Όταν ο Leonard Cohen έκανε το ντεμπούτο του στην Ύδρα

Διάσημος δημιουργικός βιότοπος για μία παροικία καλλιτεχνών από όλον τον κόσμο, η μεταπολεμική Ύδρα ζωντανεύει στο βιβλίο Half the Perfect World που μόλις κυκλοφόρησε στην Αυστραλία. Σ' αυτό το απόσπασμα που προδημοσιεύουμε, οι συγγραφείς περιγράφουν το σκηνικό όπου ο μεγάλος Καναδός ποιητής και τραγουδοποιός πρωτοπαρουσίασε τα τραγούδια του

Ένα από τα πιο γραφικά νησιά της Ελλάδα, η Ύδρα έγινε πόλος έλξης για μια διεθνή κοινότητα καλλιτεχνών που εγκαταστάθηκαν εκεί στις δεκαετίες του ’50 και του ’60.

Από τον περίφημο Έλληνα ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, μέχρι τον θρυλικό τραγουδοποιό και ποιητή Leonard Cohen, μία μεγάλη γκάμα καλλιτεχνών από όλα τα είδη και από πολλές χώρες έζησαν στο νησί, προσδίδοντάς του διεθνή λάμψη.

Τώρα, αυτό το κομμάτι της ιστορίας του νησιού παρουσιάζεται με λεπτομέρεια στο βιβλίο Half the Perfect World: Writers, Dreamers and Drifters on Hydra, 1955 – 1964 που έγραψαν οι ακαδημαϊκοί Paul Genoni (από το πανεπιστήμιο Curtin) και Tanya Dalziell (από το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αυστραλίας). To βιβλίο ρίχνει φως στις ιδιωτικές ζωές και τις σχέσεις αυτών των εκπατρισμένων καλλιτεχνών και διανοουμένων, μέσα από αδημοσίευτα μέχρι τώρα γράμματα, χειρόγραφα, ημερολόγια και φωτογραφίες.

Στο απόσπασμα που ακολουθεί καταγράφεται ο ρόλος που έπαιζαν οι ταβέρνες, ως λίκνα ταλέντου – και πιο συγκεκριμένα η ‘Ξερή Ελιά’, η ταβέρνα του Ντούσκου, που υπήρξε το εφαλτήριο της μουσικής πορείας του Leonard Cohen.

“Ενώ το μπακάλικο-μπαρ του Κατσίκα ήταν το κέντρο της κοινωνικής ζωής των εκπατρισμένων, την περίοδο που ο George Johnston και η Charmian Clift βρίσκονταν στην Ύδρα, δεν ήταν ο μοναδικός τόπος συνάντησης. Στα ημερολόγια του Redmond Wallis υπάρχουν αναφορές για έναν αριθμό από παρόμοια μαγαζιά που σύχναζαν, όπως η ταβέρνα του Γράφου, ο Τάσος, η Λουλού και ο Κουίντος.

Μία άλλη από τις επιλογές ήταν η ταβέρνα ‘Ξερή Ελιά’,  πιο γνωστή ως Ντούσκος, από το όνομα της οικογένειας που έχει την επιχείρηση από το 1825. Ο Ντούσκος βρίσκεται σε απόσταση λίγων λεπτών με τα πόδια από την αγορά, πάνω από τα στενά σοκάκια που οδηγούν από το νοτιοανατολικό άκρο της προκυμαίας. Στην δεκαετία του 1950 και στις αρχές του ’60, ήταν ένα από τα λίγα μέρη για φαγητό και ποτό που βρίσκονταν μακριά από τo λιμάνι. Όπως επισήμανε ο James Burke, για τους εκπατρισμένους, ο Ντούσκος “είναι, μαζί με τον Κατσίκα, το πιο αγαπημένο στέκι στην Ύδρα”.

Είναι πιθανό ο Ντούσκος να κέρδιζε τις προτιμήσεις όταν κάποιος χρειαζόταν μία ανάπαυλα από τις δραστηριότητες του λιμανιού και οι φωτογραφίες με τους επισκέπτες στο νησί δείχνουν ότι ήταν το μέρος που συγκεντρώνονταν τα βράδια. Παρ’ ό,τι ο Ντούσκος δεν προσφέρει την απόλαυση της θέας στην θάλασσα που είναι χαρακτηριστικό τόσων άλλων μαγαζιών στο νησί, διαθέτει μία απολαυστική αυλή με αρκετά μεγάλα δέντρα, τα οποία εδώ και πολλά χρόνια προσφέρουν σκιά και ανακούφιση από τον καλοκαιρινό ήλιο και που είναι ένας φιλόξενος εξωτερικός χώρος για βραδινά γεύματα. Για τον Johnston και την Clift, η ταβέρνα είχε το πρόσθετο πλεονέκτημα να βρίσκεται σε κοντινή απόσταση με τα πόδια από το σπίτι τους.

Ο Ντούσκος δεν είναι μόνο αναγνωρισμένος ως η παλιότερη ταβέρνα στην Ύδρα, αλλά είναι πλέον ανεξίτηλα συνυφασμένη με την καλλιτεχνική παροικία του νησιού, ύστερα από μία καλοκαιρινή βραδιά το 1960, όταν ο James Burke και η φωτογραφική του μηχανή βρέθηκαν ανάμεσα σε μία παρέα ξένων κατοίκων και επισκεπτών. Από τότε που εμφανίστηκαν οι οι φωτογραφίες του Burke, αυτές οι εικόνες του Ντούσκου έχουν αναπαραχθεί και διαδοθεί περισσότερο από κάθε άλλη. Και αυτές που κάνουν πιο συχνά την εμφάνισή τους, ειδικά μετά τον θάνατο του τραγουδιστή τον Νοέμβριο του 2016, απεικονίζουν τον Leonard Cohen, καθισμένο με μία κιθάρα στο κέντρο μιας μικρής ομάδας εκπατρισμένων, με την Clift ακριβώς δίπλα του.

Το πλήρες σετ των φωτογραφιών που τράβηξε ο Burke εκείνο το βράδυ στον Ντούσκο – είναι περίπου 140 φωτογραφίες – έχει προσφέρει μεγάλη γνώση για την κοινωνική ζωή των εκπατρισμένων. Εκείνο το βράδυ, ο Burke άρχισε να φωτογραφίζει καθώς οι ξένοι επισκέπτες του νησιού βρίσκονταν ακόμη μέσα στην ταβέρνα. Μία σειρά από φωτογραφίες, δείχνουν την παρέα να γευματίζει, μοιάζοντας σαν οποιαδήποτε αντίστοιχη ομάδα νέων ανθρώπων της εποχής, απολαμβάνοντας την παρέα ο ένας του άλλου, την συζήτηση και το φαγητό (που σύμφωνα με τον Burke ήταν μακαρόνια).

Από την στιγμή που η κεφάτη παρέα μετακινείται στην αυλή, παρατηρούμε την δραστηριότητά τους κατά την διάρκεια της βραδιάς, καθώς συγκεντρώνονται γύρω από την κιθάρα. Γελούν και τραγουδούν, καπνίζουν και πίνουν, παίρνουν καρέκλες από άλλα τραπέζια, αλλάζουν θέσεις, μπαινοβγαίνουν στο κάδρο, ενώ ο Cohen πρώτα και στην συνέχεια ο Axel Jensen παίζουν κιθάρα (που είχαν δανειστεί από την ταβέρνα) και τραγουδούν. Όπως κατέγραψε ο Burke, “το τραγούδι και η κρασοκατάνυξη έξω από τον Ντούσκο συνεχίζεται μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες”.

Tουλάχιστον δεκαοκτώ ξένοι ήταν συγκεντρωμένοι στην αυλή του Ντούσκου εκείνο το βράδυ, μία πολύ πολυεθνική ομάδα που περιλάμβανε Αυστραλούς (τον Johnston και την Clift), Αμερικανούς (τον Δημήτρη και την Καρολίνα Γκασούμη, τον Fidel Caliesch, τον Charles Heckstall και την Inge Schneier), Νορβηγούς (τον Axel Jensen και την Marianne Ihlen), Νεοζηλανδούς (τον Redmond και την Robyn Wallis), Άγγλους (τον David Goschen και τον Christopher Booker), έναν Καναδό (τον Cohen), έναν Γερμανό (τον Klaus Merkel) και πιθανότατα και άλλες εθνικότητες .

Οι φωτογραφίες του Burke καταγράφουν μια κατά τα φαινόμενα αρμονική και ευχάριστη βραδιά, με την νεαρή συντροφιά να νιώθει ξεκάθαρα άνετα στην συντροφιά ο ένας του άλλου. Οι περισσότεροι από τους παρόντες ήταν γύρω στα 20 – ο Johnston που ήταν τότε 48 και η Clift που ήταν 37, ήταν σχεδόν σίγουρα οι μεγαλύτεροι – και με όρους γενιάς, οι φωτογραφίες παρουσιάζουν ένα αμάλγαμα της γενιάς μπιτ του ’50, μαζί με αυτό που τώρα αναγνωρίζουμε ως αντικουλτούρα του ’60 εν τη γενέσει της – την επέλασή της δύσκολα μαρτυρούν οι γραβάτες και τα σακάκια που φορούν ο Cohen, ο Wallis και ο Jensen, τρεις νέοι άντρες από την ανώτερη μεσοαστική τάξη με καταγωγή από διαφορετικά σημεία του πλανήτη.

Για τον Johnston και την Clift που απολάμβαναν τον ρόλο τους ως μη εκλεγμένων αρχηγών αυτού του μικρού στρατού, μία τέτοια βραδιά πρέπει να εκπροσωπούσε ακριβώς τον τρόπο ζωής – την εξωτική γοητεία ενός ξένου καλοκαιριού, την έντονη κοινωνική ζωή, τις φλογερές συζητήσεις, την αποδοχή της πολιτισμικής διαφορετικότητας – που αναζητούσαν, όταν εγκατέλειψαν αρχικά την μονόχρωμη πολιτισμική στειρότητα του μεταπολεμικού Σίδνεϊ και στην συνέχεια το γκρίζο, ψυχρό και ακριβό Λονδίνο του ’50. Τέτοιες βραδιές, όπως μαρτυρούν οι φωτογραφίες του Burke, ήταν η ανταμοιβή των εκπατρισμένων.
Παρ’ ότι οι φωτογραφίες του Burke από τον Ντούσκο περιλαμβάνουν πολλούς από τους βασικούς πρωταγωνιστές της καλλιτεχνικής παροικίας της Ύδρας της εποχής, πρόκειται σαφώς για φωτογραφίες του Leonard Cohen. Είναι ο εκείνος στον οποίο εστιάζει η κάμερα του Burke και καθώς μονοπωλεί την κιθάρα, είναι και το επίκεντρο της προσοχής της μικρής ομάδας των θεατών. Μπορεί η καριέρα του ως κιθαρωδού και τραγουδοποιού να μην είχε ξεκινήσει ακόμη – αυτό θα συνέβαινε μερικά χρόνια αργότερα – ωστόσο αυτές οι φωτογραφίες καταγράφουν την πρωτόλεια ικανότητά του να κερδίσει την προσοχή ενός ακροατηρίου. Μόνο ο Johnston και ο David Goschen, αμφότεροι καθισμένοι στο βάθος και συχνά κοιτώντας αλλού, καθώς συζητούν, φαίνονται να είναι εκτός του άμεσου ακροατηρίου του Cohen. Μέχρι να έρθει η ώρα να πάρει την κιθάρα ο Jensen, το μικρό πλήθος φαίνεται να αραιώνει, το μέγεθός του να φθίνει σταδιακά από φωτογραφία σε φωτογραφία.

Για τον Cohen, αυτό πρέπει να ήταν το αποκορύφωμα της μέχρι τότε παρουσίας του στην Ύδρα. Είχε φτάσει κατά τύχη, μόλις πέντε μήνες πρωτύτερα, σε ένα μέρος όπου ένιωσε αμέσως άνετα και όπου τον αγκάλιασαν τόσο ο τόπος όσο και οι άνθρωποι. Σε μία σειρά από γεγονότα που δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί στην διάρκεια των μοναχικών, κρύων μηνών που πέρασε στο Λονδίνο στην αρχή της ίδιας χρονιάς, βρισκόταν τώρα σε έναν τόπο μεγάλης ομορφιάς.

Είχε μόλις αγοράσει το σπίτι στον ήλιο που θα του προσέφερε μία ασφαλή βάση στο νησί για τα επόμενα χρόνια. Και η Marianne Ihlen, η γυναίκα με την οποία θα μοιραζόταν αυτό το σπίτι, κάθεται μπροστά του, κοιτώντας με αγάπη καθώς ο νέος της σύντροφος προσφέρει απόλαυση στο ακροατήριο.

Λίγες μέρες μετά την λήψη αυτών των φωτογραφιών, ο Cohen θα έκλεινε τα 26 και παρ’ όλο που δεν ήταν πλούσιος, η οικονομική του κατάσταση είχε γίνει ελαφρύτερη χάρη στο σωσίβιο μιας επιδότησης από την κυβέρνηση που του παρείχε την ελευθερία να πηγαινοέρχεται κατά βούληση.

Σε μία συνέντευξη που κινηματογράφησε το BBC το 1988 στο δωμάτιό του σπιτιού του στην Ύδρα, εκεί όπου είχε ζήσει, εργαστεί και ερωτευτεί ένα τέταρτο του αιώνα πριν, ο Cohen αναπολούσε εκείνο το νέο ξεκίνημα της ζωής του, στην αυγή μιας νέας δεκαετίας.

‘Μόλις αποβιβάστηκα και κάποιος μου μίλησε αγγλικά και νοίκιασα ένα σπίτι για 14 δολάρια το μήνα. Γνώρισα ένα κορίτσι κι έμεινα για οκτώ – δέκα χρόνια.

Ναι, κάπως έτσι ήταν τα πράγματα εκείνες τις μέρες.’

Αυτό που δεν μπορεί να μεταφέρει η ανάγνωση αυτών των λέξεων, είναι ο τρόπος της εκφοράς τους. Κατά καιρούς, ο Cohen ισχυριζόταν ότι είναι ο λιγότερο συναισθηματικός άνθρωπος (‘Δεν έχω κανένα ενδιαφέρον για το παρελθόν και έχω ελάχιστον ενδιαφέρον για τον άνθρωπο που ήμουν τότε’) και αυτός ο ισχυρισμός τονίζεται από την διαπιστωτική διατύπωση των δύο πρώτων προτάσεων, όμως αμέσως μετά, διαψεύδεται από μία βαθιά ονειροπόληση, στην οποία τα μάτια και ο νους του περιπλανώνται εμφανέστατα στο παρελθόν. Στην καταληκτική πρόταση σηκώνει τους ώμους και ξεστομίζει ένα ευφυολόγημα που χτυπά κατευθείαν στην καρδιά της λαχτάρας του – για την Ύδρα, για την Ihlen, για την δεκαετία του ’60, ή και για τα τρία μαζί, είναι δύσκολο να πει κανείς. Αν και, όπως είπε ο ίδιος ο Cohen στο BBC, ‘τότε δεν ξέραμε ότι ήταν τα ’60s, πιστεύαμε ότι ήταν μία κανονική εποχή’.

Δέκα χρόνια μετά από τότε που ο Burke φωτογράφισε τον Cohen να παίζει σε λιγότερους από είκοσι ανθρώπους στην Ύδρα, τα ’60s είχαν περάσει και ο τραγουδιστής έκλεινε την δεκαετία παίζοντας σε μία από τις περισσότερο εξιστορημένες συναυλίες της καριέρας του, σε έναν άλλο νησί, μπροστά σε περίπου 600.000 ανθρώπους. Η περίσταση ήταν το τρίτο φεστιβάλ της Νήσου Γουάιτ, στα τέλη του Αυγούστου του 1970 και παραμένει η μεγαλύτερη και ίσως η πιο απείθαρχη μουσική συνάθροιση που έχει γίνει ποτέ στη Μεγάλη Βρετανία. Το ότι ο Cohen βγήκε μετά από τους Moody Blues, τους Jethro Tull και τον Jimi Hendrix, σε ένα πρόγραμμα που περιλάμβανε επίσης τους Who και τους Sly and the Family Stone, είναι από μόνο του ένα μέτρο του πόσο είχε προχωρήσει ο κόσμος και οι νεανικές κουλτούρες στην διάρκεια εκείνης της δεκαετίας. Πολλά πράγματα είχαν επίσης αλλάξει για τον Cohen στο μεσοδιάστημα. Η καριέρα του είχε ξεκινήσει με δύο καταξιωμένα άλμπουμ που τον εκτόξευσαν στις μουσικές σκηνές του κόσμου και θεμελίωσαν την φήμη του ως ενός από τους κατεξοχήν τραγουδιστές και τραγουδοποιούς της δεκαετίας. Η ρομαντική του σχέση με την Ihlen είχε ατροφήσει. Και οι δεσμοί του με την Ύδρα χαλάρωναν. Ήταν επίσης μία δεκαετία στην οποία κανείς από τους μέντορες του Cohen στην Ύδρα δεν θα επιζούσε, καθώς ο Clift είχε πεθάνει την περασμένη χρονιά και ο Johnston μόλις έναν μήνα πρωτύτερα.”

*[Το Half the Perfect World: Writers, Dreamers and Drifters on Hydra, 1955 – 1964 κυκλοφορεί επισήμως σήμερα, από τις εκδόσεις Monash University Press. Θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός, μέσα στο 2019]