Κομμάτια ατόφια, μοναδικά από τη ζωή εκείνων που θελημένα ή αθέλητα, άφησαν πίσω τους την πατρώα γη, είναι η νέα δουλειά της Βάσως Καλαμάρα.
Από τα πιο ουσιαστικά επιτεύγματά της, ότι αποδίδει με ακρίβεια τις συνθήκες, το πνεύμα και την ατμόσφαιρα της εποχής στην οποία αναφέρονται.

Οι ήρωές της ζουν, κινούνται και μιλούν, καθένας με το γνήσιο, ατόφιο χρώμα των χρόνων του.

Η συλλογή αυτή χαρακτηρίζεται από πλούσια σύλληψη θεμάτων, δεμένων σ’ έναν εντυπωσιακό κορμό, όπου η συγγραφέας γνωρίζει καλά πώς να βρει και να αναδείξει την ουσιαστική και χαρακτηριστική λεπτομέρεια.

Η τεχνοτροπία της, σίγουρα ρεαλιστική, αφήνει εντούτοις πάντα χώρο να ξεχυθεί το συναίσθημα, το υποκειμενικό στοιχείο που πλουτίζει και δίνει ψυχή στο λόγο της.

ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΚΑΛΟΥΠΙ

Θεμελιακό γνώρισμα της γραφής της, η ξεχωριστή σημασία που δίνει στην καλλιέργεια και απόδοση της ατμόσφαιρας.
Ο λόγος της σύντομος, κοφτός, πυκνός και περιεκτικός, ζωντανεύει με τρόπο αφοπλιστικό πτυχές, πρωτόγνωρες, θα έλεγε κανείς, από τη ζωή των ξενιτεμένων. Βγαίνει, έχεις την αίσθηση, έξω από το παραδοσιακό καλούπι και δίνει νέες, φρέσκες, ασυνήθιστες και εντυπωσιακές εικόνες από τη ζωή τους, χωρίς να δημιουργεί -κι εκεί, κατά τη γνώμη μου, είναι η αξία- την ελάχιστη υπόνοια ότι στοχεύει με τα βέλη του εντυπωσιασμού.

Σ’ αυτό, η ίδια θα πει: «Δεν μ’ ενδιαφέρει να εντυπωσιάσω με στοιχεία επίπλαστα τον αναγνώστη. Εκείνο που μ’ ενδιαφέρει είναι να μπορέσω να αποδώσω την αληθινή λαλιά των ανθρώπων. Αυτή που βγαίνει από ‘μέσα’ τους, στην καθημερινότητά τους. Να αποδώσω το αληθινό τους πρόσωπο και τον ψυχισμό τους. Μόνο μ’ αυτό το αποτέλεσμα είμαι ικανοποιημένη».

Πράγματι, χαρακτηριστικό πολλών κειμένων της, η αποκάλυψη της ουσίας, μέσα από καθημερινές, σχεδόν ασήμαντες, εκ πρώτης όψης, λεπτομέρειες.
Επιλέγω το διήγημα «O Pateras» που υποψιάζομαι ότι είναι σχεδόν αυτοβιογραφικό, για να δώσω δείγματα του ύφους και της γραφής της. «The atmosphere grew tense. Outside, flies buzzed, maddened. I felt heavy and could hardly move. The school bus had just gone past, taking the children with it.
From the small kitchen window, I saw the distant thick forest. Darkness fell and the treetops lost their light. It was just after eight in the morning.
‘Eh, for sure it’s going to rain’.
The back door of the verandah slammed open and shut with a thump. Father came in. The swarm of flies sitting on his shoulders was scattered outside. I ran to help him. He was carrying two buckets of fresh milk, still frothing, straight from the cows».
Ρυθμός γρήγορος, κοφτός, εικόνες που είναι εκεί μπροστά σου και μπορείς σχεδόν να τις αγγίξεις, λιτότητα περιγραφής εντυπωσιακή.

ΛΥΡΙΣΜΟΣ

Ο λυρισμός που διαπνέει τα κείμενά της, χωρίς να αφαιρεί, εντούτοις, το ελάχιστο από το ‘πραγματικό’, φαίνεται με διαύγεια στην παρακάτω περιγραφή από το ίδιο διήγημα:
 «Ι bent my forehead against my bedroom window. I felt cooler. Outside, the rain had suddenly stopped. From the small window, I saw the tall trees that stood opposite the narrow gravel road, jarrahs and redgums. At the end of the road, near the well, stood a large old banksia, with big velvet cones of deep orange flowers, like a mythical candelabra, fully alight. All of them were soaked with rain».

Ας μη σκεφτεί, όμως, κανείς ότι στη συλλογή αυτή δεν κάνουν την παρουσία τους στοιχεία ωμής τραχύτητας που αγγίζει τα όρια του χυδαίου, αλλά και του απόλυτου ρεαλισμού: «He put the last piece of food into his mouth, and wiped it carefully. He glanced at her. She watched him. Her eyes, still beautiful, were like two crystal lenses. Over those imagined lenses she wore spectacles. He would like to say that the food was well cooked, very tasty. But he didn’t bother. A sweet lethargy prevented him.
She bent towards him and gathered two crumbs.
‘ Bloody pig!’ she whispered. “You don’t eat like a human being’.
Chris pretended he didn’t hear. But without thinking, he surprised himself too. He opened the five fingers of his right hand and stretched them over his empty plate. He swore in Greek.
‘Fuck you, bitch! You are raving again.’ His eyes flashed from the insult. He hated her.
Lilian laughed with revulsion and deep scorn. She raised two open fingers in a rude gesture. “You can’t do it, eh? You’re finished, you’re at the end of the line’. She swore in English. ‘Fuck you!’

ΚΕΡΔΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ

Επιλέγω από το αυτοβιογραφικό της περίγραμμα, για να δώσω δείγματα της ζωντάνιας του ύφους της και της εμμονής της στη λεπτομέρεια που, αναμφισβήτητα, κερδίζουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Είναι από το διήγημα PROMITHEAS AND HIS OFFERINGS.

“Every morning the Acropolis waited for me to wake up to greed it. Each evening our neighbourhood filled with boys my own age. I was the tomboy, the leader of a group with a thirst for learning. We played hide – and – seek around the columns of the Parthenon, Erecthion and the theatre of Irothou tou Attikou. We used to turn up and down the sacred road or play amongst the ruins of the ancient market. We used the broken columns of the Temple of Yphaistos as riding saddles down to Thission”.
Eίναι στιγμιότυπα της παιδικής της ζωής, αφού η ίδια θα πει ότι το πατρικό της ήταν στα πόδια της Ακρόπολης, στην οδό Ηρακλειδών και από το παράθυρό της έβλεπε την Ακρόπολη.

Βιώματα που θα μείνουν μέσα της ολοζώντανα και θα την συντροφεύουν στην απίστευτη δεκαετία που έζησε στην ύπαιθρο της Δυτ. Αυστραλίας, μέσα στην απόλυτη απομόνωση.

Στο ίδιο διήγημα, ακούμε τη φωνή της να δονείται από το πάθος της απογοήτευσης που αρνείται εντούτοις, επίμονα, να την αφήσει να την κυριεύσει. Δύναμη παίρνει – για πολλοστή φορά – απ’ τις ρίζες της: “From the moment of anchorage in this foreign land all my hopes and dreams disappeared in the wind. The place was alien and unwelcoming. I did, however, bring with me my roots and the culture of my forefathers and memories of all the days and nights that I had lived surrounded by the little hills of the Muses and Pnika, the memorial of Philopapou, the rock of ancient Vima, the church bells of St. Marina and St. Athanasios, the landscape that gave birth to western civilisations”.

Η ειλικρίνεια των αισθημάτων της, ο εκούσιος συμβιβασμός με τα δεδομένα στη νέα γη, η καθαρή ματιά με την οποία βλέπει τα πράγματα και δε διστάζει πολύ λιγότερο φοβάται, να πει με τ’ όνομά τους, θα φανεί στη συνέχεια του ίδιου διηγήματος που θα ήθελα να δώσω, αυτή τη φορά, μεταφρασμένο στη γλώσσα μας.
«Κοιτάζοντας πίσω τώρα, μπορώ να δω ότι ήμουν φορτισμένη από όλα αυτά τα θεία δώρα που έφερνα μαζί μου στη νέα γη. Φύλαγα σαν πολύτιμο θησαυρό τη γλώσσα μου και ήθελα και οι άλλοι να την αγαπήσουν, όπως την αγαπούσα εγώ. Ποθούσα να ακούσω αυτούς τους καινούργιους ανθρώπους να πουν στα ελληνικά: μητέρα, Θεός, ηλιοβασίλεμα, αγάπη μου, και να πούνε Όμηρος και όχι Homer, να πούνε Οδυσσέας και όχι Ulysses.

Κυριευμένη ολοσχερώς από τη γλώσσα, τις ιστορίες και όλα εκείνα που γνώριζα και αγαπούσα, το εύρισκα αφόρητα δύσκολο να ανοιχτώ σ’ όλον αυτόν τον νέο κόσμο γύρω μου».

Στον ίδιο ειλικρινή και απολογητικό, κατά κάποιο τρόπο, τόνο, θα πει: «Τα πρώτα χρόνια ένιωσα προδομένη και ήμουν κλεισμένη σαν το πουλί στο κλουβί. Η Αυστραλία έγινε μια αφιλόξενη γη εξορίας κι’ εγώ η ίδια σκλάβα της δουλειάς».
Τον συμβιβασμό θα τον επιτύχει όταν χρόνια αργότερα –υποψιάζεται κανείς μια δεκαετία– θα ακουστεί η φωνή της.
«Αργότερα, μετά από αγώνα, πέτυχα να ακουστεί η φωνή μου και να γίνω αποδεχτή και ήταν τότε και μόνο τότε που η Αυστραλία έγινε η νέα μου πατρίδα – χωρίς ωστόσο να προδώσω την παλιά μου πατρίδα».

Το συμπέρασμα που περικλείει όλη τη φιλοσοφία της για όσους έχουν δυο πατρίδες βρίσκεται στο τέλος του διηγήματος αυτού: «Ο Προμηθέας ήλθε στη γη για να προσφέρει τη φωτιά. Δεν ήλθε για να αφήσει τον αετό να φάει το συκώτι του, ούτε για να είναι δεμένος με αλυσίδες και να ψήνεται κάτω από τον αυστραλιανό ήλιο της ερήμου. Αν μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε το ωραίο και το καλό σ’ όλα τα πράγματα, κάθε χώρα έχει τέτοιους θεούς. Μόνο το όνομά τους αλλάζει».
Η επιμέλεια και η έκδοση του βιβλίου έγινε από την Ελένη Νίκα. Στο εξώφυλλο, το οπισθόφυλλο και μέσα στο βιβλίο απεικονίζονται πίνακες του γνωστού και καταξιωμένου γλύπτη και ζωγράφου Λεωνίδα Καλαμάρα. 

Η παρουσίαση θα γίνει την επόμενη Πέμπτη, 16 Φεβρουαρίου, στη State Library of Western Australia, στις 4μμ.
Καλή επιτυχία σε μία ακόμη εξαιρετική δουλειά της Βάσως Καλαμάρα.