Το ένθετο «Review», έκδοση της εφημερίδας «The Australian Financial Review», φιλοξένησε το τρισέλιδο άρθρο του Hugh Eakin, με θέμα τη διεκδίκηση της πολιτιστικής κληρονομιάς:
«Ξεκινώντας με την απόφαση του Οργανισμού των Διευθυντών Μουσείων Τέχνης (AAMD) για περιορισμό των αρχαιοτήτων στις συλλογές τους με αμφίβολη προέλευση (η απόφαση αφορά αρχαιότητες των οποίων η εκσκαφή έλαβε χώρα μετά το 1970, έτος σύμβολο ίδρυσης της Συνθήκης της Ουνέσκο για την παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων) και ό,τι αυτή η απόφαση συνεπάγεται (το τέλος ενός συστήματος αλληλοπαροχής αρχαιοτήτων μεταξύ εμπόρων τέχνης, ιδιωτών συλλεκτών και μεγάλων μουσείων) ο συντάκτης επιχειρεί να πραγματευτεί και να καταρρίψει τα επιχειρήματα του προέδρου του Ινστιτούτου Τέχνης του Σικάγο, James Cuno, όπως παρουσιάζονται στα βιβλία του.

 

Στην αλλαγή κλίματος αναφορικά με την πολιτιστική κληρονομιά συνέδραμαν οι νέες γενιές εφόρων που ευαισθητοποιήθηκαν στην κακή φήμη της αγοράς αρχαιοτήτων και στους ισχυρισμούς των αρχαιολόγων για την καταστροφή των αρχαιολογικών χώρων, καθώς και συγκεκριμένες περιπτώσεις που έλαβαν παγκόσμια δημοσιότητα [η καταδίκη του πρώην διευθυντή του (αμερικανικού) Εθνικού Οργανισμού Εμπόρων Αρχαίας, Ανατολικής και Πρωτόγονης Τέχνης, Frederick Schultz, σύμφωνα με τον Αιγυπτιακό νόμο περί εθνικής ιδιοκτησίας, η λεηλασία του Μουσείου της Βαγδάτης με την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ, η περίπτωση της Marion True, πρώην εφόρου του Μουσείου Getty]. Ωστόσο, εξακολουθούν και υπάρχουν διευθυντές μεγάλων μουσείων που αντιλαμβάνονται, όπως ο Cuno, την πολιτιστική κληρονομιά έξω από τα στενά εθνικά όρια και αναφέρονται στις κοσμοπολίτικες φιλοδοξίες των εγκυκλοπαιδικών μουσείων που επιχειρούν μέσω των πολυδιάστατων συλλογών τους να διαμορφώσουν την αντίληψη του πολιτιστικού πλουραλισμού και έναν νέο τύπο πολίτη του κόσμου.

Κατά τον Cuno, η περιοριστική εθνικιστική νομοθεσία των κρατών προέλευσης αρχαιοτήτων λειτουργεί συχνά ως αιτία για την καταστροφή των αρχαιολογικών χώρων (μέσω παράνομων ανασκαφών) ενώ χρησιμοποιείται για τον ορισμό της εθνικής ταυτότητας και τον προσδιορισμό της εθνικής μυθολογίας, συχνά από χώρες των οποίων οι σημερινοί πληθυσμοί δεν έχουν εθνική ή άλλη σχέση με τους πολιτισμούς από τους οποίους προέρχονται οι αρχαιότητες (στα παραδείγματα αναφέρεται μεταξύ άλλων και η Τουρκία). Τέτοιος εθνικισμός είναι υπεύθυνος για σεκταριστική βία, μίσος και ρατσισμό. Ο Cuno είναι υπέρ της επανασύστασης της τακτικής του partage.

Ο Εakin σημειώνει ότι, σύμφωνα με τη συλλογιστική του Cuno, οι χώρες που διαθέτουν αρχαιολογικούς θησαυρούς ‘συγκρατούν’ ενώ οι χώρες που εμπορεύονται αρχαιολογικούς θησαυρούς χαρακτηρίζονται από ‘διεθνισμό’. Παραβλέπεται, ωστόσο, ότι οι διεθνείς συλλογές των μεγάλων μουσείων της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Βρετανίας, αποτελούσαν εργαλεία για την τόνωση του εθνικισμού τον 18ο και 19ο αι. και την προβολή αυτοκρατορικών/αποικιακών φιλοδοξιών, χρησιμοποιούμενες ως αισθητικοί δεσμοί μεταξύ των εθνών αυτών και των μεγάλων πολιτισμών της αρχαιότητας. Εξάλλου, η τακτική του partage δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα εκτεταμένη ή αποδοτική.

Ο Εakin συμφωνεί ότι ο εντοπισμός αρχαιοτήτων αμφιλεγόμενης προέλευσης δεν βοηθά ιδιαίτερα το πρόβλημα της λαφυραγώγησης σύγχρονων αρχαιολογικών χώρων, δεν καθιστά τα εν λόγω αντικείμενα περισσότερο σημαίνοντα για τους αρχαιολόγους ούτε πιο προσβάσιμα στο κοινό, από ό,τι η έκθεσή τους σε μεγάλα μουσεία. Αυτές οι ανησυχίες ωστόσο δεν νομιμοποιούν την κατάργηση της εθνικής νομοθεσίας για την πολιτιστική κληρονομιά. Ο Cuno ισχυρίζεται ότι κεντρικό ελάττωμα στην αντίληψη περί πολιτιστικής κληρονομιάς εντοπίζεται στον αυθαίρετο συσχετισμό μεταξύ χώρας προέλευσης και πολιτιστικού αντικειμένου. Το πρόβλημα σε αυτό τον ισχυρισμό κατά τον Εakin είναι η υπόθεση, ότι η νομιμότητα της εθνικής νομοθεσίας εξαρτάται από την αληθοφάνεια των ισχυρισμών της εκάστοτε χώρας για την προέλευσή της και όχι από την βασική αρχή της εθνικής κυριαρχίας. Διότι ακόμη και αν καθίστατο εφικτή η σύσταση μιας διακρατικής διεθνούς αρχής επιβλέπουσας των αρχαιοτήτων (ανασκαμμένων ή μη), όπως προτείνει ο Cuno, υπέρ μιας τέτοιας αρχής θα έπρεπε να υπερθεματίσουν τα έθνη-κράτη (παρ’ ότι γίνεται λόγος περί αξιοθρήνητης εθνικής μεροληψίας στο πλαίσιο της Ουνέσκο, δεν γίνεται αντιληπτό ότι η Ουνέσκο δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει διαφορετικά ή να υφίσταται χωρίς τα έθνη κράτη).

Η πρόταση του συντάκτη, για τη συντήρηση των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων, στηρίζεται στη μεγάλη έκθεση που διοργάνωσε έτερος πολέμιος της εθνικής πολιτιστικής κληρονομιάς. Πρόκειται για την έκθεση Beyond Babylon που διοργάνωσε στο Μητροπολιτικό Μουσείο στη Ν. Υόρκη ο απερχόμενος διευθυντής του, έφορος Philippe de Montebello, με εκθέματα που ήδη φιλοξενούσε το μουσείο, καθώς και μέσω δανεισμού από την Ελλάδα, την Αίγυπτο, τη Γεωργία, την Αρμενία, το Λίβανο και με τη συνδρομή ιδιωτών συλλεκτών και πατρόνων. Η λύση για μία πραγματικά πλουραλιστική πολιτιστική κληρονομιά βρίσκεται για τον Eakin στον αμφότερο δανεισμό. Τα εγκυκλοπαιδικά αμερικανικά, βρετανικά, γαλλικά και βρετανικά μουσεία δύνανται έτσι να ανανεώνουν τις συλλογές τους σε αρχαιότητες, ενώ οι χώρες της Μεσογείου και οι Αραβικές χώρες που δεν διαθέτουν δική τους διεθνή τέχνη μπορούν να παιδεύσουν τους πολίτες τους μέσω των πλούσιων σε ποικιλία δανείων από τα εγκυκλοπαιδικά μουσεία. Διότι, σύμφωνα με τον συντάκτη, η σπουδαιότερη πρόκληση δεν είναι ο επιθετικός εθνικισμός κάποιων χωρών ούτε η αδηφάγος λαιμαργία κάποιων μουσείων, αλλά η εξαφάνιση του αρχαίου παρελθόντος που όλοι ορέγονται».

Το τρισέλιδο δημοσίευμα φιλοξενεί, επίσης, σε πλαίσιο, το πλέον γνωστό άρθρο της ανταποκρίτριας στην Αθήνα, Helena Smith, για τα γλυπτά του Παρθενώνα και το Μουσείο Ακρόπολης, με την κατάληξη: «Αν αγαπάς την τέχνη θέλεις να ουρλιάξεις από οίκτο. Αν είσαι Άγγλος θέλεις να κουλουριαστείς πίσω από ένα από τα γλυπτά από ντροπή και να φωνάξεις: δώστε τα πίσω!». Εν τω μέσω του δισέλιδου δημοσιεύεται μεγάλη έγχρωμη φωτογραφία των γλυπτών στο Βρετανικό Μουσείο