Από τον Απρίλιο του 2018 η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος επαναλειτουργεί στο νέο της κτίριο στο Κέντρο Πολιτισμού ‘Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος’. Μέχρι τότε στεγαζόταν στο Βαλλιάνειο Κτίριο, Πανεπιστημίου 32, Αθήνα, καθώς και σε δύο άλλα κτίρια, το ένα στην Αγία Παρασκευή και το άλλο στη Νέα Χαλκηδόνα.

Η Εθνική Βιβλιοθήκη φιλοξενεί ένα πολύτιμο κομμάτι της πνευματικής κληρονομιάς της Ελλάδας. Στα 189 χρόνια λειτουργίας της έχει αναπτύξει μια τεράστιας αξίας συλλογή ντοκουμέντων που χρονολογούνται από τον 9ο έως τον 21ο αιώνα, εκατοντάδες χιλιάδες βιβλίων τυπωμένα από τον 15ο αιώνα μέχρι τις ημέρες μας, χιλιάδες εφημερίδες και περιοδικά, το αρχείο των Αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, και το αρχείο του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου,

Το πρώτο βήμα για τη δημιουργία Βιβλιοθήκης είχε γίνει το 1829, με την ίδρυση του Ορφανοτροφείου της Αίγινας και του Εθνικού Μουσείου από τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, καθώς στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας μεταφέρθηκε η «Αποθήκη των Βιβλίων».

Ακολούθησε μια περίοδος μεταστέγασης από τόπο σε τόπο, και με διαφορετική κάθε φορά επωνυμία, μέχρι το 1834 που η Κεντρική Δημόσια Βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε στην Αθήνα – τη νέα τότε πρωτεύουσα της Ελλάδας – και το 1842 συστεγάσθηκε σε νέο κτίριο με τη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Με βασιλικό διάταγμα του 1866 οι δύο Βιβλιοθήκες συγχωνεύτηκαν διοικητικά σε μία, με τον τίτλο “Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος”. Στις 16 Μαρτίου 1888 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος του νεοκλασσικού μαρμάρινου κτηρίου, που χρηματοδοτήθηκε από τους Κεφαλλήνες αδελφούς Παναγή, Μαρίνο και Ανδρέα Βαλλιάνο.

Το 1903 η Εθνική Βιβλιοθήκη μεταστεγάσθηκε στο νεόκτιστο Βαλλιάνειο μέγαρο επί της οδού Πανεπιστημίου, σε σχέδιο του Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν και υπό την επίβλεψη του Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστου Τσίλλερ.

Το 2009 υπογράφθηκε η Σύμβαση Δωρεάς μεταξύ του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος και της Ελληνικής Κυβέρνησης για την κατασκευή και τον εξοπλισμό των νέων εγκαταστάσεων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στο «Κέντρο Πολιτισμού, Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος».

Για τη μεταφορά της Βιβλιοθήκης στο νέο κτίριό της ο Πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, Σταύρος Ζουμπουλάκης, και ο Γενικός Διευθυντής της, Δρ. Φίλιππος Χ. Τσιμπόγλου, έγραψαν τα ακόλουθα για την αποστολή της Εθνικής Βιβλιοθήκης:

«Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος αποτελεί τον θεματοφύλακα της γραπτής πνευματικής παρακαταθήκης των Ελλήνων και την κιβωτό ενός μοναδικού πλούτου, στον οποίο καταγράφεται η πορεία της ελληνικής σκέψης και ιστορίας διά μέσου των αιώνων. Κύριος στόχος της όμως είναι ο απαράμιλλος αυτός πλούτος να μην παραμείνει απλά φυλασσόμενος, αλλά να μεταμορφωθεί σε γνώση που διαχέεται στην κοινωνία. Η ενεργητική προβολή της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, η διάδοσή της στο παρόν και στο μέλλον, η διαφύλαξη της «εθνικής μνήμης» και η προστασία του δικαιώματος των πολιτών για πρόσβαση στην πληροφορία, αποτελούν τις βασικές αρχές που διέπουν τη λειτουργία του θεσμού της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Πρώτιστο μέλημα της νέας διοίκησης είναι η διάνοιξη διαύλων επικοινωνίας με το αναγνωστικό κοινό και η ευρεία προσβασιμότητα στο υλικό των συλλογών. Σταθερή επιδίωξη αποτελεί η αύξηση και η ποιοτική βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες μέσα από στέρεες γέφυρες επικοινωνίας. Μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο της πολύπλευρης κρίσης που βιώνει σήμερα η χώρα μας, η Εθνική Βιβλιοθήκη, ως πυλώνας διατήρησης και διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού, καλείται να παίξει ένα νέο, ουσιαστικά παρεμβατικό ρόλο μέσα στην κοινωνία, να κάνει τους Έλληνες να νιώθουν τη Βιβλιοθήκη ως μια υποστηρικτική κοινωνική δύναμη, ως ένα δυναμικό φορέα αξιών, επιστήμης και γνώσης».

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

Στο σημείο αυτό κρίνω πως μπορεί να γίνει μια σύντομη αναφορά σε μια άλλη Βιβλιοθήκη, στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, η οποία είχε ελληνικές ρίζες.

Η Αλεξάνδρεια, χτισμένη στην μεσογειακή παραλία της Αιγύπτου, κοντά στις εκβολές του Νείλου ποταμού, ήταν μια από τις μεγαλύτερες πόλεις του αρχαίου κόσμου. Ιδρύθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο την άνοιξη του 332 π.Χ. κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του κατά της Περσίας.

Με την ίδρυση των ελληνιστικών κρατών από τους διαδόχους του Μεγάλου Αλέξανδρου εδραιώθηκε η πολιτική κυριαρχία των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, στη Μέση Ανατολή και μέχρι τις δυτικές παρυφές των Ινδιών, καθώς και στην Αίγυπτο. Η κυριαρχία αυτή, μεταξύ άλλων, εκδηλώθηκε με το σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας πολιτιστικής πολιτικής, η οποία προώθησε τον εξελληνισμό της Ανατολής με τη διάδοση των γραμμάτων και την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας.

Η πολιτιστική αυτή πολιτική στην Ελληνιστική Αίγυπτο υλοποιήθηκε με την ίδρυση στην Αλεξάνδρεια – την πρωτεύουσα του κράτους – του Μουσείου από τον Βασιλέα Πτολεμαίο Α΄ τον Σωτήρα (322-285 π.Χ.), και της Βιβλιοθήκης, από τον Πτολεμαίο Β΄ τον Φιλάδελφο (285-246 π.Χ.).

Η πρώτη αναφορά που έχουμε για τη Βιβλιοθήκη βρίσκεται σε μια επιστολή του Αριστέα (180-145 π.Χ.), ενός Ιουδαίου λόγιου που κατέγραψε το χρονικό της μετάφρασης των Εβδομήκοντα.

Η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας αποτέλεσε έναν χώρο όπου άνθισαν οι επιστήμες, το πρώτο ίσως αρχαίο πανεπιστήμιο, καθώς και χώρο για τη συγκέντρωση τεράστιου όγκου γνώσεων, και ανυπολόγιστης πνευματικής αξίας.

Εκεί που οι τρεις «αρχαίες» ήπειροι ενώνονται, Ασία, Ευρώπη και Αφρική, εκεί που συναντιούνται τα πνεύματα τριών αρχαίων πολιτισμών, η ελληνική δυναστεία των Πτολεμαίων δημιούργησε τον «νέο ομφαλό της Γης», τον ομφαλό της γνώσης.

Ο Δημήτριος ο Φαληρέας, μαθητής του Αριστοτέλη και σύμβουλος του Πτολεμαίου του Α΄, εισηγήθηκε στον Φαραώ την ίδρυση ενός μεγάλου ερευνητικού κέντρου με μια παγκόσμια βιβλιοθήκη, όπως ακριβώς την ονειρεύτηκε ο Μέγας Αλέξανδρος.

Σύντομα έγινε φανερό ότι η πρόθεση των Πτολεμαίων δεν ήταν απλώς η καταγραφή και διατήρηση όλης της επιστημονικής και καλλιτεχνικής γνώσης, αλλά και η προώθηση της ελληνικής γλώσσας σε παγκόσμια κλίμακα, καθώς οι σχέσεις και το εμπόριο των Ελλήνων με τους αυτόχθονες λαούς προϋπέθετε τη γλωσσική επικοινωνία. Για το σκοπό εκείνο αποφασίσθηκε και η ίδρυση μεγάλων πολιτιστικών κέντρων γύρω από τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, και η μετάφραση των μεγάλων ιστορικών έργων των λαών της Ανατολής στην ελληνική γλώσσα. Έτσι, η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας περιείχε τρεις μεγάλες ενότητες βιβλίων:

  1. Ελληνική κλασική σκέψη και φιλοσοφικά έργα γύρω από αυτήν.
  2. Επιστολές, σημειωματάρια και ημερολόγια.
  3. Ξένη λογοτεχνία σε πρωτότυπο κείμενο και μετάφραση στα ελληνικά.

Σύμφωνα με αρχαίες πηγές, η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας περιείχε 700.000 κυλίνδρους και πάπυρους. Κατά την πολιορκία της Αλεξάνδρειας από τον Καίσαρα το 47 π.Χ. μεγάλο τμήμα της Βιβλιοθήκης καταστράφηκε από πυρκαγιά. Για την αναπλήρωση των απωλειών ο Αντώνιος, το 41 π.Χ., μετέφερε στην Αλεξάνδρεια την Βιβλιοθήκη της Περγάμου.

Σύμφωνα με κάποιες πηγές, κατόπιν διατάγματος του αυτοκράτορα Θεοδοσίου (391 μ.Χ.), με το οποίο απαγορευόταν η λειτουργία ιερών και ιδρυμάτων της αρχαίας θρησκείας, ένα μεγάλο μέρος της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας καταστράφηκε.

Το υπόλοιπο μέρος της Βιβλιοθήκης καταστράφηκε το 642 μ.Χ. με την Αραβική κατάκτηση της Βυζαντινής Αιγύπτου. Η κατάκτηση εκείνη εμπνεόταν από την ιδεολογία του ιερού Ισλαμικού πολέμου των Αράβων κατά των απίστων (Τζιχάντ), και πιθανόν στην ιδεολογία εκείνη να οφείλεται η τελική καταστροφή της Βιβλιοθήκης. Νεότεροι ερευνητές υποστηρίζουν ότι με την οριστική καταστροφή της Βιβλιοθήκης χάθηκαν τα 4/5 της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας.

Η περίφημη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας αποτελούσε την μεγαλύτερη κιβωτό γνώσης του αρχαίου κόσμου. Εκεί βρισκόταν ολόκληρη η σοφία, ο πνευματικός θησαυρός, οι επιστήμες και πολλά έργα ανεκτίμητης αξίας. Οι αναρίθμητοι πάπυροι, με τα χειρόγραφα μεγάλων σοφών, κατέγραφαν την πορεία του ανθρωπίνου πνεύματος.