Κανείς δεν ξέρει ποια ακριβώς θα είναι η έκβαση της “ανοιχτής για όλην την ομογένεια”, παμπαροικιακής συνεδρίασης” που έχει συγκαλέσει για σήμερα η Παμμακεδονική Ένωση Μελβούρνης, αλλά είναι ασφαλές να υποθέσει κανείς ότι κάποιου είδους κινητοποίηση θα υπάρξει, ιδιαίτερα μετά τη σχετική επιτυχία της “μη οργανωμένης” παράστασης διαμαρτυρίας που έλαβε χώρα μπροστά από το Προξενείο – και κυρίως μετά από το εντυπωσιακό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Το δεύτερο είναι αυτό που δίνει τον τόνο σε όλες τις κινητοποιήσεις για το “Μακεδονικό”, υπαγορεύοντας εν πολλοίς τόσο τον τρόπο αντίδρασης των πολιτών, όσο κυρίως την στάση της αντιπολίτευσης. 

Από πλευράς προσέλευσης κόσμου, η επιτυχία του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ήταν με διαφορά το μεγαλύτερο που έχει πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα εδώ και πολύ καιρό – μεγαλύτερο κατά πολύ των όποιων παραστάσεων διαμαρτυρίας για την πολιτική που εφαρμόζεται στην Ελλάδα στο πλαίσιο του προγράμματος διάσωσης της ελληνικής οικονομίας – του Μνημονίου, χάριν συντομίας. (Η αλήθεια είναι ότι θα περίμενε κανείς οι Έλληνες να διαμαρτύρονται εντονότερα για την ανεργία, την άδικη φορολόγηση, τη διάλυση του κράτους πρόνοιας, την ασεβέστατη μεταχείριση των συνταξιούχων και των ευπαθών ομάδων, τον στραγγαλισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τη φτώχεια, τους πλειστηριασμούς σπιτιών, όλα όσα έχουν οδηγήσει στον αφανισμό της μεσαίας τάξης και έχουν στερήσει τη νεότερη γενιά από οτιδήποτε θυμίζει προοπτική. Αλλά όχι, φαίνεται πως οι Έλληνες ενδιαφέρονται περισσότερο για το πώς ονομάζεται μία άλλη χώρα. Ας κλείσει εδώ αυτή η παρένθεση). Είναι εύκολο να λοιδωρήσει κανείς το συλλαλητήριο και να το απορρίψει συλλήβδην ως εθνικιστικό κιτς – και σ’ αυτό βοηθά ακριβώς η πληθώρα στοιχείων εθνικιστικού κιτς – και κυρίως σε ενδυματολογικό επίπεδο. Από τις αρχαίες πανοπλίες, μέχρι τις στολές των μακεδονομάχων, μέχρι τις φόρμες παραλλαγής των λοκατζήδων, κάθε είδος στρατιωτικής στολής έδωσε το “παρών”, δίνοντας στην εκδήλωση έναν αέρα ‘μιλιταριστικού καρναβαλιού’ – με κερασάκι στην τούρτα τα χαρακτηριστικά μαύρα ρούχα των χρυσαυγιτών. 

Αλλά η πλειοψηφία των παρισταμένων δεν ήταν ντυμένοι καρνάβαλοι. Ήταν κανονικοί, κανονικότατοι άνθρωποι, με κανονικά ρούχα – και ήταν πολλοί. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Αστυνομίας, ήταν περίπου 100 χιλιάδες. Οι διοργανωτές επιμένουν ότι ήταν πολύ περισσότεροι και κάνουν λόγο για 400 χιλιάδες. Παρ’ ότι δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητήσει κανείς τα επίσημα στοιχεία – είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι η αστυνομία έχει λόγο να παραποιήσει τα στοιχεία, εκτός κι αν θεωρεί ότι είναι συριζοκρατούμενη, οπότε δεν έχει ιδέα τι θα πει ελληνική αστυνομία – ας υποθέσουμε ότι η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, δηλαδή στους 250 χιλιάδες ανθρώπους. Είναι πολλοί. Όταν τόσο πολλοί άνθρωποι συγκεντρώνονται σε έναν χώρο, η πολιτική ηγεσία δεν έχει άλλη επιλογή από το να τους ακούσει.

Θα είναι άδικο να τους κατηγορήσει κανείς όλους αυτούς συλλήβδην ως εθνικιστές. Είναι σαφές ότι στην πλειοψηφία τους πρόκειται για απλούς πατριώτες, το κίνητρό τους ήταν η αγάπη για την πατρίδα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η συγκέντρωση δεν ήταν εθνικιστική. Ο πατριωτισμός είναι αίσθημα, εγγενές στον άνθρωπο, πρόκειται για την αγάπη για τον τόπο που συνδέεται με την αντίληψη του ανήκειν. Ο εθνικισμός από την άλλη είναι ιδεολογία, θέτει την εθνική ταυτότητα ως κυρίαρχο στοιχείο της ύπαρξης και τοποθετεί τους αλλοεθνείς απέναντι. Είναι μία ιδεολογία με συγκεκριμένη ρητορική που ευνοεί την παράνοια και την συνομωσιολογία. Είναι η ρητορική που υιοθέτησε ο κεντρικός ομιλιτής της εκδήλωσης, ο απόστρατος στρατηγός Φραγκούλης Φράγκος, ο οποίος μεταξύ άλλον ισχυρίστηκε ότι ο ειδικός διαμεσολαβητής του ΟΗΕ για το Μακεδονικό, Mathew Nimetz, παίρνει λεφτά από τον George Soros και από τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη (!) και ότι θα πρέπει να προστεθεί μία νέα προτεινόμενη σύνθετη ονομασία στο τραπέζι, “Μαϊμού Μακεδονία”. 

Από κάτω, το συγκεντρωμένο πλήθος πανηγύριζε με την ιαχή “είναι τρελός ο στρατηγός”, ενώ ο πρώην αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού και υπηρεσιακός υπουργός Άμυνας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Παναγιώτη Πικραμμένου το 2012, απειλούσε: “Θα μας βρουν μπροστά τους. Ό,τι κι αν σημαίνει αυτό”. Kι όμως, ο στρατηγός θα πρέπει να μας εξηγήσει τί σημαίνει “αυτό”. Σκοπεύει να κηρύξει πόλεμο εναντίον της ΠΓΔΜ; Με ποια ιδιότητα; Του απόστρατου αρχηγού ΓΕΣ; Και με ποιο διακύβευμα; Τη διεκδίκηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου; Την κλοπή της ιστορίας; Θα είναι κάτι πρωτοφανές στα χρονικά. Οι πόλεμοι γίνονται για οικονομικούς λόγους, όχι για την ιστορία. 

Και γιατί τώρα; Εδώ και πάνω από 20 χρόνια, οι Έλληνες ανά τον κόσμο έχουν αποδεχθεί τη χρήση του ονόματος “Μακεδονία” στην προσωρινή ονομασία της χώρας. Για την ακρίβεια, η Ελλάδα ζει με το όνομα “Μακεδονία” στο όνομα του γειτονικού κράτους από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αν υπήρξε μία κατάλληλη στιγμή για μια δραστική αντίδραση, θα ήταν τότε, όταν ιδρύθηκε η “Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας”. Τότε όμως η Ελλάδα είχε σοβαρότερα ζητήματα, διεξήγαγε έναν εμφύλιο πόλεμο, έπρεπε να ξαναστηθεί από την αρχή, έβγαζε από την φυλακή τους συνεργάτες των Γερμανών και τους παρέδιδε τα κλειδιά του κράτους, έστελνε στην εξορία τους κομμουνιστές, οι οποίοι κι αυτοί με την σειρά τους προσπαθούσαν να διαλέξουν αν είναι με τον Τίτο ή τον Στάλιν, δεν τους ένοιαζε η Μακεδονία. 

Μια σειρά κυβερνήσεων που κάλυπταν όλο το φάσμα από τη συντηρητική μέχρι την εθνικόφρονα ακροδεξιά, δεν έκαναν τίποτε για να αντιμετωπίσουν το ζήτημα επί 45 χρόνια και όταν αυτό έσκασε στα χέρια του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και του Ανδρέα Παπανδρέου, ήταν ήδη πολύ αργά. Δεν πρόκειται για μία μάχη που χάθηκε, πρόκειται για μία μάχη που δεν δόθηκε ποτέ. Τα τελευταία 25 χρόνια το μόνο που κάνουν οι ελληνικές κυβερνήσεις είναι να προβαίνουν απρόθυμα σε υποκριτικούς λεονταρισμούς – ένα βέτο εδώ, ένα εμπάργκο εκεί και στο μεταξύ, ο εθνικισμός στην ΠΓΔΜ γιγαντωνόταν. Η άμεση επίπτωση της απροθυμίας του Μητσοτάκη και της ψευτο-αυστηρής στάσης του Παπανδρέου ήταν να επιτρέψει την άνοδο του Nikola Gruevski και της δικής του εκδοχής εθνικιστικού κιτς. Την ίδια στιγμή, μια σειρά ελληνικών επιχειρήσεων δραστηριοποιούνταν με επιτυχία στα Σκόπια, αποικίζοντας ουσιαστικά την περιοχή. Την ίδια στιγμή, όλο και περισσότεροι Βορειοελλαδίτες πηγαίνουν στα Σκόπια για ιατρικό τουρισμό, επωφελούμενοι από το χαμηλό κόστος των ιατρικών και κυρίως των οδοντιατρικών υπηρεσιών. Είναι εύλογη απορία πόσοι από τους ένθερμους πατριώτες που συνέρρευσαν στην παραλία της Θεσσαλονίκης να διαμαρτυρηθούν για το “ξεπούλημα” της Μακεδονίας έχουν στο στόμα τους σκοπιανά σφραγίσματα. Το όνομά τους είναι η ψυχή τους, αλλά τα δόντια τους είναι μία άλλη υπόθεση. 

Αλλά τί λέει μέσα από αυτά τα δόντια, η φωνή του “κυρίαρχου” λαού; Ότι δεν θα δεχθεί το όνομα “Μακεδονία”, το οποίο επί της ουσίας έχει δεχθεί εδώ και 70 χρόνια; Να υποχωρήσει τώρα στο ζήτημα της σύνθετης ονομασίας, που είναι η βάση της ενδιάμεσης συμφωνίας του 1995; Ότι ζητά την εξάλειψη των αλυτρωτικών αναφορών στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ; Μα αυτό έχει ήδη συμβεί από το 1995, μαζί με την κατάργηση του Ήλιου της Βεργίνας από τα εθνόσημα της χώρας. Το Σύνταγμα της ΠΓΔΜ (το οποίο μπορεί κανείς πολύ εύκολα να βρει και να διαβάσει) δηλώνει ρητά ότι η χώρα δεν εγείρει εδαφικές διεκδικήσεις από καμία άλλη χώρα. Και πώς θα μπορούσε; Ο σκοπός των διαπραγματεύσεων που διεξάγονται αυτήν την στιγμή αφορά την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, δηλαδή να μπει σε διακρατικούς και υπερεθνικούς οργανισμούς, ενισχύοντας τους συμμαχικούς και οικονομικούς δεσμούς της με την Ελλάδα. Αυτό το ξέρει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης που έσπευσε να συμμορφωθεί με τα αιτήματα του συλλαλητηρίου και να χαϊδέψει τα αυτιά των “μακεδονομάχων”, οδηγώντας για λόγους αντιπολιτευτικής τακτικής την ΝΔ προς τα ακροδεξιά, ουσιαστικά υιοθετώντας μία ακόμα πολιτική αναβολής της λύσης. Το ξέρει και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, όταν για τα μάτια του κόσμου ζήτησε από τον Ζόραν Ζάεφ την απαλειφή των (ανύπαρκτων) αλυτρωτικών διατάξεων και τη μετονομασία του αεροδρομίου “Μέγας Αλέξανδρος” των Σκοπίων. Το πέτυχε, γιατί αυτή τη φορά η Ελλάδα έχει απέναντί της έναν συνομιλητή που δεν είναι ένας ακραίος εθνικιστής, αλλά ένας εκπρόσωπος της συναίνεσης και της μετριοπάθειας. Και είναι κρίμα που έχουμε τόσο πολύ συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε τον εθνικισμό με εθνικισμό που, όταν ο απέναντί μας εθνικισμός υποχωρεί, τρέχουμε να καλύψουμε το κενό, υψώνοντας πιο έντονες εθνικιστικές κορώνες. 

Όσο για τα ιστορικά επιχειρήματα, όσο βάσιμα κι αν είναι, η θέση τους είναι στα πανεπιστήμια και τα ιστορικά συγγράμματα, όχι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το επιχείρημα ότι η ΠΓΔΜ προσπαθεί να μας κλέψει την ιστορία, δείχνει μόνο πώς οι Έλληνες αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και τη θέση μας στον κόσμο. Είμαστε τόσο βέβαιοι ότι η ιστορία μάς καθορίζει που δεν μπορούμε να αφήσουμε πίσω το παρελθόν, να ζήσουμε στο παρόν και να δημιουργήσουμε ένα μέλλον. Στην πραγματικότητα, η Ιστορία δεν ανήκει σε κανέναν. Εξελίσσεται ερήμην μας και αποτελούμε μέρος της, αλλά δεν είμαστε ιδιοκτήτες της. Η ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι ακριβώς αυτό, η ιστορία ενός Μακεδόνα βασιλιά και στρατηλάτη, όχι η ιστορία των μακρινών απογόνων των υπηκόων του. Όποιος πιστεύει ότι η Ιστορία είναι κάτι που μπορεί κανείς να κλέψει, δεν έχει ιδέα τι είναι η ιστορία.