Σχεδόν ένα δισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο χάνουν οι συνταξιούχοι καθώς τα συνταξιοδοτικά ταμεία (superannuation funds) δεν καταφέρνουν να εφαρμόσουν σωστά την φοροαπαλλαγή που αποσκοπεί στην μεγιστοποίηση των εισοδημάτων των δικαιούχων κατά την συνταξιοδότηση.

Ως γνωστόν, οι συνταξιοδοτικοί λογαριασμοί χωρίζονται σε δύο φάσεις: αυτήν της ‘συγκέντρωσης’ που διαρκεί όσο οι δικαιούχοι εργάζονται και εκείνη της σύνταξης. Στην πρώτη φάση, οι αποδόσεις των καταθέσεων φορολογούνται με συντελεστή 15% ετησίως, ενώ στην δεύτερη φάση, φορολογούνται με μηδενικό συντελεστή. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος διατηρήσει τον ίδιο λογαριασμό πριν και μετά την συνταξιοδότησή του, θα δει τα ετήσια έσοδά από τις αποδόσεις να αυξάνουν σημαντικά.

Ωστόσο, όπως προκύπτει από δημοσίευμα της εφημερίδας Weekend Australian, οι συνταξιούχοι των ταμείων που ανήκουν στις τράπεζες και τις ασφαλιστικές εταιρίες (retail superfunds), χάνουν σχεδόν τα μισά από τα κέρδη που κανονικά δικαιούνται, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις τα ταμεία καταβάλουν μικρότερες αποδόσεις στους συνταξιούχους από αυτές που δίνουν στην περίοδο της συσσώρευσης, παρά το ότι συνεχίζουν να πραγματοποιούν επενδύσεις ίδιας απόδοσης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες συνταξιούχων να χάνουν ετησίως από 1000 μέχρι 2500 δολάρια.

Αντιθέτως, τα μη κερδοσκοπικά ‘κλαδικά’ συνταξιοδοτικά ταμεία (industry superfunds) κατά κανόνα αποδίδουν στους ασφαλισμένους τα έσοδα από τα φορολογικά οφέλη.

Η διαπίστωση αυτή δικαιώνει την έκκληση της Επιτροπής Παραγωγικότητας για την αναγκαιότητα ευρείας μεταρρύθμισης στο συνταξιοδοτικό σύστημα, το οποίο χαρακτήρισε ως ‘άτυχη λοταρία’ για ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων που βγαίνουν στην σύνταξη και βλέπουν τις καταθέσεις τους να έχουν διαβρωθεί από την κακή απόδοση του συνταξιοδοτικού τους λογαριασμού.

Οι φορολογικές ελαφρύνσεις των συνταξιοδοτικών λογαριασμών αποτελούν μία αναγκαία ασφαλιστική δικλίδα του συστήματος, καθώς επιτρέπουν στους συνταξιούχους να εξασφαλίσουν την αξιοπρεπή διαβίωσή τους, χωρίς να χρειαστούν κρατική σύνταξη. Ως εκ τούτου, η αποτυχία των τραπεζικών συνταξιοδοτικών λογαριασμών να προσφέρουν στους δικαιούχους τις αποδόσεις των φοροαπαλλαγών, έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω επιβάρυνση των φορολογουμένων και του κράτους με το κόστος των συντάξεων.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα κακής χρήσης των αποδόσεων είναι το συνταξιοδοτικό ταμείο MLC MKey της NAB που την τελευταία πενταετία αποδίδει στους δικαιούχους 8,54% σε κέρδη όσο είναι ακόμη εργαζόμενοι, ενώ 8,12 (δηλαδή 0,42 ποσοστιαίες μονάδες λιγότερο) όταν βγουν στην σύνταξη.

Απαντώντας στην εφημερίδα, η το ταμείο δήλωσε ότι ο συγκεκριμένος λογαριασμός δεν δέχεται νέα μέλη, τονίζοντας ότι η σύγκριση θα πρέπει να γίνει με τον νέο λογαριασμό MLC MasterKey Pention Fundamentals που απέδωσε 10,7% στους δικαιούχους.

Από την πλευρά της εταιρείας ορκωτών λογιστών Rice Warner, τονίζεται ότι ενώ ο φόρος των συνταξιοδοτικών ταμείων είναι 15%, στην πράξη οι εργαζόμενοι πληρώνουν από 6% μέχρι 15%, λόγω διαφόρων εκπτώσεων φόρων που συμψηφίζονται. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι ο μέσος συνταξιούχος δεν θα δει αύξηση 15% στην απόδοση των καταθέσεών του, αλλά σε κάθε περίπτωση, τα έσοδα θα πρέπει να είναι μία αντανάκλαση της φοροαπαλλαγής.

Δεδομένου ότι τα περισσότερα ταμεία πληρώνουν 10-15% σε φόρους στην φάση της συσσώρευσης, αυτό θα σημαίνει ότι, με συντηρητικούς υπολογισμούς, οι συνταξιούχοι θα πρέπει να περιμένουν αύξηση της αποδοσης της τάξης τουλάχιστον 0,85 ποσοστιαίων μονάδων. Όμως τα δέκα μεγαλύτερα συνταξιοδοτικά ταμεία προσφέρουν αποδόσεις που δεν ξεπερνούν τις 0,36 ποσοστιαίες μονάδες.

Η ανάλυση του κλάδου είναι εξαιρετικά δύσκολη, δεδομένου ότι αυτήν την στιγμή οι χρηματοπιστωτικοί και ασφαλιστικοί οργανισμοί λειτουρχούν 32.249 διαφορετικούς συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς, ενώ τα κλαδικά ταμεία προσφέρουν μόλις 688. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι, ακόμη και σε περιπτώσεις που οι λογαριασμοί έχουν το ίδιο όνομα στην φάση της συσσώρευσης και στην φάση της συνταξιοδότησης, αυτό δεν σημαίνει ότι πραγματοποιούν τις ίδιες επενδύσεις, ώστε να έχουν ίδιες αποδόσεις.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα της Weekend Australian, ένα από τα ‘τεχνάσματα’ που χρησιμοποιούν τα συνταξιοδοτικά ταμεία των τεσσάρων μεγάλων τραπεζών για να διασφαλίσουν κέρδη εκατοντάδων εκατομμυρίων είναι να προσφέρουν στους δικαιούχους αποδόσεις που αντιστοιχούν στο ένα τέταρτο της αξίας τους.