις, θα λυγίσεις, θα καταρρακωθείς, θα λιώσεις, είναι το ψυχιατρείο.
Πήγα γιατί έχω κάποιον γνωστό, ένα αξιόλογο άτομο κάποτε, μια σκιά κινούμενη τώρα. Λίγοι, πολύ λίγοι νοιάζονταν για το Πάσχα, για τη γιορτή και τη σημασία της. Μερικοί μιλούσαν για το Θεό και έτσι που τον περιέγραφαν, όσοι μπορούσαν, έμοιαζε σαν να μιλούν για μαξιλάρι μαλακό που πεθυμούσαν ν’ ακουμπήσουν, να ξαποστάσουν και να σβήσουν.
Άλλοι Τον παρακαλούσαν χωρίς να ξέρουν που είναι, ούτε πως είναι μα έμοιαζαν σίγουροι, απολύτως βέβαιοι, πως τους άκουει.
Πιστεύω πως μέσα στο χάος του μυαλού τους, στη πυκνή μαύρη ομίχλη του νου, μόνο μια μικρή φλόγα καίει. Αυτή της ελπίδας ότι κάποια στιγμή θα τους προσφέρει τη λύτρωση, παίρνοντας τους κοντά Του.
Κωνσταντίνε το φετινό ήταν το καλύτερο Πάσχα της ζωής μου και εσύ λέγε ότι θέλεις. Και του χρόνου.