ΧΑΝΙΑ, Κυριακή.- “Απ΄ ό,τι γνωρίζω στην Ελλάδα δεν γίνονται εισαγωγές. Υπάρχουν μόλις πέντε χυτήρια σε όλη την Ελλάδα. Εμείς έχουμε στείλει καμπάνες σε διάφορα μέρη του κόσμου: Βουλγαρία, Κύπρο, Γερμανία, Βουκουρέστι, Αυστραλία, Ιερουσαλήμ”.
Είναι οι μάστορες της καμπάνας και το προϊόν τους εξάγεται σε δεκάδες χώρες του κόσμου, όπου υπάρχουν ορθόδοξοι ναοί. Η οικογένεια Παυλουδάκη στα Χανιά της Κρήτης, διατηρεί ένα από τα λίγα χυτήρια καμπάνας που λειτουργούν στην Ελλάδα. Την εποχή της αυτοματοποιημένης τεχνολογίας συνεχίζουν παραδοσιακά, δημιουργώντας περίτεχνες κατασκευές.
“Για να φτιαχτεί μία μόνο καμπάνα, χρειάζονται τουλάχιστον 20 μέρες και, βέβαια, υπομονή και αγάπη για το επάγγελμα”, δηλώνει ο κ. Ερρίκος Παυλουδάκης, που μαζί με τον αδελφό του, Γιώργο, και τον πατέρα τους, Στράτο, αποτελούν την καρδιά και το μυαλό του χυτηρίου που διατηρεί το παλιό του όνομα “Χυτήριο Παπαδάκη” από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες.
Η μικρή βιοτεχνία άρχισε να λειτουργεί πριν από 100 ακριβώς χρόνια, το 1908, τα μισά από τα οποία υπό την καθοδήγηση του Στράτου Παυλουδάκη. “Είμαι 62 ετών και από τα 12 μου χρόνια βρίσκομαι μέσα στο χυτήριο που αποτελεί πλέον μια μεγάλη αγάπη”, τονίζει ο κ. Στράτος. Αυτός δίδαξε στα παιδιά του τα μυστικά της κατασκευής για τις καμπάνες και συνεχίζει ακόμα και σήμερα δίπλα τους. Πρώτο στάδιο: το καλούπι
Οι τεχνίτες της οικογένειας εξηγούν πώς μετατρέπουν τον χαλκό και τα υπόλοιπα μεταλλεύματα σε μια εύηχη καμπάνα. “Το πρώτο στάδιο και το σημαντικότερο, βέβαια, για τη δημιουργία μιας καμπάνας είναι η δημιουργία του καλουπιού της. Το καλούπι αποτελείται από χώμα (χαλαζιακή άμμος), μπετονίτη και φούμο (χημική σκόνη από κάρβουνο), το οποίο αφού αναμειχθεί προσαρμόζεται σε αλουμινένιες κατασκευές (μοντέλα) για να πάρει το κατάλληλο σχήμα της καμπάνας”, επισημαίνει ο κ. Ερρίκος Παυλουδάκης.
Το καλούπι (και μόνο το καλούπι) στεγνώνει σε 15 μέρες. Αφού στεγνώσει, προστίθεται γραφίτης (μέταλλο) για να προφυλαχθεί το χώμα. “Στο σημείο αυτό τυπώνονται στο καλούπι τα σχέδια που θα διακοσμούν την καμπάνα, όπως για παράδειγμα διάφορες αγιογραφίες και πρέπει να σημειωθεί ότι όλα γίνονται χειρωνακτικά”. Το τελευταίο στάδιο για τη δημιουργία του καλουπιού της καμπάνας είναι το ψήσιμό του στο γκάζι σε χαμηλή φωτιά για τρεις ολόκληρες μέρες.
ΤΟ ΛΙΩΣΙΜΟ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΝ
Αφού ολοκληρωθεί επιτυχώς το πρώτο στάδιο περνάμε στο δεύτερο και τελευταίο. “Λειώνει το μέταλλο σε καζάνι το οποίο είναι χαλκός με κασσίτερο σε αναλογία 60-40 ή 70-30, αντίστοιχα. Η αναλογία αυτή των μετάλλων όπως και το πάχος της καμπάνας καθορίζουν τον ήχο της, ο οποίος είναι πάντα σε βυζαντινές νότες. Η επικινδυνότητα αυτού του σταδίου είναι μεγάλη αν αναλογιστεί κανείς ότι το μέταλλο πρέπει να ριχτεί στο καλούπι όσο είναι ακόμα ρευστό, που σημαίνει ότι διατηρείται στους 1.200 βαθμούς Κελσίου”.
Μία μέρα θα χρειαστεί να μείνει το μέταλλο ανάμεσα στο καλούπι και στο μοντέλο για να στεγνώσει και στη συνέχεια να τροχιστεί και να γυαλιστεί ώστε να ολοκληρωθεί η όλη διαδικασία. Η εργασία όμως δεν τελειώνει εδώ. Πριν δοθεί η καμπάνα, από τα χυτήρια Παπαδάκη, δοκιμάζεται κι αν δεν έχει τον σωστό τόνο και τη σωστή νότα καταστρέφεται και ξαναφτιάχνεται.
ΚΑΜΠΑΝΑ ΕΝΟΣ ΤΟΝΟΥ!
“Στέλνουμε καμπάνες σε διάφορες περιοχές του κόσμου, όπου δηλαδή υπάρχουν ορθόδοξοι ναοί. Η μεγαλύτερη καμπάνα ωστόσο που φτιάξαμε, ζύγιζε 1.000 κιλά για έναν ναό της Μητρόπολης Κυδωνίας και Αποκορώνου”, τονίζει ο κ. Παυλουδάκης.
Ο χαλκός που χρησιμοποιείται για την κατασκευή των καμπανών προέρχεται από ανακύκλωση και συγκεκριμένα χρησιμοποιούνται παλιά καλώδια της ΔΕΗ, ενώ τα καλούπια έρχονται από τη γειτονική Ιταλία. “Κάθε μέρα στο επάγγελμα αυτό μαθαίνεις καινούργια πράγματα, καθώς έχουμε περάσει σε μια εποχή που όλα είναι αυτοματοποιημένα, ακόμα και στις καμπάνες. Δυστυχώς, δεν υπάρχει πλέον κάποιος να χτυπήσει την καμπάνα και αυτό οδήγησε στο να λειτουργούν με ηλεκτρικά έμβολα και μέσω μηχανήματος να χτυπούν ανάλογα με την περίσταση”, εξηγεί. Παρ΄ ότι το σύστημα λειτουργίας των καμπανών έχει αυτοματοποιηθεί, το χυτήριο συνεχίζει να κατασκευάζει το παραδοσιακό “κουτσούρι” που χρησιμοποιούνταν παλιά για να κρεμάνε τις καμπάνες στα καμπαναριά, αλλά και κηροπήγια, καζάνια κ.ά.