Η Αυστραλία έχει συνδεθεί στο μυαλό πολλών ως η Γη της Επαγγελίας, όμως, όπως ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, χρειάζεται να ζήσει κανείς μια κατάσταση για να γευτεί την «πραγματική γλύκα». Συνήθως, οι απ’ έξω από το χορό πάντα θα έχουν μια άλλη εικόνα από αυτόν που τη ζει και τη βιώνει καθημερινά.

Κάπως έτσι είναι και οι συνθήκες για τους νεομετανάστες που έρχονται στην Αυστραλία από την Ελλάδα με μια τουριστική ή φοιτητική βίζα και δίνουν μια άνιση μάχη για να επιπλεύσουν και να ανοικοδομήσουν τη ζωή τους. Η Αυστραλία γι’ αυτούς φαντάζει σαν σωσίβιο μπροστά στην τρικυμία της Ελλάδας. Φεύγουν για κάτι καλύτερο, όμως έρχονται αντιμέτωποι με καταιγίδες. Οι περισσότεροι ξέρουν ότι πρέπει να προηγηθούν οι καταιγίδες για να ξαστερώσει ο ουρανός κι αυτό ισχύει στην περίπτωση του 41χρονου Γιώργου και της 33χρονης Μαρίας, από τη Θεσσαλονίκη, που μετανάστευσαν με τα παιδάκια τους, Αλέξανδρο και Ελεάνα, πριν περίπου πέντε χρόνια στο Περθ.

Ο Γιώργος ήταν ιδιοκτήτης μεσιτικού γραφείου στη Θεσσαλονίκη και μέσω αυτού αγοράσαμε το φοιτητικό μου σπίτι όταν πήγα εκεί για σπουδές. Από τότε κρατούσαμε επαφή μέχρι τη μέρα που έφυγε για την Αυστραλία. Ως νεοφερμένη στην Αυστραλία, μου αρέσει να ρωτάω και να μαθαίνω από τους παλιούς, πώς είναι η ζωή τους, πώς περνούν, τι άλλαξε. Η απορία μου για την απόφαση του Γιώργου και της Μαρίας να μεταναστεύσουν ήταν μεγάλη, καθώς γνώριζα ότι δεν αντιμετώπιζαν οικονομικό πρόβλημα. Ίσα-ίσα, ο Γιώργος άνοιξε και δύο βενζινάδικα πριν φύγουν για την Αυστραλία.

Για ποιο λόγο παίρνεις μια τόσο μεγάλη απόφαση φυγής από τη χώρα σου;

«Πήραμε την απόφαση για μετανάστευση για ένα καλύτερο μέλλον των παιδιών και καλύτερη ποιότητα ζωής για μας» εξηγεί ο Γιώργος σε δηλώσεις του στον «Νέο Κόσμο», τονίζοντας ότι δεν υπήρχε οικονομικό πρόβλημα.

«Δεν ήρθα στην Αυστραλία γιατί δεν τα έβγαζα πέρα στην Ελλάδα. Εκεί ήμουν καλύτερα οικονομικά, σε σχέση με το πώς είμαι τώρα. Απλά έβλεπα ότι τα παιδιά μου θα πάρουν ένα πτυχίο χωρίς αντίκρισμα κι εγώ θα μετρούσα στο κινητό μου 80 κλήσεις τη μέρα».

Αρκετοί τολμούν το μακρινό ταξίδι, στην Αυστραλία γιατί άκουσαν ότι υπάρχουν μεγάλες ευκαιρίες, πολλές δουλειές και ακόμη περισσότερα χρήματα. Έτσι, φεύγουν άρον-άρον από τη σημερινή τραγική κατάσταση της Ελλάδας και φτάνουν σε μια πραγματικότητα που ούτε στον χειρότερο εφιάλτη τους δεν είχαν δει. Ελάχιστοι είναι εκείνοι που έχουν την προνοητικότητα να μάθουν ορισμένα πράγματα για τη χώρα, τον τρόπο ζωής, την αγορά εργασίας, για να μην πέσουν από τα σύννεφα.

«Δεν ήρθα στην Αυστραλία γιατί δεν τα έβγαζα πέρα στην Ελλάδα. Εκεί ήμουν καλύτερα οικονομικά, σε σχέση με το πώς είμαι τώρα» εξηγεί στον «Νέο Κόσμο» ο 41χρονος Γιώργος

«ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΣΤΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΓΧΟΣ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΕΤΑΝΙΩΝΩ»

Η απομυθοποίηση της Αυστραλίας, ξεκίνησε και για την οικογένεια, όταν έφτασαν στο Περθ χωρίς καμία προετοιμασία και έρευνα. Ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα είναι η προσαρμογή στις νέες συνθήκες ζωής. Πώς κάποιος, από επιχειρηματίας, να ψάχνει τώρα για δουλειά σε εργοστάσιο και να παρακαλάει να τον προσλάβουν γιατί έχει φοιτητική βίζα; Έπρεπε να επιστρατεύσουν μεγάλο ψυχικό θάρρος και να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες.

«Αναγκαστήκαμε να κάνουμε δουλειές που στην Ελλάδα δεν υπήρχε περίπτωση να τις κάνουμε» σημείωσε ο Γιώργος που ξεκίνησε να δουλεύει σε εργοστάσιο παραγωγής ασφάλτου και η σύζυγός του Μαρία ως καθαρίστρια.

«Είναι μεγάλη η ψυχολογική πίεση να κάνεις κάτι που δεν σου αρέσει αλλά να είσαι υποχρεωμένος, ειδάλλως θα πρέπει να μαζέψεις τα πράγματα σου και να φύγεις» δήλωσε ο Γιώργος στον «Ν.Κ» και άνοιξε την καρδιά του για να εξομολογηθεί την οικονομική στενότητα που έζησε και ακόμα ζει στην Αυστραλία.

«Δώσαμε όλες τις αποταμιεύσεις μας ως προκαταβολή για την αγορά σπιτιού και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να είμαστε πολύ δύσκολα οικονομικά, ειδικά τα πρώτα χρόνια. Μόνο για βίζες μέσα σε ένα ημερολογιακό έτος πληρώσαμε 20.000 δολάρια» είπε.

Παρ’ όλα αυτά δεν έχει μετανιώσει για την απόφασή του γιατί ελπίζει ότι τα επόμενα χρόνια θα είναι καλύτερα αλλά αυτό που τον πονάει περισσότερο από όλα είναι ότι τα παιδιά τους έχουν ζοριστεί πολύ. «Έρχεσαι σε μια ξένη χώρα και θέλει χρόνο μέχρι να βρεις τα πόδια σου. Τα παιδιά μας έχουν ακούσει πολλά όχι. Το ναι δεν ξέρουν τι σημαίνει. Δεν έχουμε βγει καθόλου έξω από το Περθ. Ήθελαν να πάμε τριήμερη εκδρομή κι εμείς τους λέγαμε πως μπορούμε να πάμε αυθημερόν γιατί το ξενοδοχείο είναι ακριβό. Ήθελαν να πάμε σινεμά κι εμείς αγοράζαμε πατατάκια για να δούμε ταινία στο σπίτι. Στο μέλλον θα τους βγει σε καλό γιατί θα ξέρουν πως είναι οι δυσκολίες και θα έχουν περισσότερες ευκαιρίες» τονίζει και συνεχίζει λέγοντας ότι με τη σύζυγό του Μαρία τα τελευταία χρόνια που είναι στην Αυστραλία έχουν βγει το βράδυ τρεις φορές. Η καθημερινότητα, οι δυσκολίες, το άγχος, δεν μας αφήνουν περιθώριο να σκεφτούμε την προσωπική διασκέδαση» τόνισε.

“Δεν έχουμε βγει καθόλου έξω από το Περθ. Τα παιδιά ήθελαν να πάμε τριήμερη εκδρομή κι εμείς τους λέγαμε ότι μπορούμε να πάμε αυθημερόν γιατί το ξενοδοχείο είναι ακριβό”

«ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΟ ΕΝΑ ΠΟΔΙ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΛΟ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ»

Όμως, το μεγαλύτερο άγχος που αντιμετωπίζει η οικογένεια είναι η αβεβαιότητα της παραμονής. «Το άγχος με τη βίζα είναι μεγάλο γιατί δεν εξαρτάται το μέλλον σου μόνο από σένα, εξαρτάται κι από άλλους παράγοντες. Είμαστε με το ένα πόδι εδώ και το άλλο στον αέρα και ειδικά με 2 παιδιά ηλικίας 5 και 8 ετών είναι πολύ ψυχοφθόρο. Δεν μπορείς να κανείς σχέδια για το μέλλον γιατί δεν ξέρεις πού θα βρίσκεσαι αύριο. Έχουμε καταθέσει τα χαρτιά μας για βίζα μόνιμου κατοίκου (PR) και περιμένουμε να εγκριθεί μέχρι τον Ιούνιο. Τα έξοδα είναι πιο πολλά αν δεν έχεις το PR, ενώ το κόστος ζωής είναι μεγάλο. Οι μισθοί είναι καλοί, αλλά πρέπει να δουλεύουν και οι δυο για να βγει πέρα το νοικοκυριό, κυρίως τα πρώτα χρόνια» εξηγεί.

«Με όλο αυτό το άγχος και την αβεβαιότητα που βιώνει ο σημερινός μετανάστης, θα συμβούλευες τους Έλληνες να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία» τον ρώτησα με μεγάλη απορία.

«Είναι καλό να έχεις ανοιχτά τα φτερά σου. Η Αυστραλία προσφέρει μέλλον προς το παρόν, αλλά θέλει προεργασία να δεις τα προσόντα σου. Πρέπει να δρομολογήσεις τα θέματα της βίζας και να καθοδηγείσαι από εγκεκριμένους agents. Είναι σημαντικό αυτοί που το σκέφτονται να έρθουν με λεφτά γιατί αν έρθουν χωρίς, θα απογοητευτούν και θα θέλουν να γυρίσουν πίσω», είπε.

Εκείνο που εκτίμησε περισσότερο είναι το πνεύμα αλληλεγγύης που ένιωσαν από κάποιους ανθρώπους. «Είχαμε την τύχη να βρούμε κάποιους συγγενείς οι οποίοι μας συμπαραστάθηκαν σε πολύ δύσκολες στιγμές, όπως και κάποιους ανθρώπους, που στην πορεία έγιναν πραγματικοί φίλοι».

Σήμερα ο Γιώργος δουλεύει ως Supervisor στην ίδια εταιρία που ξεκίνησε όταν πρωτοήρθε και η Μαρία ως merchandiser σε μια εταιρία τροφίμων και επίσης διδάσκει ελληνικά σε σχολείο της ελληνικής κοινότητας. Τα παιδιά πηγαίνουν σε δύο σχολεία, αγγλικό και ελληνικό.

Ο Γιώργος και η Μαρία, συμβάλλουν εθελοντικά, μέσω της συνεισφοράς τους σε δύο σχολεία, το St. Andrews Grammar και το Centre of Hellenic Studies Greek School καθώς και στην Ενορία της Ελληνικής Κοινότητας, για τη διατήρηση της ορθοδοξίας και του ελληνικού πολιτισμού στην παροικία.

Όσο για τον «πολιτισμό» της Αυστραλίας μεταξύ σοβαρού και αστείου είπε ότι δεν τον εκφράζει καθόλου ο τρόπος διασκέδασης που έχουν εδώ. «Δεν είναι ελληνικός τρόπος διασκέδασης οι pub. Εμείς λέμε πάμε να πιούμε ποτό και αυτοί πηγαίνουν ήδη πιωμένοι» λέει χαριτολογώντας.