Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο ελληνισμός της διασποράς είναι ο καλύτερος πρεσβευτής της χώρας μας στο εξωτερικό. Γιατί, πράγματι, στις κρίσιμες στιγμές για την πατρίδα, οι ομογενείς μας είναι παρόντες και δίνουν πάντα τον δικό τους αγώνα για τα εθνικά μας δίκαια. Είναι επίσης αλήθεια ότι οι συμπατριώτες μας συγκροτούν δυναμικές κοινότητες, εργάζονται, δημιουργούν και προκόβουν.

Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τα περίφημα «εμβάσματα» με τα οποία σώθηκαν και έζησαν, κατά το παρελθόν, πολλές χιλιάδες οικογένειες εδώ στην Ελλάδα. Ήταν οι εποχές, λίγο μετά τον πόλεμο και τον Εμφύλιο και μέχρι τη δεκαετία του ’70, που η οικονομία μας δεν μπορούσε να προσφέρει ελπίδα στα παιδιά της, να δώσει δουλειές σε όλους.

Σήμερα, η χώρα έχει και πάλι την ανάγκη να στηριχτεί στην ομογένεια. Και τα ξενιτεμένα αδέλφια μας μάς στηρίζουν. Πρώτα απ’ όλα, υποδέχονται φιλόξενα και φροντίζουν τους νέους μας που η χρεοκοπία απομάκρυνε. Τους νεομετανάστες δηλαδή και τα παιδιά του brain-drain. Έχουμε ακόμη τη διακηρυγμένη πρόθεση σημαντικών ομογενών επιχειρηματιών να επενδύσουν στην Ελλάδα, καθώς και τη συμβολή των ομογενειακών οργανώσεων στην οικονομική μας διπλωματία.

Βεβαίως, όλοι συμφωνούμε ότι το κλειδί για τα οικονομικά -και όχι μόνο- προβλήματα της χώρας είναι η ανάπτυξη, όπως κι αν την εννοεί ο καθένας.

Και στο σημείο αυτό, αρχίζουν να τίθενται τα ερωτήματα: Μπορεί η ομογένεια να παίξει κάποιο ρόλο για την ανάπτυξη, και πώς; Υπάρχει δυνατότητα να ανακοπεί και να αναστραφεί το brain – drain; Τι κάνουμε γι’ αυτό; Τι είδους και πόσες επενδύσεις είναι αναγκαίες και προς ποια κατεύθυνση; Ποιες είναι οι δυνατότητες και τα περιθώρια της ελληνικής Πολιτείας να ασκήσει πολιτικές προσέλκυσης και ενθάρρυνσης των επενδύσεων, εγχώριων και ξένων;

Στην πραγματικότητα, η απάντηση σε αυτά και άλλα συνιστά το πολιτικό επίδικο της συγκυρίας που διανύουμε. Και λέω επίδικο και όχι ζητούμενο, καθώς η σχετική συζήτηση έχει μετατραπεί σε ολομέτωπη πολιτική αντιπαράθεση – πολύ συχνά χωρίς όρια.

Όμως, δεν είναι ευχή ή πεποίθηση της κυβέρνησης, είναι και διαπίστωση των περίφημων αγορών, των έγκυρων διεθνών οργανισμών και θεσμών, των δανειστών και εταίρων, των σοβαρών ξένων φιλελεύθερων και προοδευτικών, το γεγονός δηλαδή ότι η ελληνική οικονομία ανακάμπτει, ότι ο οδικός χάρτης για την καθαρή έξοδο στις αγορές είναι ρεαλιστικός και εφικτός, ότι τα Μνημόνια τελειώνουν τον Αύγουστο και όχι αργότερα, ότι η ελάφρυνση του χρέους θα απογειώσει την ανάπτυξη, ότι η Ελλάδα ανακτά την εθνική της κυριαρχία.

Στο πλαίσιο αυτό έχει σημασία να εξετάσουμε τι έχουμε κάνει ως χώρα προκειμένου να περάσουμε οριστικά στη μεταμνημονιακή περίοδο και την ανάπτυξη.

  • Στο πολιτικό επίπεδο, έχουμε εμπεδώσει συνθήκες σταθερότητας και εξυγίανσης του πολιτικού συστήματος.
  • Στο θεσμικό επίπεδο, έχουμε προωθήσει μεταρρυθμίσεις που εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα, την ταχύτητα υλοποίησης και τη διαφάνεια όλων των ασκούμενων δημόσιων πολιτικών.
  • Στο δημοσιονομικό επίπεδο, έχουμε επιτύχει την απαραίτητη ισορροπία, με ταυτόχρονη προστασία των ευάλωτων ομάδων, αυτό δηλαδή που ήταν η επιδίωξή μας: να βγούμε από την κρίση, αλλά με την κοινωνία όρθια.
  • Στο οικονομικό – αναπτυξιακό επίπεδο, έχουμε θέσει τα θεμέλια του νέου αναπτυξιακού υποδείγματος, μέσα από την αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης και της έρευνας, μέσα από την κινητοποίηση όλων των διαθέσιμων κοινοτικών και κρατικών πόρων, μέσα από την εξειδίκευση των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων και στόχων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, ανά τομέα και κλάδο της οικονομίας.

Είναι σημαντικό να τονιστεί και το στρατηγικό αναπτυξιακό σχέδιο που κατατέθηκε στους ευρωπαϊκούς θεσμούς από τον υπουργό Οικονομικών, το οποίο έχει καταρτιστεί με βάση και τα συμπεράσματα των περιφερειακών αναπτυξιακών συνεδρίων. Χωρίς αμφιβολία, αυτό μπορεί και πρέπει να υλοποιηθεί με τη συμβολή και της ομογένειας, που έχει την ουσιαστική δυνατότητα να λειτουργήσει ως γέφυρα ευκαιριών συνεργασίας με τις επιχειρηματικές δυνάμεις των χωρών που τους φιλοξενούν, όπως, βεβαίως, και ως γέφυρα επενδύσεων στη βάση των θετικών αναπτυξιακών προοπτικών της Ελλάδας.

Είναι αυτές οι θετικές αναπτυξιακές προοπτικές που σε συνδυασμό με τον υπερδιπλασιασμό των δαπανών για την έρευνα, την ίδρυση του Ελληνικού Ιδρύματος Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), την πρόσφατη δράση «Ερευνώ – Δημιουργώ – Καινοτομώ» της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ), καθώς και την ίδρυση και λειτουργία του υπερταμείου συμμετοχών EquiFund, κατάλληλα προσαρμοσμένου στη σημερινή οικονομική κατάσταση για τη στήριξη των αξιοποιήσιμων ερευνητικών αποτελεσμάτων, μπορούν να αποτελέσουν μια αλληλοτροφοδοτούμενη και αξιόπιστη διαδικασία ανάπτυξης. Έτσι, είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπιστεί και το πρόβλημα της μετανάστευσης των νέων μας και του brain – drain, πρόβλημα που γίνεται διπλό εάν αναλογιστεί κανείς και τις δαπάνες που καταβάλλει το ελληνικό κράτος για την εκπαίδευση και κατάρτισή τους, προκειμένου, τελικά, να τις αξιοποιήσουν οι οικονομίες άλλων χωρών.

Η ανάπτυξη είναι λοιπόν το κλειδί για το καλύτερο μέλλον της χώρας. Μόνο που, για να έχει αντίκρισμα στην κοινωνία των πολλών, πρέπει να είναι δίκαιη. Και για να είναι δίκαιη, πρέπει να εξασφαλίζει δημιουργική απασχόληση και αξιοπρεπές εισόδημα σε όλους. Πράγμα που σημαίνει επενδύσεις προσανατολισμένες αφενός στη δημιουργία θέσεων εργασίας και αφετέρου στην οικονομία της γνώσης.

Ακριβώς στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να έχει νόημα και η όποια πολιτική αντιπαράθεση, προκειμένου, δηλαδή, να είναι χρήσιμη για τον τόπο και όλους τους Έλληνες, κυρίως για τη νέα γενιά.

* Η Χρυσούλα Κατσαβριά-Σιωροπούλου είναι βουλευτής Καρδίτσας του ΣΥΡΙΖΑ.