Είναι τώρα γύρω στα τριάντα χρόνια (ίσως και περισσότερα) όταν βρεθήκαμε με την σύζυγό μου στο Gold Cost και τυχαία γνωρίσαμε την κυρία Γεωργία.

Για να ξεκουραστούμε είχαμε καθίσει σ´ ένα σκαμνάκι, όταν από το πουθενά ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.

«Α!» απευθυνόταν σ’ εμάς η γυναικεία φωνή χωρίς καν να μας γνωρίζει και να την γνωρίζουμε. «Η Γεωργία είμαι» συστήθηκε μόνη της.

Η Γεωργία είναι μια γυναίκα ιδιόρρυθμη ακόμα και ο χαρακτήρας της σπάνιος, όπως σπάνια ήταν και η γνωριμία μας. Η καλοσύνη της και ο τρόπος που μας πλησίασε για να την γνωριστούμε ήρθε από το πουθενά.

Ήταν τυχαία όλα και έτσι μας δόθηκε και η ευκαιρία να γνωρίσουμε και τον χαρακτήρα της Γεωργίας.

Από τότε που την συναντήσαμε και την γνωρίσαμε, αποκτήσαμε και μια πραγματική μια ειλικρινή φιλία η οποία κράτησε πολλά χρόνια. Μέσα στην πολύχρονη αυτήν γνωριμία μας έχουμε συζητήσει πολλά και έχουν ειπωθεί απίθανες ιστορίες. Αληθινές περιπέτειες της ζωής για τις οποίες θα νόμιζε κανείς ότι είναι φανταστικές και δεν θα επιτρεπόταν να μεταφερθούν σε άλλους.

Όλα αυτά τα έχουμε μοιραστεί μεταξύ μας και έχουν μείνει μέσα μας. Μερικές απ’ αυτές τις ιστορίες είναι συζητήσιμες και άλλες λόγω της γνωριμίας μας και την εκτίμησή μας προς την Γεωργία και τον εαυτόν μας τις κρατάμε μέσα μας.

Η Γεωργία μας έχει διηγηθεί ότι είναι και η ίδια μία «νύφη» από τη μαζική μετανάστευση του 1950-1970. Άλλη μια από τις πολλές Ελληνίδες που ήρθαν ως «νύφες» στην Αυστραλία.

Εδώ και μερικές εβδομάδες αποφεύγουμε με την σύζυγο το κρύο της πολυπόθητης και πολυπυκνοκατοικημένης Μελβούρνης – η οποία, εκτός από το χειμωνιάτικο κρύο της, έχει γίνει πληκτική με όλους αυτούς τους ουρανοξύστες που για αρκετά χρόνια τώρα φυτρώνουν από το πουθενά σαν μανιτάρια και ταλαιπωρούν τους πολίτες της.

Σε όλη τη Μελβούρνη παρουσιάζονται δυσκολίες στις συγκοινωνίες από τη μαζική μετανάστευση (εσωτερική αλλά και από το εξωτερικό) με αποτέλεσμα η πόλη να είναι δύσκολη, να έχει χάσει τον χαρακτήρα της και να σε κάνει μετά από πενήντα και εξήντα χρόνια διαμονής να αισθάνεσαι ξένος στην κάποτε καλύτερη πόλη του κόσμου και να σου δημιουργεί το αίσθημα της φυγής.

Αυτό συνέβη και σε εμάς και πήραμε την απόφαση να ξεφύγουμε για μερικές εβδομάδες στο Gold Coast.

Φθάνοντας στο «Broadbeach στο Gold Coast» ο ουρανός, μας θύμισε Ελλάδα και η θερμοκρασία να είναι την μια μέρα ” perfect ” και την επόμενη καλύτερη από την προηγούμενη.

Το απόγευμα της άφιξής μας περπατήσαμε στην παραλία και την επόμενη στην συνηθισμένη αγορά. Η απόσταση για το σπίτι μας είναι γύρω στα τετρακόσια μέτρα, που είναι ένας καλός περίπατος για κάποιον προχωρημένης ηλικίας, αν όλα είναι καλά. Κάποτε ήταν τίποτε, τώρα χρειάζεται σκέψη.

Επιστρέφοντας στο σπίτι μας και στα μισά του δρόμου η σύζυγος σταμάτησε και δείχνοντας με το δάκτυλό της μου θύμισε ότι σ´ αυτό το σημείο υπήρχε κάποτε ένα σκαμνί στο οποίο κάπου-κάπου ξεκουραζόμασταν. «Να εδώ γνωρίσαμε την Γεωργία» μου είπε. «Θυμάσαι;»

Σταματήσαμε και σταθήκαμε όρθιοι γιατί δεν υπάρχει το σκαμνί πια, και η μνήμη μας γύρισε τριάντα χρόνια πίσω.

Είχαμε τότε στο σημείο αυτό με την σύζυγο κάποιο έντονο διάλογο «σε ελληνικό φόντο» όταν από το πουθενά ακούστηκε μια επιτακτική και λίγο βραχνή γυναικεία φωνή.

«Ε!!! Εσείς οι δύο γιατί μαλώνετε; Δεν πρέπει να μαλώνετε» και αυτό ήταν η αφορμή για να καθίσει δίπλα στο τότε υπαρκτό κάθισμα και, μάλιστα, χωρίς την πρόσκλησή μας. Έτσι έγινε και η γνωριμία μας η οποία κράτησε για πάνω από τριάντα χρόνια.

Στην πορεία γνωρίσμε και την ζωή της Γεωργίας, η οποία είχε πολλές πτυχές.

Η Γεωργία αν και μας συναντούσε πρώτη φορά, μας προσκάλεσε την επόμενη μέρα για περπάτημα στην παραλία και στη συνέχεια στο σπίτι της.

Ασφαλώς το ίδιο έγινε και από εμάς, μέχρι που άρχισε να μας εμπιστεύεται και να ξετυλίγει το ιστορικό της ζωής της με ειλικρίνεια και μια μέρα μας είπε: «Όταν ήρθα στην Αυστραλία ήμουν παιδούλα και δεν γνώριζα πολλά από τη ζωή. Οι γονείς μου με προέτρεψαν και με έπεισαν να έρθω στην Αυστραλία να κάνω παρέα στον αδελφό μου που ήδη βρισκόταν εδώ, να σωθώ από την καθημερινή μιζέρια και το καθημερινό μπαρκάρισμα με την ξύλινη βάρκα στ’ ανοιχτά της θάλασσας και έτσι θα μπορούσα αποφύγω και την επιτακτική φωνή του πατέρα μου. “Γεωργία, τράβα κουπί, τράβα κουπί”».

Και συνέχισε:«Μικρή ήμουν και πίστευα στα παραμύθια. Ο καιρός κυλούσε και ο αδελφός μου παντρεύτηκε και έτσι εγώ έμεινα στο περιθώριο. Δεν ξέρω αν είναι έτσι αλλά ο αδελφός μου προσπάθησε να με τακτοποιήσει και να με παντρέψει με έναν πολύ καλό του φίλο με τον οποίο είχαμε μεγάλη διαφορά στην ηλικία. Και τι ήξερα η καημένη μου από παντρειά; Ακόμα κούκλες γύρευα να παίξω. Παντρειά μου χρειαζόταν!»

«Είναι πράγματα που δεν λέγονται», μας λέει η Γεωργία, «αλλά, έπρεπε και να τα υπομείνω μπροστά στο θηρίο που είχα δίπλα στο κρεβάτι μου. Ο καιρός περνούσε αποκτώντας τρία κοριτσάκια όταν μια μέρα επιστρέφοντας από την εργασία μου είπαν ότι το μικρό μου κοριτσάκι το σκότωσε ένα λεωφορείο για το οποίο αν και πέρασαν πάρα πολλά χρόνια ακόμα και μέχρι και σήμερα δεν έμαθα την αλήθεια. Μετά από μεγάλη πίεση απέκτησα και ένα αγοράκι».

Η Γεωργία μας διηγήθηκε με πικρία τη ζωή της που μοιάζει με ελληνική τραγωδία. Μια μέρα πήρε την απόφαση να πάει στο Gold Coast και να βρει την ησυχία της στον καινούριο παράδεισο, όπως μας είχε πει πολλές φορές.

«Έχω εγκαταλείψει τα πάντα τώρα, μια και μεγάλωσαν τα παιδιά μου».

Η Γεωργία είχε απομακρυνθεί από τα παιδιά της γιατί τ’ αγαπούσε όλα το ίδιο. Ο γιος της που βρισκόταν στην Ελλάδα με τον πατέρα του επιστρέφει στην Αυστραλία και την επισκέπτεται για σύντομο χρονικό διάστημα και στη συνέχεια κατεβαίνει στη Μελβούρνη.

Για την άτυχη Γεωργία η τραγωδία δεν σταματά εδώ. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός όταν το τηλέφωνό της χτυπά και από την άλλη άκρη την πληροφορούν ότι το παιδί της, το καμάρι της βρέθηκε νεκρό. Πολλά είναι τα κακά που συνέβησαν στην «νύφη» που ξεκίνησε από τον αθώο τόπο για να βρει τον ηλιόλουστο παράδεισο που ποτέ δεν της χαμογέλασε.

Γνωρίζω μια άλλη νύφη που ακόμα περιμένει αυτόν που αγάπησε καθ’ οδόν προς την Αυστραλία.

Αναφέρθηκα στην τραγωδία της Γεωργίας γιατί πιστεύω ότι υπάρχουν πολλές άλλες παρόμοιες τραγωδίες οι οποίες δεν έχουν έρθει στη επιφάνεια. Η Γεωργία είναι μια από τις νύφες και όπως γράφει στο άρθρο της, η Θεοδώρα Μαΐου («Νέος Κόσμος», 7 Ιουνίου 2018) ο καθηγητής Παναγιώτης Φωτάκης, ασχολείται με το ιστορικό της μετανάστευσης και τις Ελληνίδες νύφες που έφτασαν εδώ στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70.