H «Βενετιά» έχασε το βελόνι της

Ο «Τόνι ο ράφτης», o άνθρωπος που για 50 χρόνια έραβε τους αστυνομικούς της Βικτώριας, πήρε τις κουβαρίστρες και τα βελόνια του και μας άφησε… χρόνους σε ηλικία 78 ετών

Η φωνή στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής ταλαιπωρούσε έναν λυγμό. «Γεια σου, είμαι η Άντζελα, η κόρη του Τόνι». Παύση. «Τον θυμάσαι τον Τόνι; Τον Τόνι τον ράφτη; Του είχες πάρει συνέντευξη το 2011».

Tον θυμόμουν τον Τόνι τον ράφτη. Τον είχα επισκεφθεί στο ραφείο του, λίγο πριν αφήσει το δεύτερο σπίτι του -έτσι αποκαλούσε το ραφείο του ο Τόνι- για να χαρεί τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.

Ένα πνιχτό αναφιλητό στο ακουστικό σταμάτησε τις σκέψεις μου.
«Τον χάσαμε, Ευγενία».

Την συλλυπήθηκα και την ρώτησα πώς θα μπορούσα να την βοηθήσω. «Συγνώμη γι’ αυτό που θα σου ζητήσω. Ξέρω δεν γίνονται αυτά, αλλά είπα να προσπαθήσω».

Εκείνο που ζήτησε η Άντζελα ήταν να αναδημοσιευθεί το άρθρο που είχα γράψει πριν από επτά χρόνια, όταν ο Τόνι ο ράφτης, αποφάσισε να βγει στη σύνταξη. Η συνταξιοδότηση του Τόνι ήταν σημαντικό γεγονός για τη Μελβούρνη. Φιλοξενήθηκε σε όλες τις εφημερίδες της πόλης γιατί ο Τόνι ο ράφτης και το ραφείο του στο Smith Street στο Collinwoοd, δεν ήταν απλά θεσμός για την περιοχή, ήταν το νήμα που έδενε το παρόν με το παρελθόν.

Ο Τόνι έφυγε από τη ζωή πριν από ένα περίπου μήνα. Την επόμενη Κυριακή θα γίνει το σαρανταήμερο μνημόσυνό του.

Στην μνήμη του Τόνι λοιπόν και μετά από παράκληση της οικογένειάς του αναδημοσιεύουμε το άρθρο που για τον Τόνι και για τους δικούς του ανθρώπους ήταν, όπως μας είπε η κόρη του «σταθμός» στη ζωή του…. ζωντανεύντας τη φωνή του μέσα από τα λόγια της.

Πριν από επτά χρόνια έξω από το ραφείο του με την Σταυρούλα του

ΟΤΑΝ Ο ΤΟΝΙ ΜΑΖΕΥΕ ΤΙΣ ΚΟΥΒΑΡΙΣΤΡΕΣ ΤΟΥ

«Κανένας δεν μπορεί να φανταστεί ότι το ταπεινό και παλιομοδίτικο ραφείο του Θόδωρου Απιδόπουλου, για πάνω από τρεις δεκαετίες τώρα είναι ο χώρος όπου δεκάδες χιλιάδες αστυνομικοί κάθε βαθμίδας και σωματικών διαστάσεων κατέβαζαν στην κυριολεξία τα παντελόνια τους. Ο λόγος που οι φρουροί της έννομης τάξης συνεχίζουν να παρελαύνουν στο ραφείο του Θόδωρου και κάθονται… «σούζα» μπροστά στον «Τόνι» όπως φωνάζουν τον Θόδωρο, είναι για να προβάρουν την νέα τους στολή.

Σε λίγες μέρες, όμως, ο «Τόνι ο ράφτης» θα μαζέψει τα ψαλίδια του, θα πακετάρει τις κουρασμένες ραπτομηχανές του, θα βάλει τις φωτογραφικές του αναμνήσεις σε κιβώτια, θα δακρύσει αποχαιρετώντας τους πολλούς του φίλους, αστυνομικούς και μη, και θα βγει στη σύνταξη.

Πενήντα χρόνια έκλεισε ο Θόδωρος στην Αυστραλία, 35 στο Smith Street και, όπως μου λένε οι γείτονές του, ακόμα και οι πέτρες της περιοχής γνωρίζουν τον «Τόνι τον ράφτη» με τους πολύ σημαντικούς πελάτες.

Η ιστορία του Θόδωρου δεν είναι μοναδική. Δεν είναι ο πρώτος Έλληνας μετανάστης που αλλιώς βαφτίστηκε από τον παππά του χωριού του και άλλο όνομα του δόθηκε από το αφεντικό του όταν έφτασε στην Αυστραλία.

Δεν είναι ο πρώτος Έλληνας μετανάστης που στραβώθηκε με το βελόνι στο χέρι για να ευημερήσει στα ξένα και να βάλει τέρμα στο φαύλο κύκλο της φτώχιας που έζησε από παιδί στο Αμμοχώρι Φλώρινας (στην περίπτωσή του).

Δεν είναι ο πρώτος Έλληνας μετανάστης που βγαίνει στη σύνταξη μετά από 50 συναπτά έτη σκληρής εργασίας.

Και όμως η απουσία του Τόνι του ράπτη θα γίνει αισθητή όχι μόνο στους πολλούς πολίτες πελάτες του αλλά και στους πολλούς αστυνομικούς που ντύθηκαν από τα χέρια και την τέχνη του. Μπορεί η «Βενετιά να μην χάσει το βελόνι της όταν ο Τόνι θα αφήσει την τέχνη του, αλλά σίγουρα η αστυνομία θα χάσει έναν πολύ καλό ράφτη, αφού μόνο τρεις μαέστροι της τέχνης του σε ολόκληρη τη Βικτώρια δουλεύουν για να ντύσουν τα όργανα της τάξης.

Μετά την συνταξιοδότησή του η Αστυνομία της Βικτώριας τίμησε τον Τόνι για την δουλειά του

Η ΤΕΧΝΗ ΘΕΛΕΙ ΜΕΡΑΚΙ

Οι δύσκολες μέρες της πρώτης νιότης του Θόδωρου ξεκίνησαν και ήταν γραφτό να συνεχίσουν με ένα… βελόνι. Με το που τελείωσε το Δημοτικό στο Αμμοχώρι, ο τότε Θόδωρος αποφάσισε ότι ήθελε να μάθει την τέχνη του ράφτη.

«Πήγα στο ραφείο του Ναούμη Ζουζέλη στο χωριό μας που ήταν και ξακουστός ράφτης και από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι στη ζωή μου μόνο ράφτης θα μπορούσα να γίνω. Την αγάπησα αυτή τη δουλειά. Είχα ταλέντο, δεν ξέρω, αλλά κάθε φορά που πιάνω το ύφασμα και του πατάω την πρώτη ψαλιδιά νομίζω ότι αρχίζω ένα έργο τέχνης που περιμένει να ολοκληρωθεί στα χέρια μου» λέει ο κύριος Θόδωρος.

Στα 20 χρόνια του μετανάστευσε στην Αυστραλία, στα 23 του παντρεύτηκε την κ. Σταυρούλα και τρία χρόνια μετά αποφάσισε ότι η αγάπη του για την ραπτική δεν ήταν μπόρα αλλά σχέση ζωής.

«Είπα στη γυναίκα μου… Κοίτα εγώ μάλλον ράφτης γεννήθηκα και ράφτης θα μείνω. Πρέπει να βρω τη δική μου γωνιά για να δουλέψω». Παρέλασε από πολλά εργοστάσια πριν πάρει την απόφαση αυτή και πάντα, όπως λέει ο ίδιος, με δύο στόχους. «Να ζήσω την οικογένειά μου και να βελτιώσω την τέχνη μου».

Έτσι ο Θόδωρος, κάπου εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’70 έστησε το ραφείο του στο Smith Street στο Collingwood και από τότε μέχρι σήμερα δεν το κούνησε «ρούπι από εκεί». Έξι μέρες την εβδομάδα, 10 ώρες την μέρα και τα περιπολικά, οι μοτοσυκλέτες της αστυνομίας και οι «γαλονάδες» να παρελαύνουν από το ραφείο του «Τόνι», όπως όλοι πλέον τον γνωρίζουν.

Όταν το ρώτησα πώς αντέχει τις παραξενιές των πελατών του -που μεταξύ μας προκαλούν και κάποιο σχετικό δέος- αν έχασε ποτέ την ψυχραιμία του μαζί τους, δύο λέξεις ξεστομίζει και είναι αρκετές για να δώσουν το στίγμα όχι μόνο του χαρακτήρα του αλλά και της επαγγελματικής του καριέρας. «Μεράκι και υπομονή χρειαζόταν» λέει και ρίχνοντας μία ματιά τριγύρω στις αμέτρητες στολές που «αναπαύονται» νωχελικά στους πάγκους, τις κρεμάστρες, τις ραπτομηχανές του, δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσεις ότι το μεράκι και η μαεστρία του Τόνι ξεπηδά από κάθε βελονιά, κάθε στρίφωμα, κάθε σημάδι που δίνει μορφή στις αυστηρών γραμμών στολές.

Με καμάρι προσθέτει ότι εκτός από τις στολές που βλέπω τριγύρω μου ράβει και πολύ καλά κουστούμια. «Εγώ έντυσα γαμπρό τον γιο μου το Γρηγόρη και τους δύο γαμπρούς μου και πάντα ήμουν ντυμένος στην πένα» λέει ο μερακλής ράφτης με ένα υπέροχα περήφανο χαμόγελο να στολίζει το πρόσωπό του.

Όλα αυτά τα χρόνια δούλεψε με τη σύζυγο στο πλευρό του. Αποφεύγει να μου πει πόσο δύσκολο είναι να μοιράζεσαι τα πάντα με τον ίδιο άνθρωπο. «Αγάπη και υπομονή» επαναλαμβάνει και η κόρη του η Αγγελική, που βρίσκεται κοντά μας, επεμβαίνει στην κουβέντα μας για να πει πόσο ήρεμος και καλόγνωμος είναι ο πατέρας της.

«Η Σταυρούλα μου με στήριξε, έμαθε την τέχνη στο πλάι μου και ήταν πάντα δίπλα μου» συμπληρώνει λακωνικά ο Τόνι διακόπτoντας την κόρη του.

Από δόκιμοι έως υπαρχηγοί της αστυνομίας ράφτηκαν στον Τόνι. Ο ράφτης από τη φτωχική Φλώρινα με την τέχνη του ως την καλύτερη συστατική επιστολή κατάφερε όχι μόνο να ντύσει όλη την αστυνομία αλλά να αποκτήσει πολλούς και σημαντικούς φίλους. Ποτέ όμως δεν μπήκε στον πειρασμό να ζητήσει χάρες. Ούτε μία φορά;

«Πολλοί έρχονταν και μου έλεγαν… έλα βρε Τόνι αφού τους γνωρίζεις ζήτα τους να μου σβήσουν τούτη την κλήση. Έχασα την άδειά μου πες μία κουβέντα. Θέλω μία χάρη γι’ αυτό και για κείνο. Ποτέ δεν τόλμησα να κάνω κάτι τέτοιο. Στην Ελλάδα είναι αλλιώς τα πράγματα, εδώ δεν περνάνε αυτά» μου λέει και προσθέτει. «Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο, τους έλεγα. Δεν είναι σωστό».

Με την τιμιότητά του και την τέχνη του, κατάφερε ο Τόνι να κρατήσει για 35 χρόνια τώρα τον καλύτερο πελάτη στην αγορά, την αστυνομία.

Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι ο Τόνι ήταν ένας από τους εφτά ράφτες το 1976 που έντυσε την αστυνομία με την καινούρια της στολή.

«Έραψα επτά χιλιάδες στολές σε λίγους μήνες» λέει καθώς θυμάται τη σκληρή δουλειά που έριξε από την πρώτη στιγμή που άνοιξε το ραφείο του.

Ο Τόνι έζησε και την μεγάλη αλλαγή στην επαγγελματική του γειτονιά. Αναφέρομαι στις αλλαγές της κοινωνικής και δημογραφικής πραγματικότητας που εξελίχθησαν με σκηνή την οδό Smith που βρίσκεται το ραφείο του.

«Είδα πολλά να αλλάζουν σε αυτή τη γειτονιά. Όταν πρωτοήρθα εδώ στη Smith Street βρισκόταν η καλύτερη αγορά της Μελβούρνης.

Πολλοί μετανάστες και όλοι άνθρωποι οικογενειάρχες. Μετά ξεκίνησαν τα προβλήματα με τα ναρκωτικά στην περιοχή. Είδα πολλά» λέει και προσπαθεί να μη συνεχίσει στο θέμα. «Σήμερα βλέπω ότι η περιοχή έχει αρχίσει να συνέρχεται πάλι» καταλήγει.

Το ραφείο του Τόνι στα 50 και βάλε χρόνια ζωής του δεν έπεσε ούτε μία φορά θύμα κλοπής κάτι που πριν από λίγα χρόνια ήταν πολύ συνηθισμένο για επιχειρήσεις τις περιοχής. Ας είναι καλά οι πελάτες του.

ΤΕΛΟΣ ΕΠΟΧΗΣ

Για τον Θόδωρο, ή Τόνι για την πελατεία του, η 30ή Σεπτεμβρίου θα σημάνει το τέλος μίας δύσκολης, αλλά αποδοτικής καριέρας.

«Καιρός να ξεκουραστώ» λέει, έστω και αν είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πώς αυτός ο 71χρονος «έφηβος» θα μπορέσει να ζήσει χωρίς τα υφάσματα, τις ραπτομηχανές και τη μεζούρα του.

«Όχι, ειλικρινά, θέλω να ξεκουραστεί το μυαλό μου. Να μην κάνω τίποτα για λίγο καιρό» μου λέει και συγκινείται όταν τον ρωτάω για το κενό που ίσως νοιώσει χωρίς τη μεγάλη παρέα και τους φίλους που κέρδισε όλα αυτά τα χρόνια.

«Αν ο Θεός μας έχει καλά θέλω να ταξιδέψω για λίγο και, πάνω απ’ όλα, θέλω να χαρώ τα τρία μου εγγονάκια. Νομίζω ότι το αξίζω» καταλήγει.

Ποιος μπορεί να αντικρούσει αυτή την απόφαση που ακούγεται να βγαίνει από το στόμα του σαν ικεσία; Κανένας. Παρ’ όλα αυτά μαζί με τον Θόδωρο ή Τόνι ή τον κλασσικό Έλληνα μετανάστη με το γραφικό μαγαζάκι του στη Smith Street, στην σύνταξη δεν βγαίνει μόνο ένας κουρασμένος, αλλά ευγνώμων, για τα όσα η Αυστραλία του χάρισε, ομογενής, βγαίνει και μία ολόκληρη εποχή και ένας άνθρωπος που έχτισε ή έραψε αν θέλετε τον χαρακτήρα της περιοχής με τον δικό του τρόπο. Και, ναι, η «Βενετιά» δεν χάνει το βελόνι της, η περιοχή θα χάσει όμως μία από τις πολλές γραφικές της νότες.