Η εμπειρία ενός Έλληνα γεωλόγου στη «Λάρισα» του Κουίνσλαντ

Ο Αντώνης Μπουζίνος μετανάστευσε στην Αυστραλία πριν έξι χρόνια. Πριν από λίγους μήνες, άφησε τη δουλειά του και τις ανέσεις που συνεπάγεται του να εργάζεται κανείς σε μία μεγαλούπολη της Αυστραλίας για να «μουτζουρώσει» τα χέρια του δουλεύοντας σε ένα απομακρυσμένο ορυχείο του κεντρικού Κουίνσλαντ

«Εμένα σαν τη Λάρισα μου φαίνεται. Δεν βλέπω πολλές διαφορές». Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο δρ. Γεωλογίας, Αντώνης Μπουζίνος, την ευρύτερη περιοχή του Middlemount στο κεντρικό Κουίνσλαντ όπου βρίσκεται το ορυχείο που εργάζεται τους τελευταίους τρεισήμισι μήνες.

Ο Αντώνης μετανάστευσε στην Αυστραλία πριν από έξι και κάτι χρόνια, με την σύζυγο και τα τρία τους παιδιά. Η κρίση της ελληνικής οικονομίας, οι γνώσεις του Αντώνη και η ελπίδα του ίδιου και της συζύγου του Μαίρης, για ένα καλύτερο αύριο για τα παιδιά τους, ήταν που τους οδήγησαν στο Μπρίσμπαν όπου ο Αντώνης, ως ειδικευμένος γεωλόγος στην εξόρυξη άνθρακα, εργάστηκε ως ερευνητής σε εργαστήριο ανάλογης εταιρίας.

Λίγους μήνες πριν, όμως, ο Αντώνης πήρε την απόφαση να αφήσει τις ανέσεις του εργαστηρίου και να «λερώσει» τα χέρια του στο ορυχείο Foxleigh, όπου εργάζεται με βάρδια 14 μέρες μέσα και 7 μέρες έξω στην εταιρία-ανάδοχο Lithos Geological Services, μία εταιρία γεωλογικών μελετών που ανήκει επίσης σε έναν Έλληνα νεομετανάστη, τον Γιώργο Σιργανίδη, που ήρθε στην Αυστραλία ένα-δύο χρόνια πριν τον Αντώνη.

Αυτή είναι η πρώτη φορά που ο Αντώνης δουλεύει σε μία απομακρυσμένη περιοχή και δεν είναι μία απόφαση που κάποιος παίρνει εύκολα, έστω και αν ο μισθός είναι σίγουρα καλός.
«Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι ότι αφήνεις πίσω σου την οικογένεια και πρέπει να μείνεις εκεί για δύο εβδομάδες. Αφήνεις πίσω σου ένα πρόγραμμα και έναν τρόπο ζωής και πρέπει να προσαρμοστείς, όχι μόνο εσύ, αλλά και η οικογένειά σου, σε έναν νέο τρόπο ζωής» μου λέει, μιλώντας από το σπίτι του στο Μπρίσμπαν.

Επέστρεψε την προηγούμενη μέρα από το ορυχείο (πέντε περίπου ώρες ταξίδι με αεροπλάνο αλλά και οδικώς) και οργανώνει εξόρμηση με τις τρεις του κόρες που έχει να τις δει 14 μέρες.
«Θα τις βγάλω για μεσημεριανό, οπότε έχουμε ώρα να μιλήσουμε» μου λέει και αρχίζουμε την κουβέντα, ζητώντας του να μου περιγράψει τι κάνει σ’ αυτό το ορυχείο και τον τρόπο ζωής ενός εργαζόμενου εκεί.

ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΠΟΨΗ
«Κάνω έρευνες για τον εντοπισμό κοιτασμάτων» ο Δρ Αντώνης Μπουζίνος, που πήρε το διδακτορικό του το 2004 από το Πανεπιστήμιο Πατρών πάνω στο λιγνιτικό κοίτασμα Αλμυρού.
Έχει δουλέψει ερευνώντας πολλά κοιτάσματα γαιανθράκων, αλλά η αυστραλιανή γη στη συγκεκριμένη περιοχή αποτελεί γι’ αυτόν μία ξεχωριστή πρόκληση.

«Η γεωλογία της συγκεκριμένης περιοχής έχει πολύ μεγάλη ιδιαιτερότητα. Δεν είναι τόσο εύκολη και τόσο απλή και γι’ αυτό χρειάζεται να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί στη δουλειά μας και στον τρόπο με τον οποίο βγάζουμε τα συμπεράσματά μας, γιατί η εξόρυξη ενός κοιτάσματος εξαρτάται πάρα πολύ από το πόσο σωστή περιγραφή κάνουμε εμείς. Αν φανταστείς ότι τα στρώματα στα κάρβουνα είναι οριζόντια ή έχουν μία μικρή κλίση, ως επί το πλείστον, ενώ εκεί λόγω της ιδιαιτερότητας της περιοχής τα στρώματα μπορεί να είναι ακόμα και κατακόρυφα, τότε αυτό και μόνο λέει πολλά για το πόσο δύσκολη είναι η δουλειά μας. Τα κάθετα στρώματα δυσκολεύουν πάρα πολύ την εξόρυξη, άρα είναι μία μεγάλη πρόκληση για εμάς».

Ο τρόπος ζωής, έστω και αν ο Αντώνης αποφεύγει να υιοθετήσει τον χαρακτηρισμό μονότονος, προτιμώντας αυτόν του απλού είναι η άλλη πρόκληση.
«Εκεί μόνο δουλεύεις. Μετά επιστρέφεις στον καταυλισμό. Μένουμε σε ειδικό χώρο εκεί, σε δωματιάκια που παρέχει η εταιρία, που, επίσης, μας παρέχει όλα μας τα γεύματα. Έχουμε όλες τις ανέσεις που χρειάζεται κάποιος για να μείνει εκεί».
Εκεί μόνο δουλεύεις και οι βάρδιες, όπως εξηγεί ο Αντώνης, είναι είτε 10ωρες είτε 12ωρες. Αυτός εργάζεται 10 ώρες τη μέρα στον εντοπισμό κοιτασμάτων γαιάνθρακα ενώ όσοι εργάζονται στoν τομέα εξόρυξης 12 ώρες.

«Είμαστε περίπου 300 άτομα που εργαζόμαστε εκεί. Οι βάρδιες καθορίζονται και ανάλογα με το πώς δίνονται τα ρεπό. Υπάρχει βάρδια 14 μέρες μέσα και 7 μέρες έξω, βάρδιες που είναι 14 μέσα και 14 έξω, βάρδια που είναι μία εβδομάδα μέσα, μία εβδομάδα ρεπό και μετά μία εβδομάδα νύχτα. Υπάρχει και η βάρδια που είναι 7 μέρες μέσα και 7 μέρες έξω. Το ποια βάρδια θα επιλέξει κανείς να δουλέψει, καθορίζεται όχι μόνο από τις ανάγκες της εταιρίας αλλά και των εργαζομένων» λέει ο Αντώνης.
«Τον τρόπο ζωής θα τον έλεγα απλό και όχι μονότονο, υπάρχει γυμναστήριο, γίνονται κάποιες εκδηλώσεις κατά διαστήματα, προσπαθούμε να έχουμε κάποια κοινωνική ζωή μεταξύ μας, δηλαδή να βρεθούμε, να φάμε, να κάτσουμε να ποιούμε μία μπυρίτσα, υπάρχει αυτό.


Κατά κύριο λόγο, στην περιοχή κατοικούν περισσότεροι εργαζόμενοι ορυχείων από ό,τι ντόπιοι. Υπάρχουν αρκετά ερειπωμένα σπίτια, ως μαρτυρία των χρυσών εποχών του εξορυκτικού τομέα, σπίτια που ανήκουν σε πρώην εργαζόμενους που πριν από μία δεκαετία αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα στην περιοχή αλλά αναγκάστηκαν να φύγουν μετά την ύφεση.
«Υπάρχουν και ντόπιοι, υπάρχουν οικισμοί που έχουν φτιαχτεί λόγω των ορυχείων, υπάρχουν μόνιμοι κάτοικοι, υπάρχει σχολείο, αστυνομία, υπάρχει όλο αυτό το κομμάτι των υποδομών, αλλά κατά κύριο λόγο υπάρχουν οι καταυλισμοί των εργαζομένων» προσθέτει.

Ακούγεται περισσότερο ικανοποιημένος παρά δυσαρεστημένος από την μονοτονία του τρόπου ζωής και το απομακρυνσμένο της περιοχής, αλλά παραδέχεται ότι το γεγονός ότι εργάζεται με έναν ακόμα Έλληνα τον βοηθά.
«Ο άλλος Έλληνας είναι το παιδί που έχει την Lithos. Ο Γιώργος Σιργανίδης, είναι από την Ελλάδα και έχει δουλέψει περισσότερο σε ορυχεία και στην εξερεύνηση. Είναι καλό να έχεις κάποιον που μπορείς να μιλήσεις την ίδια γλώσσα. Μιλάμε για πολλά πράγματα από το τι κάναμε στην Ελλάδα, το αντικείμενο που μας αρέσει από γεωλογικής άποψης, ποδόσφαιρο, μουσική, ψήνουμε μαζί, έχουμε και το τσιπουράκι μας από τη Μελβούρνη και πίνουμε. Δεν παραπονιέμαι».

Από επιστημονικής άποψης, η εμπειρία για τον Αντώνη είναι πολύ θετική.
«Είσαι πάλι εντός του χώρου αυτού και, φυσικά, υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, να βρεθείς σε άλλες εταιρίες να βρεθείς σε έναν καινούριο κόσμο, να δεις καινούρια πράγματα. Εγώ έχω μεγάλη εμπειρία στο εργαστηριακό κομμάτι της δουλειάς και αυτό το κουβαλάω αλλά τώρα με την δουλειά μου επιτόπου μου δίνει πολύ μεγάλο αβαντάζ στο να δουλεύω έξω. Για μένα είναι θετικό βήμα. Όταν βρεθείς κάπου και φύγεις από την πόλη και αποφασίσεις να εργαστείς ως fly in fly out το να είσαι μία ώρα μακριά από το σπίτι σου στην πόλη ή επτά ώρες μακρυά είναι το ίδιο πράγμα. Όταν το αποδεχθείς αυτό όλα τα υπόλοιπα είναι απλά».

Η… ΛΑΡΙΣΑ ΤΟΥ ΚΟΥΙΝΣΛΑΝΤ
Όσο για το τοπίο, που στην ουσία είναι και ο χώρος εργασίας του και την «ξακουστή» του αγριάδα…
«Σαν την Λάρισα είναι. Το τοπίο είναι απλό. Μία ισόπεδη περιοχή που μπορεί να έχει μόνο θάμνους αλλά δεν με ενοχλεί. Έχω βρεθεί σε πολύ πιο περίεργες περιοχές, στην Ινδονησία στην Αφρική και στην Ελλάδα. Το πιο επικίνδυνο πράμα είναι τα φίδια και να μη σκοτώσεις κάποιο καγκουρό στο δρόμο. Και υπάρχουν ειδικές οδηγίες που μας δίνονται για το πώς να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας. Για παράδειγμα, μας έχουν ενημερώσει ότι όταν οδηγούμε το σούρουπο πρέπει να προσέχουμε στο δρόμο τα καγκουρό και τι να κάνουμε αν αυτά βρεθούν στο δρόμο μας. Φοράμε ειδικές γκέτες, κυρίως εμείς που είμαστε στην εξερεύνηση για τα φίδια, που ακόμα δεν έχω δει για να είμαι ειλικρινής. Απλώς πρέπει να είσαι προσεκτικός, να σέβεσαι τη φύση και να ακολουθείς όλους τους κανόνες του ασφάλειας που σου έχουν δώσει».

Η σύγκριση παρόμοιων χώρων εργασίας στην Ελλάδα με αυτούς της Αυστραλίας είναι αναπόφευκτη.
«Οι βασικοί κανονισμοί για όσους εργάζονται σε ορυχεία στην Ελλάδα είναι οι ίδιοι με αυτούς που έχουμε εδώ, αλλά, δυστυχώς, δεν ακολουθείται με την ίδια ευλάβεια. Εδώ υπάρχουν πολλοί περισσότεροι κανονισμοί και ακολουθούνται. Οι όροι ‘ασφάλεια’ και ‘καμμία απώλεια’ είναι το Α και Ω εδώ. Ναι, υπάρχει πολύ γραφειοκρατία πίσω από αυτό το κομμάτι, αλλά αυτό είναι για το καλό του κάθε εργαζόμενου. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, υπάρχουν αυτοί οι κανονισμοί και στις μεγάλες εταιρίες πιστεύω ότι εφαρμόζονται, δηλαδή στις κατασκευαστικές εταιρίες της Εγνατίας και άλλα παρόμοια πρότζεκτ, επειδή υπήρχαν και ξένοι μέσα, αλλά όχι παντού. Εδώ πρέπει να ακολουθείς κατά γράμμα τους κανονισμούς, να οδηγείς σύμφωνα με τους κανονισμούς, πρέπει να εφαρμόζονται όλοι και αν δεν το κάνεις θα φύγεις, γιατί είσαι κίνδυνος για κάποιον άλλον συνάδελφό σου».

ΤΟ ΗΘΙΚΟΝ ΔΙΛΛΗΜΑ
Ο Αντώνης είναι «καρβουνιάρης». Είναι αυτός που βοηθά στην εξόρυξη της «αμαρτωλής» για την κλιματική αλλαγή πρώτης ύλης. Τον ρωτάω πώς συμβιβάζει στη σκέψη του την προσωπική του θετική εμπειρία με τις αρνητικές επιπτώσεις που αυτή έχει στο περιβάλλον μας.

«Το κάρβουνο που βγάζουμε εμείς χρησιμοποιείται για την παραγωγή μεταλλεύματος ατσαλιού, χρησιμοποιείται για το κοκ. Ξέρεις, ακόμα και οι άνθρωποι που θέλουν ανεμογεννήτριες χρησιμοποιούν κάρβουνο. Αυτό είναι αλήθεια. Για να μπορέσεις να φτιάξεις ανεμογεννήτριες χρειάζεσαι κάποιους τόνους ατσάλι, συνεπώς και κάρβουνο για να κάνεις το κοκ. Άρα, η θέση ότι το κάρβουνο λερώνει είναι σχετική. Αναρωτιέμαι θα μπορούσαμε να πάψουμε να χρησιμοποιούμε ατσάλι και να κάνουμε τα αυτοκίνητα χάρτινα. Το κάρβουνο είναι μία πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται όχι μόνο στην παραγωγή ενέργειας. Όλοι έχουμε εστιάσει σ’ αυτού του είδους το κάρβουνο, αλλά δεν είναι έτσι. Υπάρχει άγνοια. Δεν νοιώθω ότι δημιουργούμε κάποιο θέμα».

O Αντώνης εν ώρα εργασίας

ΑΡΚΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΤΟ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ
Ο Αντώνης ήρθε στην Αυστραλία με βίζα εργασίας 457, ως ειδικευμένος γεωλόγος. Για την ακρίβεια βρήκε την δουλειά του στην Αυστραλία, αυτή τον βρήκε. Του ζήτησαν να έρθει να εργαστεί στην Αυστραλία λόγω των προσόντων του και έξι χρόνια μετά δεν το έχει μετανιώσει. Γι’ αυτό, εξάλλου, πιστεύει ότι στην «κοινωνία των εθνών» όπως αποκαλεί -και όχι άστοχα- το ορυχείο που εργάζεται θα μπορούσαν να εργαστούν και άλλοι συμπατριώτες του.

«Υπάρχουν Αυστραλοί εργαζόμενοι, αλλά στο τεχνικό κομμάτι υπάρχουν πολλοί γερμανοί, κολομβιανοί, ινδονήσιοι, κάποιοι φιλιππινέζοι, κάποιοι ινδοί, ιταλοί, άγγλοι. Αν κάποιος Έλληνας το σκέφτεται, εκτός από τα της βίζας θα του πρότεινα να δουλέψει στα ορυχεία αλλά θα πρέπει να προετοιμαστεί κάνοντας κάποιες σπουδές, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να το κάνει. Οι συνθήκες είναι πολύ καλές. Αν είσαι μόνος ή έχεις οικογένεια με μικρά παιδιά, μπορείς να μείνεις στην περιοχή και να δουλέψεις για πέντε χρόνια στο ορυχείο και μετά να κάνεις κάτι άλλο. Πιστεύω ότι ο καθένας μπορεί να το κάνει. Αν επιλέξεις να έρθεις στην Αυστραλία, πρέπει να έχεις σκεφτεί γιατί θες να πάς στην Αυστραλία. Αν θες να δουλέψεις σε ορυχείο έχεις ήδη σκεφτεί γιατί θες να εργαστείς σε ορυχείο και αν έρθεις και μου πεις ότι μου λείπει η όμορφη ζωή θα μπορούσα να σου πω πως δεν είναι για σένα. Εξαρτάται πάντα από το τι ζητάς. Αν πεις ότι εγώ θα πάω εκεί για να κάνω τη δουλειά μου και να μάθω γιατί είναι σίγουρο ότι θα μάθεις και θα μάθεις πολλά, τότε δεν έχεις να χάσεις κάτι».