Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκα σε γενικές γραμμές στον Σωκράτη, μια από τις μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες της αρχαίας Αθήνας κατά τη διάρκεια του 5ου π. Χ. αιώνα.

Ένδειξη της ιδιαιτερότητας του Σωκράτη είναι το γεγονός ότι οι πριν από εκείνον Έλληνες φιλόσοφοι, οι οποίοι στην πλειονότητά τους έζησαν στην Ιωνία και στη Μίλητο, ελληνικές αποικίες στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, αποκαλούνταν ‘προσωκρατικοί’.

Σήμερα θα αναφερθώ στα αίτια που οδήγησαν στη δημιουργία των πρώτων ελληνικών αποικιών στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας, καθώς και στον πολιτισμό που ανέπτυξαν οι αποικίες εκείνες από τον όγδοο μέχρι τον έκτο π.Χ. αιώνα. Ο πολιτισμός εκείνος είχε προλειάνει το έδαφος για τα μεγάλα πνευματικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματα στην Αθήνα, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, κατά τη διάρκεια του πέμπτου π. Χ. αιώνα, ο οποίος πέρασε στην ιστορία ως ο ‘χρυσός αιώνας’.

Την ερχόμενη εβδομάδα θα κλείσω αυτήν τη σειρά, με συνοπτικές αναφορές στο έργο των προσωκρατικών φιλοσόφων, οι οποίοι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τη γένεση και τη σύσταση του κόσμου.

Με την κάθοδο των Δωριέων από την βορειοδυτική στην κεντρική και νότια Ελλάδα γύρω στο 1100 π. Χ., παρατηρήθηκε μια μεγάλη κινητικότητα του εγχώριου πληθυσμού των περιοχών εκείνων, σημαντικός αριθμός του οποίου στράφηκε προς τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου Πελάγους, και στις παρακείμενες ακτές της Μικράς Ασίας, όπου ιδρύθηκαν αποικίες, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου έμελλαν να αναδειχθούν σε μεγάλα ελληνικά εμπορικά, αλλά και πολιτιστικά κέντρα, τα οποία ευνόησαν τα γράμματα και τις καλές τέχνες.

Οι περιοχές στα παράλια της Μικράς Ασίας, στις οποίες δημιουργήθηκαν οι ελληνικές αποικίες, από τη μια διέθεταν εύφορη γη για γεωργία, ενώ από την άλλη ευνοούσαν την ανάπτυξη του εμπορίου, γιατί οι κοιλάδες των ποταμών διευκόλυναν την επικοινωνία με το εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Οι γεωγραφικοί αυτοί παράγοντες συνέβαλαν στην εξέλιξη των ελληνικών αποικιών αρχικά σε σημαντικά εμπορικά κέντρα, και στη συνέχεια σε πολιτιστικά.

Ο δεύτερος ελληνικός εποικισμός στα παράλια της δυτικής Μικράς Ασίας έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της περιόδου 700 – 500 π.Χ., και οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της καλλιεργήσιμης γης στην Ελλάδα βρισκόταν στα χέρια των ευγενών γαιοκτημόνων.

Ένας άλλος παράγοντας που συνέβαλε στη δεύτερη φάση του ελληνικού εποικισμού στην δυτική Μικρά Ασία ήταν η δημιουργία σημαντικών ελληνικών πόλεων, όπως η Έφεσος, η Μίλητος, οι Κλαζομενές, η Φώκαια, και άλλες. Επειδή η Ιωνία είχε αναπτύξει τον υψηλότερο πολιτισμό στην περιοχή εκείνη, με την πάροδο του χρόνου όλες οι ελληνικές αποικίες στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας είχαν γίνει γνωστές ως Ιωνία, και οι φιλόσοφοι που κατάγονταν από την περιοχή εκείνη πέρασαν στην ιστορία ως Ίωνες φιλόσοφοι.

ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ ΟΙ ΙΩΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ

Ο Γιάνης Κορδάτος, στο βιβλίο του ‘Ιστορία της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας’, Αθήνα 1972, αναφέρει τα ακόλουθα:

{…} «Στην αρχή, στην πρώτη περίοδο της ελληνικής φιλοσοφίας, οι στοχαστές της Ιωνίας ενδιαφέρθηκαν να λύσουν το πρόβλημα της σύστασης της ουσίας και της ύλης. Πιο ύστερα όμως οι διάδοχοί τους καταπιάστηκαν να βρουν την αρχή της κίνησης.

{…} Όπως και αν είναι, οι πρώτοι μεγάλοι στοχαστές της Ιωνίας, που έβαλαν τα θεμέλια της ελληνικής φιλοσοφίας, από αυτές τις συνθήκες του κοινωνικο-οικονομικού τους περίγυρου, και από τις παραγωγικές σχέσεις του καιρού τους, που ευνοούσαν την έρευνα, πρώτοι μέσα στην ελληνική ιστορία ερεύνησαν τα φυσικά φαινόμενα και πρώτοι έδωσαν υλιστικές απαντήσεις στο ερώτημα, ποια είναι η πρώτη αρχή του κόσμου. Γι’ αυτό η φιλοσοφία τους πήρε το όνομα φιλοσοφία της φύσης», σελ. 61-62.

Παρόμοια άποψη εκφράζει και ο Ιάσων Ευαγγέλου στο βιβλίο του ‘Ελληνικός Πολιτισμός’, Αθήνα 1995:

{…} Για πρώτη φορά στην ανθρωπότητα η Ιωνική σκέψη επιχειρεί το άλμα από το Μύθο στο Λόγο, σε μια υψηλή προσπάθεια για ορθολογιστική ερμηνεία του κόσμου. Η ικανότητα της εκλεπτυσμένης και ολοκληρωμένης έκφρασης και διατύπωσης αυτών των ιδεών, μας γεμίζει ακόμα κατάπληξη. Όλες αυτές τις επιτεύξεις διακρίνουμε καθαρά στα αποσπάσματα των προσωκρατικών φιλοσόφων, που η ‘μεταμυθική’ σκέψη τους επιχειρεί να συνταιριάσει την εμπειρική γνώση με τον προεμπειρικό στοχασμό, τη φιλοσοφική κριτική με τον παραδοσιακό μύθο…’, σελ. 38.

Oι προσωκρατικοί συνδύασαν τη φιλοσοφία με την επιστήμη, στην προσπάθειά τους να βρουν την αλήθεια και να αποκτήσουν τη γνώση για την αρχή ή την ουσία του κόσμου. Παράλληλα ασχολήθηκαν και με θέματα κοινωνικά, ηθικά και πολιτικά.

Με άλλα λόγια, οι έννοιες της αρετής, της φρόνησης, της σοφίας, της δικαιοσύνης, της δημοκρατίας και του νόμου απασχόλησαν εξίσου τους προσωκρατικούς φιλοσόφους με τις έννοιες της ύλης, του απείρου, της δύναμης, και της κίνησης.

ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Το έργο των προσωκρατικών φιλοσόφων σηματοδοτεί την προσπάθεια του ανθρώπινου νου να αποδώσει τις αιτίες των φυσικών φαινομένων όχι σε θεϊκές επεμβάσεις, όπως αναφέρονταν στους αρχαίους μύθους, αλλά στην παρουσία καθαρά φυσικών νόμων και φαινομένων.

Με άλλα λόγια, η φιλοσοφική σκέψη των προσωκρατικών είχε επικεντρωθεί στην σχέση αιτίου-αιτιατού (αποτελέσματος), με την έννοια ότι κάθε φυσικό φαινόμενο προέρχεται από ένα αίτιο που το προκαλεί, και στη συνέχεια το αιτιατό (αποτέλεσμα) ενεργεί με τη σειρά του ως αίτιο, θέτοντας έτσι σε λειτουργία μια αέναη εξελικτική αλυσίδα. Για το λόγο αυτό επικρατεί η άποψη πως η μελέτη των προσωκρατικών συνιστά σημαντικό τμήμα της Φιλοσοφίας της Φύσης.

Τα κύρια ερωτήματα που έθεσαν οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι επικεντρώνονταν κυρίως στην Κοσμογονία, ως απάντηση στο ερώτημα για τη γένεση του κόσμου, και στην Κοσμολογία, ως απάντηση στο ερώτημα για την υφή και τη λειτουργία του κόσμου, καθώς και στην Γνωσιολογία, ως απάντηση στο ερώτημα ποιες είναι οι δυνατότητες και τα όρια της ανθρώπινης σκέψης. Μέχρι κάποιο βαθμό, οι επιστήμες της εποχής μας είναι τέκνα αυτών των φιλοσόφων.

Σχετικά με τον επιστημονικό ή μη χαρακτήρα των θεωριών των προσωκρατικών φιλοσόφων, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη πως βασιζόταν σε παρατηρήσεις εμπειρικών δεδομένων και στην κριτική τους επεξεργασία.

Με άλλα λόγια, ήταν θεωρητικές προσεγγίσεις, οι οποίες σε σύγκριση με τις σύγχρονες επιστημονικές μελέτες φαίνονται απλοϊκές, και συχνά αποδεικνύονται λανθασμένες. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως η πειραματική φυσική την εποχή εκείνη ήταν εντελώς άγνωστη, και ότι οι απόψεις των φιλοσόφων για την προέλευση και τη σύσταση του κόσμου βασίζονταν μόνο στις προσωπικές τους εμπειρίες και στην ερμηνεία των φυσικών φαινομένων.

Παρ’ όλους αυτούς τους περιορισμούς, ήταν οι πρώτοι φιλόσοφοι που δημιούργησαν την ανάλογη φιλοσοφική ορολογία, και έθεσαν τα θεμέλια για τον επιστημονικό και κριτικό λόγο, γιατί αυτοί πρώτοι εξέφρασαν την άποψη για την ενότητα της φύσης και του ανθρώπου, θέτοντας τέρμα στις μυθολογικές ερμηνείες για τη δημιουργία του Κόσμου, και για τις σχέσεις ανθρώπου και φύσης.

Το πρώιμο εκείνο στάδιο του φιλοσοφικού στοχασμού ήταν η πρώτη φορά που η ανθρώπινη νόηση εστιάσθηκε στον φυσικό κόσμο με πνεύμα ορθολογικό και κριτικό, γεγονός που υπήρξε καθοριστικό για την εξέλιξη της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας και επιστήμης.

Οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι, και αν ακόμη ήθελαν να ελέγξουν πειραματικά τις θεωρίες τους, οι περισσότερες από αυτές θα ήταν ακόμη τόσο γενικές, ώστε θα ήταν αδύνατο να διατυπωθούν, και πολύ περισσότερο να διενεργηθούν σχετικά πειράματα για την υποστήριξη των θεωριών τους.

Παρ’ όλα αυτά, ήταν οι πρώτοι φιλόσοφοι που έθεσαν τα καίρια φιλοσοφικά και επιστημονικά ερωτήματα που απασχολούν έκτοτε το δυτικό πνεύμα. Εκείνοι θεμελίωσαν πρώτοι την παράδοση της κριτικής – και όχι δογματικής – διερεύνησης, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε επιστήμη.

Όπως προανάφερα, την ερχόμενη εβδομάδα θα κλείσω αυτήν τη σειρά για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, σχολιάζοντας συνοπτικά τις απόψεις των κύριων προσωκρατικών φιλοσόφων.