Ο Γιάννης Τσαμπασίδης έφυγε από τη ζωή λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς. Όταν εκατομμύρια κόσμου αγκαλιάζονταν και εύχονταν “Χρόνια Πολλά”, ο Γιάννης, παρέα με την αγαπημένη του μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού και τρέχοντας πάνω από 150 χιλιόμετρα την ώρα, στον παραλιακό δρόμο κοντά στη St.Kilda, άφηνε σε βαρύ πένθος την οικογένειά του και την ομογένεια, που έχασε ένα από τα παιδιά της, τόσο πρόωρα και βιαστικά.

“Είχε το θλιβερό προνόμιο να είναι το πρώτο θύμα των τροχών της νέας χρονιάς στη Βικτώρια”, έγραφε πρωτοσέλιδα η “Νέα Ελλάδα” του Σαββάτου…

“Σα να είχε την προαίσθηση, την παραμονή πρωτοχρονιάς ότι κάτι κακό θα συνέβαινε και πριν βγει έξω για να διασκεδάσει πέρασε από το 3XY όπου οι γονείς του έκαναν εκπομπή. Χαιρέτισε τους γονείς του με ένα ζεστό φιλί και αφού ευχήθηκε Καλή Χρονιά, ζήτησε μια “παραγγελιά” την οποία ικανοποίησε ο πατέρας του. Ήταν το ζεϊμπέκικο του Χρήστου Νικολόπουλου “Γράμματα στο Πέλαγος”. Κι όταν η μουσική άγγιξε την καρδιά του παλικαριού, έκανε μια στροφή ο Γιάννης, περήφανα μπροστά στους γονείς του. Αμέσως μετά τους φίλησε ξανά. Και τους αγκάλιασε. Και έφυγε με τη μηχανή του με προορισμό ένα παμπ κοντά στην παραλία. Ήπιε μια μπύρα μόνο. Άφησε το πορτοφόλι του και τα κλειδιά του σπιτιού του. Πήρε τη μηχανή του και βγαίνοντας στην παραλιακή πάτησε γκάζι και χάθηκε στη νύχτα για τη βόλτα του θανάτου, εκεί, δίπλα στο πέλαγος.

Τον Γιάννη Τσαμπασίδη το θυμάμαι από μικρούλι. Ήταν δεν ήταν οχτώ ή εννιά χρονών.

Ήταν τότε που με το μεγαλύτερο αδελφό του, το Γρηγόρη παίζανε ποδόσφαιρο στο προαύλιο του Αποστόλου Ανδρέα, στο West Sunshine και που, κάθε λίγο έσπαγαν κάποιο τζάμι της Εκκλησίας κι ας φώναζε η μάνα τους η Μαίρη “να προσέχουν και να κάνουν προσευχή στον Απόστολο να τους συγχωρήσει για την αμαρτία”.

Ο Γιάννης χαμογελούσε κι όταν ακόμη τον μάλωναν. Μ’ εκείνα τα ολοκάστανα μάτια του που σ’ αγκάλιαζαν και, το μάλωμα γινόταν χαμόγελο και συγνώμη. Η αμαρτία γινόταν προσευχή στην παιδική ψυχή του..

Ο Γιάννης ήταν ένα φιλότιμο και πολύ καλό παιδί, μονολογούν όλοι οι φίλοι του που μεγάλωσαν μαζί. Ο Γιώργος Ιωαννίδης, συμμαθητής του Γιάννη πάνω από δέκα χρόνια, μιλάει με ιδιαίτερη αγάπη για το φίλο του.

Ο Γιάννης είχε μια ωριμότητα από μικρός, λέει. Είχε μια τάση να κάνει παρέα με άτομα μεγαλύτερά του. Και οι μεγάλοι τον “πήγαιναν” επειδή ήταν μυαλωμένο παιδί. Ο Γιάννης είχε όνειρα, λέει ο Γιώργος. Παραμονή Χριστουγέννων, λέει, ήμασταν μαζί. Μου μιλούσε για το φούτμπολ και τα πολλαπλά membership που είχε να βλέπει τις αγαπημένες του ομάδες και το footy show. Ο Γιάννης ήθελε πάντα να βοηθάει. Να κερνάει πρώτος. Χωρίς να παίρνει κουβέντα, αν θέλαμε κι εμείς να πληρώνουμε κάπου-κάπου! Σαν τον πατέρα του ήτανε, λέει ο Γιώργος. Και θυμάται ιστορίες από μικρά, όταν ο Δημήτρης Τσαμπασίδης, τραγικός πατέρας του Γιάννη, πλήρωνε τους λογαριασμούς, σε όποια μαγαζιά κι αν περνούσαν τα παιδιά με την παρέα τους.

Ο Γιώργος ομολογεί ότι χάρη στο Γιάννη τα παιδικά του χρόνια ήταν χρόνια χαράς! Αλλά κάπου είναι και θυμωμένος με το Γιάννη! Τον κάλεσα να έρθει μαζί μας την Πρωτοχρονιά. Αφού μια ζωή μαζί είμαστε. Αλλά ο Γιάννης προτίμησε να πιει μόνος τη μια και μοναδική, έτσι κι αλλιώς, μπύρα που έπιναν μαζί! Και έφυγε. Παρέα με τη μεγάλη του ερωμένη. Τη μηχανή του την Harley Davidson! Χωρίς να σκεφτεί τα αδέλφια του. Το Γρηγόρη, την Ελένη και τη Μαρία. Και τα ανίψια του που λάτρευε. Τους φίλους του. Τον Δημήτρη και τη Μαίρη.

Περαστικός και αυτός σαν όλους εμάς, που περιμένουμε τη σειρά μας… Μόνο που αυτός βιάστηκε. Πέταξε ψηλά. Κοντά στους αγγέλους.