Στο παρακάτω κείμενο ο Βασίλης Βασιλικός κάνει μια κριτική αποτίμηση του τελευταίου βιβλίου του ομογενή συγγραφέα Γιάννη Βασιλακάκου. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο έγκυρο αθηναϊκό περιοδικό «Οικονομική Επιθεώρηση» (που συνεργάζεται με το βρετανικό περιοδικό “Economist”), την 1 Ιουνίου 2018, στη σελίδα “Αισθημάτων Νομίσματα”.

Χρειαζόταν ένας απόδημος για να γράψει αυτό το βιβλίο, που περιλαμβάνει 27 καταθέσεις-μαρτυρίες ελλαδικών συγγραφέων, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Η περιπέτεια της γραφής» από τις εκδόσεις Οδός Πανός. Γιάννης Βασιλακάκος, το όνομά του, κάτοικος Μελβούρνης, παλαιότερα στους Αντίποδες, συγγραφέας ο ίδιος και κριτικός, που ήθελε να κάνει γνωστούς στους απόδημους τους συγγραφείς της νεότερης Ελλάδας. Όλες αυτές οι συνεντεύξεις πρωτοδημοσιεύτηκαν στις ελληνόφωνες εφημερίδες της Αυστραλίας: «Νέος Κόσμος», [περ.] «Αντίποδες», «Ελληνοαυστραλιανή Παροικία» [εφ.] «Ελληνικός Κήρυκας», «Νέα Ελλάδα». Προηγείται της κάθε συνέντευξης η καταγραφή από τον Βασιλακάκο της προσέγγισης του κάθε συγγραφέα, ο τόπος όπου έγινε, το σπίτι ή το καφέ, κι έτσι ο αναγνώστης γνωρίζει ποιος μιλά, πού έγινε η συνέντευξη και άλλες λεπτομέρειες που τον βοηθούν να μπει στο κλίμα.

Η πρωτοτυπία των συνεντεύξεων είναι ότι ενώ ο καταγράφων γνωρίζει σε βάθος τα έργα των συγγραφέων, ο αναγνώστης που δεν τα ξέρει βοηθιέται να καταλάβει περί τίνος πρόκειται από τις ερωτήσεις που τους κάνει. Με το «δίκανο» αυτό πετυχαίνει ένα διπλό στόχο: και ο αναγνώστης να μάθει πολλά και ιδιωτικά συμβάντα των συνεντευξιαζομένων, αλλά και να πληροφορηθεί, απόλυτα σχεδόν, για τον τρόπο που γράφουν, για τα θέματα των βιβλίων τους, για τη φιλοσοφία τους γενικώς περί λογοτεχνίας. Ο Βασιλακάκος καταγράφει τον προφορικό τους λόγο και τον αφήνει ακριβώς όπως αποτυπώθηκε στο μαγνητόφωνό του. Εντύπωση μου έκανε ο προφορικός λόγος του Αλέξανδρου Ασωνίτη, του Δημοσθένη Κούρτοβικ, του Νάνου Βαλαωρίτη και πολλών ακόμα, ενώ ο προφορικός λόγος του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, ατόφιος, όπως εκφωνήθηκε, αγγίζει τη σουρεαλιστική γραφή. Πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένα. Δεν βγάζεις νόημα δηλαδή.

Ακόμα κι εγώ ο ίδιος, έχοντας παρακολουθήσει θέλοντας και μη μέσω του «Άξιον Εστί» τη βιβλιοπαραγωγή της τελευταίας 30ετίας, έμαθα πολλά για τη ζωή και τις απόψεις των συγγραφέων, που αγνοούσα ολότελα. Π.χ. τον Βασίλη Αλεξάκη τον ρωτά: «Πώς εξηγούνται οι πολλαπλές σας ιδιότητες του συγγραφέα, δημοσιογράφου, σκηνοθέτη, σκιτσογράφου; Και ποια ιδιότητα αγαπάς περισσότερο;».

«Φυσικά, είναι η συγγραφή», απαντά ο ερωτώμενος, «γιατί αυτό κυρίως αισθάνομαι». Στη συνέχεια όμως εξηγεί: «Σκεφτόμουνα να γίνω ζωγράφος μικρός και αυτό με οδήγησε στο σκίτσο που με διασκέδαζε γιατί υπάρχει το χιούμορ. Επηρεάστηκα και από την παράδοση του γαλλικού σκίτσου, που ήταν πολύ μεγάλη… Η δημοσιογραφία με βοήθησε πάρα πολύ στο γρ’ψιμο, στη γλώσσα, αλλά και στο να γνωρίσω καταστάσεις που δεν θα γνώριζα ποτέ αλλιώς. Αυτό ήτανε και το επάγγελμά μου. Έκανα και κριτική βιβλίου στη Le Monde. Τελικά με κούραζε πολύ».

«Σε ποια ηλικία σταμάτησες και αφιερώθηκες αποκλειστικά στο γράψιμο;»

«Γύρω στα σαράντα».

Με τον Ασωνίτη μπαίνει στα βαθιά νερά των τριών μυθιστορημάτων του. «Υπαινίσσεσαι», τον ρωτάει σε κάποια στιγμή της συνέντευξης, «ότι οι Έλληνες πεζογράφοι υστερούν έναντι των ξένων;». «Νομίζω», η απάντηση, «ότι καμία εθνική πεζογραφία δεν μπορεί να αναπτυχθεί εφόσον η κοινωνία δεν είναι ανεπτυγμένη, δεν έχει ισχυρές αστικές δομές… Η πεζογραφία είναι γνώρισμα κοινωνιών αστικώς ανεπτυγμένων».

Και στο ερώτημα: «Τι ακριβώς καθορίζει τη θεματολογία στα μυθιστορήματά σου;» εκείνος απαντά: «Στο “Η συνείδηση της αιωνιότητας” το θέμα είναι το γιατί και το πώς κάποιος φτάνει στο φόνο στις διαπροσωπικές σχέσεις. Με απασχολούσε πώς κάποιος μπορεί να σκοτώσει, όταν γνωρίζει κι έχει σχέσεις με το θύμα… Στο δεύτερο, “Λάλον ύδωρ”, ο Πωλ Κηρουλάριος, Εύσθενος (όπως αυτοαποκαλείται), παγκοσμίως γνωστός μεγαλοεφοπλιστής με έδρα το Λονδίνο, συγκλονισμένος απ’ το ιστορικό έγκλημα του χριστιανισμού κατά του ελληνισμού προσπαθεί με συμβολικές ενέργειες να προβάλει την ανάγκη για επαναφορά του δωδεκάθεου στην Ελλάδα και των αρχαίων λατρειών όλων των λαών της γης. Στο τρίτο, “Γεια σου, τηλεόραση!”, η βία στρέφεται εναντίον των τηλεοπτικών μεσαζόντων, τους οποίους – οι απαγωγείς – δεν γνωρίζουν. Ο άνθρωπος έχει μάθει, είναι φτιαγμένος για να ζει με βάση να ορίζει το βήμα του, να νιώθει ό,τι αγγίζει το χέρι του και ό,τι βλέπει να βρίσκεται μέσα στο αληθινό πεδίο της οράσεώς του. Η τηλεόραση είναι ψεύτικο πεδίο οράσεως, ανύπαρκτο, που μεταβάλλει τη σχέση άνθρωπος-πραγματικότητα. Θυμηθείτε τον κορμοράνο που δήθεν ήταν θύμα του Σαντάμ. Οι απαγωγείς (στο μυθιστόρημά μου) εκμεταλλεύονται το ψεύδος αυτό και στήνουν ένα παγκόσμιο reality show».

Κι ο ποιητής Γιάννης Κοντός στο «Πώς εξηγείς το πάθος τόσων Ελλήνων να γράφουν ποίηση;», αποκρίνεται: «Πάντα γράφανε ποιήματα εδώ στην Ελλάδα όλοι, καλοί και κακοί. Είναι μεγάλη φτωχομάνα η ποίηση. Τα τελευταία χρόνια γράφουν μυθιστορήματα νοικοκυρές, εφοριακοί, αεροπόροι. Ογκωδέστατα, 500 σελίδων. Βοήθησε κι η τηλεόραση σ’ αυτό. Λένε λοιπόν: “Ο Νίκος άνοιξε την πόρτα, έφερε τον καφέ και μετά έκλεισε την πόρτα”. Ε, αυτό δεν είναι λογοτεχνία φυσικά. Ούτε πειράζει που γράφουν. Ας γράφουν».

«Η περιπέτεια της γραφής» του απόδημου Γιάννη Βασιλακάκου φωτίζει εκ των ένδον την «εδώδιμη» λογοτεχνική παραγωγή. Ένα βιβλίο μοναδικό στο είδος του.