Να αποκλείσει από τις ΗΠΑ εταιρείες που συνεργάζονται με το Ιράν δεσμεύθηκε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, καθώς οι νέες κυρώσεις εναντίον της ισλαμικής δημοκρατίας ετίθεντο σε ισχύ, παρά τις εκκλήσεις συμμάχων της Ουάσιγκτον.

Την ίδια ώρα, η Τεχεράνη απέρριπτε πρόταση της τελευταίας στιγμής από την κυβέρνηση Τραμπ για διαπραγματεύσεις. Το Ιράν υπογράμμισε χθες ότι δεν πρόκειται να διαπραγματευθεί, εξαιτίας της πρωτοβουλίας της Ουάσιγκτον να υπαναχωρήσει μονομερώς από τη συμφωνία του 2015, η οποία προέβλεπε την άρση των κυρώσεων.

Σε μία προσπάθεια να πείσουν την Τεχεράνη να συνεχίσει να τηρεί τη συμφωνία, οι ευρωπαϊκές χώρες (Βρετανία, Γαλλία και Γερμανία), καθώς και η Κίνα και η Ρωσία δεσμεύθηκαν να βοηθήσουν στην ελάφρυνση των επιπτώσεων από τις αμερικανικές κυρώσεις.

Η πρωτοβουλία αυτή, όμως, αναμένεται να δημιουργήσει ξεχωριστές δυσκολίες, καθώς πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έχουν εκδηλώσει την πρόθεσή τους να εγκαταλείψουν το Ιράν, καθώς δεν επιθυμούν να παραβιάσουν τις κυρώσεις της αμερικανικής κυβέρνησης.

Σε μήνυμά του στο Twitter, o Αμερικανός πρόεδρος έγραφε χθες: «Αυτές είναι οι πιο σκληρές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί ποτέ. Τον Νοέμβριο θα αυξήσουμε την πίεση σε νέα επίπεδα. Επιδιώκω την παγκόσμια ειρήνη και τίποτα λιγότερο!».

Σε συνέντευξή του στο ειδησεογραφικό δίκτυο Fox, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του προέδρου Τραμπ, Τζον Μπόλτον, επέμεινε ότι οι αμερικανικές κυρώσεις κατά της Τεχεράνης δεν αποσκοπούν σε καθεστωτική αλλαγή και επιδιώκουν μόνο να πείσουν την ιρανική κυβέρνηση να αποστασιοποιηθεί από τη διεθνή τρομοκρατία, να διακόψει τις στρατιωτικές ενέργειες στη Μέση Ανατολή και να τερματίσει το πρόγραμμα ανάπτυξης βαλλιστικών πυραύλων και πυρηνικών όπλων.