Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γκόνης ομολογώ ότι μου είναι συμπαθέστατος. Θα πρέπει να ομολογήσω, επίσης, ότι το άρθρο του περί Ελλάδας, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Herald Sun, ίσως να μην ήταν και η «καλύτερη στιγμή του».

Ευτυχώς, αναγνωρίζει και ο ίδιος ότι το άρθρο του αυτό, όπως σημειώνει, ενδέχεται «να θίξει». Και εξηγεί ότι η κριτική που ασκεί σ’ αυτό είναι προς την ελληνική πολιτεία και όχι προς τον ελληνικό λαό.
Κατά την άποψή μου, το άρθρο του, περιέχει υπεραπλουστεύσεις και γενικολογίες.

Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η αναφορά του σε «κακοποιούς εφοριακούς» που τρομοκρατούν τους Έλληνες καταστηματάρχες κατά την θερινή περίοδο.

Όντως, οι εφοριακοί κάνουν εφόδους γιατί η φοροδιαφυγή πάει σύννεφο.

Και πάνε και κλείνουν (προσωρινά) κέντρα όπως το Nammos στη Μύκονο που χρεώνει χιλιάδες ευρώ για μια σαμπάνια.

Ενοχλείται ο κ. Γκόνης από τα φτωχά αγγλικά του κ. Τσίπρα που, πάντως, είναι καλύτερα από τα «ελληνικά» που εκφωνούν οι Αυστραλοί πολιτικοί στις παροικιακές μας εκδηλώσεις.

Επαναλαμβάνω ότι ο κ. Γκόνης μου είναι συμπαθής και τον εκτιμώ για το έργο του, αλλά στο συγκεκριμένο άρθρο έκανε λάθος και δεν είναι τυχαίο που λάβαμε πολλά τηλεφωνήματα διαμαρτυρίας στον «Νέο Κόσμο».

ΜΑΛΛΙΑ-ΚΟΥΒΑΡΙΑ, όπως μαθαίνω, έγιναν οι Καστοριανοί της Μελβούρνης εξαιτίας πρόσφατης απόφασης να πωληθεί το κτίριό τους.

Στο θέμα αυτό θα επανέλθω. Απλώς σημειώνω ότι ένα-ένα τα κτίρια που έφτιαξε η πρώτη γενιά με πολλές θυσίες και στερήσεις, πωλούνται.

Τα χρήματα που εισπράττονται τι γίνονται;

Γιατί δεν επενδύονται στις μελλοντικές ανάγκες της παροικίας μας;

«ΦΑΡΟΣ», λέγεται η περιοδική έκδοση της λεγόμενης «Ιεράς Ορθόδοξης Μητρόπολης Αυστραλίας και Ωκεανίας» αλλά δεν έχει καμιά σχέση με την Ιερά Αρχιεπισκοπή που την θεωρεί «σχισματική».

Υπεύθυνος σύνταξης του περιοδικού είναι ο πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Αθανασιάδης, ο οποίος κάποτε ήταν «πρωτοπαλίκαρο» της Αρχιεπισκοπής.

Στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού, ο π. Αθανασιάδης κάνει διάφορα σχόλια. Σε ένα απ’ αυτά, για το Μακεδονικό, αναφέρει:

«Μετά από απραξία μας 25 και πλέον χρόνων και αφού 143 κράτη έχουν ήδη αναγνωρίσει την ΠΓΔΜ ως “Δημοκρατία της Μακεδονίας”, η παρούσα ελληνική κυβέρνηση πήρε μια πρωτοβουλία να βάλει ένα τέλος σ’ αυτόν τον αχταρμά. Εγώ δεν λέγω ότι η πρωτοβουλία αυτή είναι η πιο σωστή. Λέγω όμως και πιστεύω, ότι το έκανε για να σταματήσει την εθνική μας αιμορραγία και πριν επέλθει ο οριστικός θάνατος και μονιμοποιηθεί το Δημοκρατία της Μακεδονίας. Να σώσει ό,τι μπορεί να σωθεί».

Στη συνέχεια του άρθρου ο παπα-Γιώργης επικρίνει όσους πολεμούν την πρωτοβουλία αυτή. Ενδιαφέρον…

ΕΧΕΙ και ένα άλλο σχόλιο, όμως, με τίτλο «Κάτσε όπως είσαι παππούλη» και αναφέρεται στον Αρχιεπίσκοπο κ. Στυλιανό και είναι ειρωνικό και επικριτικό.

Καλά θα έκανε να το απέφευγε το σχόλιο αυτό ο παπα-Γιώργης. Δεν νομίζω ότι τιμά τον ίδιο…

Σ. Χ.

ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑ προχθές στον κινηματογράφο Como, στο επίσημο άνοιγμα του 25ου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου που οργανώνει η Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης, την προβολή της ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Τελευταίο Σημείωμα». Ο Παντελής Βούλγαρης είναι ένας από τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες τις τελευταίες δεκαετίες και έχει δώσει αρκετές και σοβαρές δουλειές, σκύβοντας κυρίως στα γεγονότα που σημάδεψαν την ελληνική ιστορία κυρίως του 20ού αιώνα.

ΕΧΟΥΜΕ πολλές φορές τελευταία αναφερθεί στην υπόθεση της νέας αυτής ταινίας του Βούλγαρη, αλλά θα ξαναπώ ότι αφορά την υπόθεση της εκτέλεσης 200 κομμουνιστών στο Σκοπευτήριο Καισαριανής την Πρωτομαγιά του 1944, οι οποίοι κρατούνταν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Η εκτέλεση έγινε σε αντίποινα για την επίθεση ανταρτών στη Λακωνία όπου σκοτώθηκαν ένας Γερμανός διοικητής και τέσσερις στρατιώτες.

Η ΤΑΙΝΙΑ αναφέρεται ιδιαίτερα σε έναν από τους 200, τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, από την τότε νέα φουρνιά στελεχών του ΚΚΕ, ο οποίος, όπως και οι περισσότεροι από τους συντρόφους του στο Χαϊδάρι και μετέπειτα επίσης εκτελεσμένοι, είχαν «ψηθεί» στις κακουχίες, όντες κρατούμενοι στις φυλακές Ακροναυπλίας, που η δικτατορία Μεταξά, χωρίς δεύτερη σκέψη παρέδωσε στα γερμανικά στρατεύματα κατοχής με την είσοδό τους στην Ελλάδα.

ΟΙ 200 εκτελεσμένοι κομμουνιστές στην Καισαριανή έγιναν έκτοτε ποιήματα, τραγούδια, βιβλία ιστορίας και, προπαντός, υπόσχεση για αγώνα για έναν καλύτερο κόσμο. Πράγμα που συνεχίζει να συμβαίνει και αποδεικνύεται με την ταινία αυτή, η οποία έχω την εντύπωση ότι έχει επιτύχει απόλυτα το σκοπό της.
ΑΝ, βέβαια, σκοπός του σκηνοθέτη ήταν όχι απλώς να πει την ιστορία του Σουκατζίδη και των υπόλοιπων 199, αλλά και να εμπνεύσει τους σημερινούς και μελλοντικούς κοινωνικούς αγώνες, ερμηνεύοντας υπό το πρίσμα της τέχνης ένα από εκείνα τα επεισόδια που σημάδεψαν το λαϊκό επαναστατικό κίνημα του τελευταίου αιώνα στον ελλαδικό χώρο.

ΕΝΑ από τα συμπεράσματα ή/και μαθήματα που ανασύρει κανείς από τη συγκεκριμένη ταινία είναι η αίσθηση της κοινότητας -με την έννοια της κοινής μοίρας- της συντροφικότητας ανάμεσα στους κρατούμενους, που τους έκανε να συγκροτήσουν μια αδάμαστη, μια αδιάσπαστη «οικογένεια» στην οποία όλοι χωρούσαν και όλοι λειτουργούσαν ισότιμα.

ΑΥΤΟ ήταν που κράτησε αυτή την ομάδα κρατουμένων σε υψηλό ηθικό τόσο προσωπικής όσο και συλλογικής αγωνιστικότητας. Η κοινή μελέτη με ό,τι και να είχαν, η κοινή «διασκέδαση», η κοινή αντιμετώπιση της μοίρας τους, αντανακλούσαν και την κοινή τους επιθυμία αλλά και αντίληψη για το πώς θα ήθελαν να είναι ο κόσμος για τον οποίο αγωνίζονταν.

ΟΛΑ αυτά είναι στοιχεία μιας εν δυνάμει εξισωτικής κοινωνίας -βέβαια σε μικρογραφία- η οποία όμως θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος ενός γενικότερου κινήματος άλλων παρόμοιων εγχειρημάτων, ώστε να μετουσιωθεί σε ένα όλον. Είναι αυτό που γνωρίζουν πολύ καλά όλοι όσοι συμμετέχουν στο κοινωνικό κίνημα -και έχουν καλές προθέσεις- ότι ο νέος κόσμος εξυφαίνεται και δημιουργείται στο κέλυφος του παλιού.

Ο ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΣ κοινωνικός αγώνας δεν είναι φιλανθρωπία, όπως έγραψε και μια επιστολογράφος στην έκδοση της Πέμπτης. Όλοι όσοι αγωνίζονται για μια πιο δίκαιη κοινωνία δεν το κάνουν από φιλανθρωπία, αλλά από υποχρέωση, τόσο απέναντι στον εαυτό τους όσο και απέναντι στην κοινωνία.

Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ και όλα όσα έχουν επανέλθει σήμερα, κυρίως με τη δυναμική επανεμφάνιση του φασισμού και του ρατσισμού, δεν πρόκειται να καταπολεμηθούν και να εξαλειφθούν με καμιά φιλανθρωπία. Απεναντίας, μόνο με ανυποχώρητο και καθημερινό αγώνα θα γίνει αυτό, με τον καθένα από το δικό του μετερίζι και με βάση τις δυνατότητές του.

ΚΑΙ, όπως έχουμε ξαναπεί: κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος, δεν υπάρχουν χαμένοι αγώνες… Χαμένοι αγώνες είναι αυτοί που δεν δίνονται…

Δ.Τ.