Ένας από τους πιο γνωστούς Ευρωπαίους περιηγητές που επισκέφθηκαν την σκλαβωμένη ακόμα Ελλάδα στις αρχές του 1800 ήταν ο Γάλλος Françoise-René Chateaubriand (Σατωμπριάντ εφεξής) ο οποίος είχε υπηρετήσει ως διπλωμάτης και Πρέσβης της Γαλλίας σε διάφορες πρωτεύουσες της Ευρώπης, και χρημάτισε Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας κατά την περίοδο 1823-1824, και από τη θέση εκείνη είχε υποστηρίξει σθεναρά την Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821.

Το 1806 έκανε ένα ταξίδι από τη Γαλλία στην Ελλάδα και στη συνέχεια στην Ιερουσαλήμ, τις εμπειρίες του οποίου αποτύπωσε στο βιβλίο του ‘Οδοιπορικό. Η Ελλάδα του 1806. Από το Παρίσι στην Ιερουσαλήμ’, (1811).

Στο εν λόγω βιβλίο του ο Σατωμπριάντ αναφερόταν εκτενώς στην Ελλάδα της εποχής εκείνης, και έδινε εξαίσιες περιγραφές της φυσικής ομορφιάς της, των ιστορικών μνημείων που μαρτυρούσαν το μεγαλείο του ελληνικού πολιτισμού από τη μια, αλλά και ρεαλιστικές περιγραφές για τις απαίσιες συνθήκες ζωής των υπόδουλων Ελλήνων.

Το βιβλίο εκείνο είχε μεγάλη απήχηση στην Ευρώπη, και συνέβαλε σημαντικά στην καλλιέργεια και διαμόρφωση των φιλελληνικών συναισθημάτων κατά τα πρώτα στάδια της Επανάστασης του 1821.

Ο Σατωμπριάντ τον τίτλο του Φιλέλληνα τον οφείλει κυρίως στο περίφημο ‘Υπόμνημα περί της Ελλάδος’, 1825, το οποίο κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσε φιλελληνικό μανιφέστο κατά τη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης.

Ο Σατωμπριάντ κλείνει ως ακολούθως το ‘Υπόμνημα περί της Ελλάδος’:

«Αλλά οποιεσδήποτε και αν είναι οι πολιτικές αποφάσεις, ο αγώνας των Ελλήνων έχει καταστεί κοινός αγώνας όλων των εθνών. Φαίνεται πως τα αθάνατα ονόματα των Σπαρτιατών και των Αθηναίων κέρδισαν τη συμπάθεια όλου του κόσμου. Σε όλα τα μέρη της Ευρώπης έχουν συσταθεί Επιτροπές για τη βοήθεια των Ελλήνων, οι συμφορές και τα ανδραγαθήματα των οποίων έστρεψαν την προσοχή όλων στην ελευθερία τους…».

Ο Σατωμπριάντ ανέφερε πως πρόθεσή του δεν ήταν να αναφερθεί στην ιστορία του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων, γιατί επί αυτού είχαν γραφεί πολλά συγγράμματα. Εκείνο που επιδίωκε να κάνει με το Υπόμνημά του ήταν αφενός να ανασκευάσει τα αρνητικά επιχειρήματα των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης την εποχή εκείνη, και αφετέρου να προλειάνει το έδαφος για τη συμπαράσταση του αγωνιζόμενου ελληνικού λαού.

Το γεγονός ότι το Υπόμνημα γράφτηκε από έναν επιφανή Γάλλο, που ως Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας ήταν πλήρως εξοικειωμένος με την κατάσταση, όπως αυτή επικρατούσε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, δίνει στις θέσεις που είχε προβάλει μεγαλύτερη βαρύτητα.

Κατά την προεπαναστατική περίοδο ο Σατωμπριάντ μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απλός περιηγητής, και ως ρομαντικός λογοτέχνης, που μελαγχολούσε βλέποντας τους απογόνους των αρχαίων Ελλήνων να ζουν σε ελεεινή κατάσταση. Όμως, με το ξέσπασμα της Επανάστασης, βλέποντας την αγωνιστικότητα των Ελλήνων από τη μια, και την αρχικά αδιάφορη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης προς το αγωνιζόμενο ελληνικό έθνος στη συνέχεια, εξελίχθηκε σε ένθερμο φιλέλληνα, και τάχθηκε ανεπιφύλακτα υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων.

Ο Φρανσουά ντε Σατωμπριάντ πέθανε στο Παρίσι το 1848.

Ο ΦΙΛΕΛΛΗΝΑΣ ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝ

Ο Λόρδος Βύρων γεννήθηκε τον Ιανουαρίου 1788 στο Λονδίνο, και καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια. Ήταν Άγγλος ποιητής, ηγετική μορφή του ρομαντισμού και ένας από τους πιο ένθερμους Φιλέλληνες, που έδωσαν τη ζωή τους για την ελευθερία της Ελλάδας.

Ο Λόρδος Βύρων σπούδασε σε ανώτερα αγγλικά κολέγια, έμαθε να μιλά τα ελληνικά, και ταξίδευε πολύ. Στην Ευρώπη ήταν γνωστός για την ποίησή του παρά το νεαρό της ηλικίας του, αλλά και για τις περιπέτειες και την ρομαντική του φύση, και υπήρξε ίσως ο μεγαλύτερος συντελεστής για την έξαρση του φιλελληνικού κινήματος.

Σε ηλικία 21 χρόνων είχε ψηφισθεί βουλευτής, και πολλές φορές βρέθηκε αντίθετος με τους άλλους λόρδους, διότι έδειχνε ενδιαφέρον για τα ζητήματα της εργατικής τάξης.

Το 1809 ταξίδεψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Μετά από επισκέψεις σε διάφορες πόλεις πήγε στην Αθήνα, όπου έμεινε για δύο μήνες. Ο Βύρων μαγεύτηκε από τη φυσική ομορφιά της Ελλάδας, και θαύμασε ό,τι είχαν διασωθεί από τα έργα των αρχαίων Ελλήνων.

Ένα αττικό δειλινό ο Λόρδος Βύρων ανέβηκε προσκυνητής στην Ακρόπολη για να θαυμάσει το αρχαίο κάλλος, αλλά έφριξε από αγανάκτηση και περιέπεσε σε θλίψη, όταν αντίκρισε κατεστραμμένο και λεηλατημένο το ναό της Αθηνάς. Ήταν νωπή ακόμα η ιεροσυλία που είχε διαπράξει ο Σκωτσέζος λόρδος ‘Ελγιν, ο οποίος το 1804 ξήλωσε από τον Παρθενώνα έναν αριθμό γλυπτών και τα μετέφερε στην Μεγάλη Βρετανία.

Μετά από εκείνη την επίσκεψη στην Ακρόπολη ο Λόρδος Βύρων έγραψε το ποίημά του ‘The Curse of Minerva’ (Η Κατάρα της Αθηνάς), μια από τις νεανικές ποιητικές δημιουργίες του φιλέλληνα ποιητή.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα του ποιήματος εκείνου σε ελληνική μετάφραση. Το πρόσωπο που μιλάει υποτίθεται ότι είναι η θεά Αθηνά.

Ω θνητέ, μου είπε τότε η γαλανομάτα η κόρη,
τούτο το μαντάτο φέρε στης πατρίδας σου τα όρη:
Αν και έχω παρακμάσει, να εκδικηθώ μου μένει
και ν’ αποστραφώ μια χώρα σκοτεινή κι ατιμασμένη.
Άκουσε, λοιπόν, τις ρήσεις της θεάς Παλλάδας μόνο:
άκουσε και σώπα: τ’ άλλα θα ειπωθούν από το χρόνο.
Πρώτα στο κεφάλι εκείνου που ‘κανε αυτήν την πράξη
η κατάρα μου θ’ αστράψει, ίδιον και γενιά να κάψει.
Ούτε μία σπίθα πνεύμα να μην έχουν τα παιδιά του
και αναίσθητα να είναι, όπως και η αφεντιά του.

Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση ο Βύρων έδειξε αμέσως το ενδιαφέρον του για τον αγωνιζόμενο ελληνικό λαό.

Το 1823 έγινε μέλος του «Φιλελληνικού Κομιτάτου», ενός συλλόγου από Άγγλους φιλελεύθερους και φιλέλληνες, που είχαν σκοπό να ενισχύσουν τους αγωνιζόμενους Έλληνες. Σε κάποιον φίλο του έγραψε τα ακόλουθα: «Αποφάσισα να πάω στην Ελλάδα… Αν είμαι ποιητής το χρωστώ στην Ελλάδα».

Το δεύτερο ταξίδι του στην Ελλάδα ο Λόρδος Βύρων το έκανε τον Αύγουστο 1823 και αποβιβάστηκε στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς. Ήταν η περίοδος που οι επαναστάτες Έλληνες ήταν διχασμένοι, κι εκείνο τον πίκραινε πολύ. Περίμενε μήπως πάψουν οι διχόνοιες, αλλά του κάκου. Έχοντας διορισθεί αντιπρόσωπος του «Φιλελληνικού Κομιτάτου» της Μεγάλης Βρετανίας, μοίρασε στους επαναστάτες τα εφόδια που του είχαν στείλει από το Λονδίνο. Από δικά του χρήματα έστειλε στον Μαυροκορδάτο 4.000 λίρες για τη συντήρηση του στόλου.

Τον Ιανουαρίου του 1824 έφθασε στο Μεσολόγγι, όπου οι αγωνιζόμενοι Έλληνες τον υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό. Εκεί συνεργάσθηκε με άλλους ξένους εθελοντές, και με δικά του έξοδα οργάνωσε τον στρατό και φρόντισε για την οχύρωση του Μεσολογγίου.

Στις 25 Ιανουαρίου η κυβέρνηση τον αναγνώρισε αρχιστράτηγο. Οι κόποι του, όμως, για την οργάνωση του στρατού και για τη συμφιλίωση των οπλαρχηγών, καθώς και το κακό κλίμα, υπέσκαψαν την υγεία του.

Στις 9 Απριλίου έπεσε στο κρεβάτι με δυνατό πυρετό. Παραμιλούσε διαρκώς, αλλά και τότε ακόμα παρακινούσε τους Έλληνες να συμφιλιωθούν, για να πετύχουν την απελευθέρωσή τους.

Τα χαράματα της 19ης Απριλίου 1824, Δευτέρα του Πάσχα, άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεσολόγγι, σε ηλικία 36 χρονών. Όπως έγραψα την περασμένη εβδομάδα, η ημερομηνία αυτή καθιερώθηκε στην Ελλάδα με Προεδρικό Διάταγμα ως ‘Ημέρα Φιλελληνισμού και Διεθνούς Αλληλεγγύης’.

Τα τελευταία λόγια του Λόρδου Βύρωνα ήταν για την Ελλάδα: «Της έδωσα τον χρόνο, την υγεία μου, την περιουσία μου, και τώρα της δίνω τη ζωή μου. Τι μπορούσα να κάνω περισσότερο;».

Ο θάνατός του άπλωσε βαρύ πένθος σε όλους τους αγωνιζόμενους Έλληνες, οι οποίοι τον έκλαψαν σαν πραγματικό αδερφό και προστάτη. Μετά το θάνατό του είχε γίνει σύμβολο του φιλελληνισμού και ανακηρύχθηκε εθνικός ήρωας.

Μετά την κηδεία του στο Μεσολόγγι η σορός του μεταφέρθηκε στο Λονδίνο. Τις ημέρες εκείνες ο Διονύσιος Σολωμός έγραψε το μεγάλο ποίημά του με τίτλο ‘Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον’ το οποίο απαρτίζεται από 166 τετράστιχες στροφές, και αρχίζει με την ακόλουθη στροφή:

Λευθεριά, για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί,·
τώρα σίμωσε και κλάψε
εις του Μπάιρον το κορμί.

Μετά την απελευθέρωση η Ελλάδα τίμησε τον Βύρωνα με άγαλμα που υψώνεται στο Ζάππειο, στη γωνία που βλέπει προς την Ακρόπολη και παριστάνει τον φιλέλληνα κοντά σε μια γυναίκα, την Ελλάδα, που τον στεφανώνει.

Για τους Ευρωπαίους ποιητές και ζωγράφους ο θάνατος του Βύρωνα είχε γίνει σύμβολο του αγώνα για την καταπολέμηση του δεσποτισμού, και την αποκατάσταση της αξιοπρέπειας των υπόδουλων λαών, η οποία μόνο με την απόκτηση της ελευθερίας τους θα μπορούσε να επιτευχθεί. Ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων είχε ταυτιστεί με αυτό το σύμβολο.

Ο Λόρδος Βύρων πέθανε νέος, στην ηλικία των 36 ετών, αλλά άφησε πίσω ένα σπουδαίο έργο, ποιητικό, ανθρωπιστικό, αλλά πάνω απ’ όλα φιλελληνικό. Δεν ευτύχησε όμως να δει ελεύθερη την Ελλάδα που τόσο είχε αγαπήσει.