«Ε ναι, πιστεύω στον Έλληνα»

Ο Παντελής Βούλγαρης, ίσως ο σημαντικότερος εν ζωή Έλληνας σκηνοθέτης, μιλά για την τελευταία του ταινία, 'Το Τελευταίο Σημείωμα', η οποία θα σημάνει την έναρξη του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου.

Η τελευταία ταινία του Παντελή Βούλγαρη, με την οποία κάνει πρεμιέρα το φετινό Delphi Bank Greek Film Festival, είναι μία ακόμη επιστροφή του “τελευταίου των μεγάλων” Ελλήνων σκηνοθετών στο στοιχείο του: την σύγχρονη ελληνική ιστορία. “Το Τελευταίο Σημείωμα” καταγράφει μία από τις πιο μαύρες σελίδες της Κατοχής, την εκτέλεση των “200 της Καισαριανής” από τους Ναζί, την Πρωτομαγιά του 1944, ως αντίποινα για μία επιχείρηση του ΕΛΑΣ που οδήγησε στον θάνατο τέσσερις Γερμανούς αξιωματικούς. Ακόμη και μετά από 74 χρόνια, η βαναυσότητα της πράξης – 200 ψυχές θυσία για τέσσερις – συγκλονίζει, όπως και η ιστορία του πιο γνωστού από τους ‘200’ του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, ο οποίος τελούσε χρέη διερμηνέα στο στρατόπεδο και αρνήθηκε να σώσει την πρόταση των Γερμανών να σώσει την ζωή του, ανταλλάσσοντάς την με κάποιον άλλον. Το δικό του σημείωμα στον πατέρα του είναι που δίνει τον τίτλο της ταινίας, μεταφέροντας την ανθρώπινη διάσταση μιας ιστορικής στιγμής. Στην συνέντευξη που ακολουθεί – μέρος μίας συναρπαστικής αφήγησης-ποταμού η οποία αναρτήθηκε στο κινηματογραφικό site freecinema.gr – o σκηνοθέτης μιλά για την ταινία, για την σχέση του με την ιστορία και το γιατί δεν επεδίωξε ποτέ να κάνει διεθνή καριέρα.

“Το γραφείο του Παντελή Βούλγαρη είναι στο υπόγειο του σπιτιού του. Είναι ένα αρκετά φωτεινό δωμάτιο, με παράθυρα από τα οποία βλέπεις κυρίως κήπο. Γεμάτο βιβλία, μικρά χαρτάκια που ξεχωρίζουν αμέτρητες σελίδες, σημειώσεις, πράγματα που σου θυμίζουν ταινίες του. Δεν είχα την τύχη να βρεθώ ξανά έτσι μαζί του, να μιλήσουμε, με άνεση χρόνου. Δεν το επεδίωξα, δεν έτυχε, δεν είμαι και ο τύπος που θα «κυνηγήσει» έναν σκηνοθέτη. Αλλά πάντα αισθανόμουν μια αδιευκρίνιστη αίσθηση σεβασμού προς το πρόσωπό του. Που ξεκινούσε από το γεγονός ότι αναγνωρίζω τη σημασία του μέσα στο πλαίσιο του ελληνικού κινηματογράφου.

Ο Βούλγαρης μπορεί να σου μιλάει για ώρες και να σου αφηγείται ωραίες ιστορίες από το παρελθόν, λες και ο βίος του στο σινεμά ήταν ένα απίστευτο παραμύθι. Δεν θα σου δώσει απαραίτητα μια πλήρη απάντηση σε καθετί που τον ρωτάς, έχει μια διακριτική ‘ευγένεια’ να ξεγλιστρά στα δύσκολα, να μην ανοίγεται, να μην εκτίθεται, να μην αποκαλύπτει τα πράγματα που δεν φαίνονται σε έναν άνθρωπο.

Δεν τον «στριμώχνεις». Απολαμβάνεις την κουβέντα, όμως. Κυλάει. Είναι κάτι που χαίρεσαι. Γελάσαμε αρκετά μαζί. Παραδόξως (λόγω θέματος). […] Η Ιωάννα Καρυστιάνη, η αγαπημένη του σύντροφος και συν-σεναριογράφος εδώ, μου έφερε το τσάι μου και πάτησα το REC.

Υπάρχει μια περίεργη αίσθηση που ίσως δημιουργηθεί σε μερικούς από τους θεατές του «Τελευταίου Σημειώματος», ότι μάλλον προσπαθείτε να παρουσιάσετε την ελληνική φυλή ως μια διαφορετική «άρια φυλή». Μια φυλή που είναι καλύτερη και από αυτή που νομίζουν ότι είναι οι Γερμανοί κατακτητές, δηλαδή. Είναι οι φοβεροί πατριώτες, είναι οι ήρωες, είναι αυτοί που λένε «ας πάω κι ας πεθάνω, μωρέ», ένα είδος που δεν έχει την ιδεολογία των Γερμανών εκείνης της περιόδου, αλλά έχει έναν ηρωισμό κι ένα ένστικτο πολύ ανώτερο. Δηλαδή, παρουσιάζετε έναν Έλληνα ο οποίος είναι το υπέρτατο ον που πρόκειται να θυσιαστεί. Πιστεύετε τόσο πολύ στον Έλληνα;

Nαι, κατ’ αρχήν πιστεύω στον Έλληνα. Το δεύτερο, δεν προσπάθησα να μεγεθύνω αυτό το συναίσθημα, απλώς προέκυψε από την έρευνα που έκανα. Εγώ θεωρώ ότι η αντίσταση δεν είναι μόνο επιλογή της Αριστεράς, είναι και του αστικού κόσμου, ας πούμε, και των φιλελευθέρων και των δεξιών…

Από την έρευνα, λοιπόν, το πρώτο συγκλονιστικό γεγονός είναι ότι, πριν μπούνε τα στρατεύματα στην Αθήνα, όπου ήτανε μία έρημη πόλη, ήτανε κλειστά τα παράθυρα και μάλιστα υπάρχει μια περιγραφή του Ταχτσή, που του άρεσε ο κινηματογράφος και κατέβηκε εκείνο το απόγευμα, εκείνη την ημέρα να πάει σε έναν κινηματογράφο και ήτανε κλειστά τα πάντα στην Αθήνα. Αμέσως-αμέσως, έχεις να κάνεις με ένα κλίμα μιας πόλης η οποία αντιδρά.

Το δεύτερο, το συναρπαστικό, είναι ότι την ίδια μέρα αυτοκτονεί η Πηνελόπη Δέλτα. Παίρνει δηλητήριο… δεν άντεξε το γεγονός.

Ακολουθεί το ’41, που είναι ένας χειμώνας πολύ βαρύς για την Αθήνα και είναι άπειρες οι περιπτώσεις ανθρώπων που πεθάνανε από ασιτία, και υπάρχει φωτογραφικό υλικό τέτοιο. Πέθαιναν στον δρόμο, με καρότσια τους παίρνανε, και υπάρχει και ένα κείμενο στα γερμανικά ενός κορυφαίου, δεν θυμάμαι αν είναι ο Γκέμπελς ή ο Γκέρινγκ, που λέει ότι «μετά από αυτό το χειμώνα στην Αθήνα, αποκλείεται να αντιδράσει αυτός ο κόσμος». Λοιπόν, το ’42 γίνεται της πουτάνας! Δηλαδή, δίπλα στο Μινιόν ήταν ένα τετραώροφο κτήριο που ήταν η φωλιά των δοσιλόγων και των Ναζί. Αυτό το κτήριο ανατινάχτηκε ολόκληρο από μια παρέα, όπου οι γυναίκες από τα Πετράλωνα μεταφέρανε το υλικό των εκρήξεων σε σακούλες για ψώνια. Τέτοια γεγονότα…

Αμέσως, παρέες αρχίζουνε και μπαίνουνε μέσα για να διασώσουν Εγγλέζους, δηλαδή υπάρχει ένας κόσμος που αντιδρά.

Στην έρευνά μου, εγώ έπεσα σε δύο τόμους της Φαφαλιού, είναι από εφοπλιστικές οικογένειες, και… (Αρχίζει να ψάχνει τα βιβλία στο γραφείο του.) Κάτσε να θυμηθώ το άλλο όνομα… Και Χατζηπατέρας. Λοιπόν, αυτό είναι, «Μαρτυρίες» ’41 – ’44, είναι στιγμές από όλο το φάσμα το κοινωνικό και είναι συναρπαστικό το πώς, ας πούμε, υπάρχει μια λεπτομέρεια, όταν η γερμανική διμοιρία ανέβηκε στην Ακρόπολη για να αλλάξει την ελληνική σημαία και να βάλει τη γερμανική, ο εύζωνας, ο φρουρός που ήτανε επάνω, τυλίχτηκε με την ελληνική σημαία και έπεσε από την Ακρόπολη. Και μάλιστα η είδηση αυτή βγήκε από το BBC, αμφισβητήθηκε το γεγονός αυτό, αν πράγματι έγινε, αλλά υπάρχουν δύο μαρτυρίες, παράδειγμα ενός παιδιού που πούλαγε κουλούρια κάτω απ’ την Ακρόπολη και έχει διασωθεί και το όνομά του. Δηλαδή, ακόμα και μοναχικές στιγμές αντίστασης υπάρχουνε.

Απ’ το ’42 και μετά που δημιουργείται το ΕΑΜ, όπου στο ΕΑΜ δεν είναι μόνο η Αριστερά αλλά είναι και κεντρώοι, είναι και αυτοί… Λόγω της παράδοσης που είχε το ΚΚΕ να φτιάχνει οργανώσεις, υπήρξαν φοιτητικές οργανώσεις για τα συσσίτια, για τα πάντα και λοιπά… Λοιπόν, είχα στο μυαλό μου την Κατοχή, αλλά δεν ήξερα το εύρος των αντιστασιακών εκδηλώσεων αυτής της περιόδου. Έτσι κορυφώνεται στην ιστορία μου και αντιπροσωπεύει η ιστορία μου, αν θέλεις, γι’ αυτούς που θα διαβάσουνε αργότερα, και μεμονωμένες ή λιγότερο πολυπληθείς αντιδράσεις και εκτελέσεις ανθρώπων. Είχανε προηγηθεί, βεβαίως, οι εκκαθαρίσεις των χωριών στην Κρήτη, στο Κομμένο επάνω στην Ήπειρο, πολλά τέτοια.

Άρα, κομμάτι του εαυτού σας αντιλαμβάνεται αυτή την ταινία σαν μια τόνωση του ηθικού του σημερινού Έλληνα, κατά κάποιο τρόπο;

Ε, αυτά δεν είναι λογικά, δεν είναι και αποφάσεις που τις παίρνεις όταν αποφασίζεις να κάνεις μια ταινία. Μπορεί συναισθηματικά και στο βάθος της φαντασίας μου να υπάρχει αυτό. Δεν το αποκλείω. Ιδιαίτερα τώρα, που εγώ βλέπω μια αφασία στη συμπεριφορά όλων, ας πούμε.

Στη φιλμογραφία σας προτιμάτε το έργο εποχής. […] Εγώ, πάντως, αν με ρωτάτε τίμια και ανοιχτά, θα σας έλεγα ότι, για κάποιον λόγο που δεν τον καταλαβαίνω ακριβώς, σχεδόν κρύβεστε από το παρόν. Δηλαδή, βρίσκετε ένα ωραιότερο «καταφύγιο» μέσα από την Ιστορία και τα ψαξίματα και τα βιβλία και την έρευνα, και αφιερώνετε το ενδιαφέρον σας εκεί, σαν μια τάση φυγής από το παρόν.

Θα σου απαντήσω. Πιστεύω ότι πράγματα που είναι πολύ ζωντανά στο παρόν, πολύ σύντομα χάνουνε τη σημασία τους. Ας πούμε, έγινε ντόρος για τα 600.000 παιδιά, για τα 400.000 παιδιά που έχουνε φύγει τώρα έξω για σπουδές, που είναι μορφωμένοι, γιατροί, βρίσκουνε αμέσως δουλειά, θα παντρευτούνε, θα κάνουν παιδιά, δεν θα ξανάρθουνε στην Ελλάδα, έτσι; Μάλλον. Σε ενάμισι χρόνο, αυτό έχει πάψει να έχει τη σημασία του. Τι γίνεται; Η τηλεόραση, η οποία παίζει ένα ρόλο… ας πούμε «πληροφορίας», γαμάει τέτοιες ιστορίες, τέτοια πράγματα, που αισθάνεσαι σα να σε ξεπέρασε κάτι που σκεφτόσουνα πριν από δύο χρόνια. Γιατί δεν κάνουμε μυθιστόρημα, δεν είναι όπως η γυναίκα μου, που μπορεί να γράψει άμεσα και να τελειώσει ένα βιβλίο σε ένα χρόνο. Μέχρι που να βρω εγώ λεφτά, κάτι που με συγκινούσε πριν από δύο χρόνια για το σήμερα, έχει πάψει να υπάρχει. Ας πούμε, η περίοδος της Δικτατορίας, αυτά τα επτά χρόνια της, δεν έχει καλυφθεί, δεν έχει γίνει καμία ταινία… Έχει γίνει καμία ταινία; Δεν θυμάμαι. Γιατί πλακώνει το ΠΑΣΟΚ μετά, γίνεται όλο αυτό το ξεσάλωμα, ας πούμε, εκείνης της εποχής…

Στο «Τελευταίο Σημείωμα», το δικό μου σχόλιο ήταν ότι αισθάνθηκα πως δεν έχει ιστορία αλλά έχει Ιστορία. Θέλατε να αποφύγετε να προσθέσετε κάτι το fictional, να δώσετε ένα «πλαστό» παρελθόν σε αυτούς του ήρωες; Δηλαδή, νιώσατε πως δεν πρέπει να αλλοιώσετε την Ιστορία;

Το fiction στοιχείο στην ταινία είναι οι δύο χαρακτήρες, δηλαδή είναι ο κρατούμενος και ο δεσμώτης, αυτοί είναι, αυτό είναι το fiction στοιχείο που διατρέχει την ταινία, και που σε αυτό ακουμπήσαμε και η Ιωάννα κι εγώ. Από την άλλη, δεν μπορούσα να αποκλείσω όλον τον χώρο των κρατουμένων, σε πολύ μικρές στιγμές… Και μάλιστα αυτές δημιουργηθήκανε κι επειδή είχα την απόλυτη εμπιστοσύνη τους και τη θερμότητα, των ανθρώπων που ήρθανε και παίξανε, των Χανιωτών, δηλαδή. Πολλά από αυτά βγαίνανε την παραμονή το βράδυ, δηλαδή ξυπνάγαμε με την Ιωάννα και επειδή είχαμε πολύ ωραίες φάτσες και πρόσωπα και λοιπά, λέγαμε «Να αξιοποιήσουμε σήμερα αυτούς τους τρεις, τον γιατρό, τον ζωγράφο και τα λοιπά», αλλά δεν μπορούσα να βγάλω άλλη ιστορία εκτός από αυτήν, δηλαδή κρατούμενος Σουβατζίδης και Φίσερ…

Ένα τελευταίο πράγμα. Προσωπικά, να σας πω ότι από τη δική σας τη γενιά, θεωρούσα ότι ο Νικολαΐδης κι εσείς είσαστε οι απόλυτοι κινηματογραφιστές. Δηλαδή, αυτοί που κάνανε σινεμά. […] Ο Νικολαΐδης ήταν ο λίγο «καταραμένος», αφιερωμένος στο ’50 και στο ’60, στο rock ‘n’ roll, δεν βγήκε ποτέ από εκεί, ήταν σαν να τον είχε στοιχειώσει. Εσείς, από την άλλη, έχετε την Ιστορία και την Ελλάδα. Για μένα, είσαστε οι δύο σκηνοθέτες που ίσως θα μπορούσαν να είχαν φύγει και στο εξωτερικό, και να κάνουνε κι άλλου είδους σινεμά, ακόμη. Εσείς, γιατί δεν το κάνατε ποτέ;

(Σιωπή.) Τον Καζάν τον συνάντησα σε ένα φεστιβάλ στο Νέο Δελχί, που ήτανε ο Κουροσάουα εκεί, ο Αντονιόνι και ο Καζάν. Είχα το «Happy Day» τότε, ήταν και ο Φέρρης με τα «Δύο Φεγγάρια τον Αύγουστο». Και είδε την ταινία, με τη δεύτερή του γυναίκα, μια ηθοποιό η οποία πέθανε, και του άρεσε το φιλμ. Με την επιφύλαξη ότι αυτός θα ακολουθούσε τον δρόμο τού Αριστοτέλη, ότι όλη την ιστορία τού «Happy Day» θα την ακούμπαγε σε έναν, στον πρωταγωνιστή, και όλα θα ταξιδεύανε με ένα πρόσωπο. Γιατί μου λέει, «Εκεί που πάω να μπω σε ένα κλίμα, μου λες ‘Stop!’, με πας αλλού, μετά ξανά…», αλλά έτσι γνωριστήκαμε με τον Καζάν. Μετά όταν είδε το «Προξενιό της Άννας», μου είχε πει, γιατί μας αγαπούσε πολύ με την Ιωάννα, «Έλα κοντά μου, έλα κοντά μου, θα ‘χεις τη γραμματέα μου, έλα κοντά μου». Εγώ επειδή δεν ήξερα ξένες γλώσσες, δεν ξέρω από αυτά, περάσανε όλοι οι δάσκαλοι από πάνω μου, η πρώτη μου γυναίκα ήτανε Ελληνοαμερικάνα, και επειδή… τώρα δεν θέλω να λέω μεγάλες κουβέντες, και στη Δικτατορία θα μπορούσα να φύγω και λοιπά. Μ’ άρεσε εδώ που έμενα… μ’ άρεσε εδώ που έμενα. Δεν είμαι σαν τον Φελίνι, που έλεγε «Εγώ, όταν μπαίνω σε ένα bar στην Ιταλία, ξέρω αυτός που πίνει τι δουλειά κάνει και τι… Πού θα τους βρω εγώ στην Αμερική, πώς θα τους καταλάβω εγώ τους Αμερικάνους», δεν λέω τέτοια. Αλλά εδώ ξεκίνησα να κάνω το σινεμά, εδώ γνώρισα αυτόν τον τόπο, τους φίλους μου, τους φίλους που απέκτησα… Γιατί νέο παιδάκι, ας πούμε, έλεγα «Θα γίνω σκηνοθέτης και λοιπά, μακάρι να φτάσω μέχρι την Αλεξανδρούπολη, να με αγαπάνε μέχρι την Αλεξανδρούπολη». (Γελάει.) Στο Βέλγιο δεν το ‘χα σκεφτεί ποτέ να με αγαπάει κανένας, οπότε… εδώ είχα τις ιστορίες, δεν το σκέφτηκα ποτέ να φύγω.

*Η ταινία «Το Τελευταίο Σημείωμα» του Παντελή Βούλγαρη προβάλλεται στην πρεμιέρα του Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, την Τετάρτη 10 Οκτωβρίου και ξανά το Σάββατο 13 Οκτωβρίου. Για τις ώρες προβολής και τα εισιτήρια, επισκεφθείτε την ιστοσελίδα

http://greekfilmfestival.com.au/program/439/the-last-note

** Για το πλήρες κείμενο της συνέντευξης (όπου ο σκηνοθέτης μιλά εκτενώς για το ξεκίνημά του στην δεκαετία του ’60, αλλά και για την ενασχόλησή του με τον Εμφύλιο), επισκεφθείτε την ιστοσελίδα

http://freecinema.gr/interviews/pantelis-voulgaris-interview-for-the-last-note/