Ο Μπαράκ Ομπάμα είναι ο πρόεδρος του κόσμου! Όχι με την έννοια – την κάκιστη και ανέφικτη – του αυτοκράτορα όλων των κατοίκων του πλανήτη. Αλλά με την έννοια – τη ρεαλιστική και θετική – του ανθρώπου που η συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας ήθελε να είναι επικεφαλής της πιο σημαντικής χώρας του κόσμου. Στις εικονικές πλανητικές εκλογές μέσω του Ίντερνετ, ο Ομπάμα υπερψηφίστηκε παντού: από τη Γαλλία (94,5%) ώς την Κίνα (88%), από τη Γερμανία (92,5%) ώς την Ινδία (97%), από τη Ρωσία (88%) ώς το Ιράν (80%) και, βέβαια, από την Ιταλία (92%).
Δισεκατομμύρια άνθρωποι φύσηξαν τα πανιά της βάρκας του Ομπάμα. Οι Αμερικανοί το γνώριζαν, και μάλιστα το αισθάνονταν. Όπως δήλωνε ο Τόμας Τζέφερσον, αμερικανοποιώντας το καρτεσιανό cogito: “Ι feel, therefore Ι am” – “Αισθάνομαι, άρα υπάρχω”. Οι ομοεθνείς του Ομπάμα πρέπει να αισθάνθηκαν αυτόν τον άνεμο βαθιά στο πετσί τους, ενώ παλαιότερα δεν τους άγγιζαν οι γνώμες όσων ζούσαν έξω από την πελώρια και ευλογημένη χώρα τους. Μέχρις ότου, πριν από εφτά χρόνια, αφυπνίστηκαν από την αυταπάτη ότι είχαν διώξει για πάντα το κακό από τον κόσμο.
Ο Μπους θέλησε να ξορκίσει τον εφιάλτη, εξαπολύοντας την πολεμική μηχανή του στο κυνήγι μακρινών τεράτων. Με την ιδέα ότι θα τα κρατήσει μακριά από τα σπίτια των Αμερικανών, καθηλώνοντάς τα στις χώρες τους, όπως τα βλαβερά έντομα πάνω στο μυγοκτόνο χαρτί.
Βέβαια, η 11η Σεπτεμβρίου δεν επαναλήφθηκε. Αλλά το τίμημα για τη μιλιταριστική στροφή δεν εκφράστηκε μόνο από την μαύρη τρύπα στους δημόσιους και ιδιωτικούς λογαριασμούς, αλλά κυρίως από τη δραστική πτώση της εικόνας της Αμερικής στον κόσμο. Και επομένως από μια διαβρωτική κρίση αυτοεκτίμησης.
Από αυτή την κρίση μόνο μετά τη μαγική νύχτα της 4ης Νοεμβρίου οι Αμερικανοί άρχισαν να συνέρχονται.
Αν ο Ομπάμα νίκησε, νίκησε και επειδή οι Αμερικανοί άκουσαν τις φωνές του κόσμου. Όχι από ενδοτικότητα ή από διεθνιστική διάθεση, αλλά από υγιές πνεύμα αυτοσυντήρησης. Από εγωισμό. Επειδή κατανόησαν ότι η ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών προστατεύεται καλύτερα από τη συμπάθεια, ή τουλάχιστον το σεβασμό των άλλων παρά από οποιοδήποτε τείχος. Όσο περισσότερο ο Μπους ύψωνε φυσικά και εικονικά τείχη για την προστασία της εθνικής επικράτειας, εξαπολύοντας τις εκστρατείες στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, χωρίς να προσδιορίζει τους σκοπούς τους και τα όριά τους, τόσο πιο πολλοί Αμερικανοί αισθάνονταν, παράδοξα, λιγότερο προστατευμένοι.
Χρειάστηκαν χρόνια, αλλά η πλειοψηφία των αμερικανών πολιτών κατανόησε ότι η κυβέρνησή τους τούς είχε οδηγήσει σε ένα αδιέξοδο, στο τέρμα του οποίου δεν υπήρχε μόνον η ταπείνωση των στρατιωτών – χιλιάδες από τους οποίους το πλήρωσαν με τη ζωή τους – αλλά η απώλεια εμπιστοσύνης του κόσμου στην Αμερική. Και, τελικά, η απώλεια εμπιστοσύνης των Αμερικανών στους εαυτούς τους.
Η τελευταία κατάρρευση, η πτώση του τείχους του Μανχάταν, δεν ήταν παρά η οικονομική επίπτωση της κρίσης αξιοπιστίας των ΗΠΑ. Χωρίς εμπιστοσύνη δεν υπάρχει χρηματοπιστωτικό σύστημα ικανό να μακροημερεύει. Και κάποια στιγμή η νόσος πλήττει την οικονομία, απειλεί την κοινωνική συνοχή, τραυματίζει την υπέρμετρη υπηρηφάνεια μιας χώρας η οποία λατρεύει, σαν να ήταν εκκλησία, την πατρίδα και τα σύμβολά της.
Η Αμερική άκουσε τον κόσμο. Σύντομα ο κόσμος θα ακούσει τη νέα Αμερική του Ομπάμα. Αναπόφευκτα, ένα μεγάλο ποσοστό από εκείνους που σήμερα εξυμνούν τον μαύρο ηγέτη θα απογοητευθούν. Όχι μόνον επειδή είναι πάρα πολλοί και ούτε κι ένας Σούπερμαν δεν θα μπορούσε να υπηρετήσει τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντά τους. Αλλά και επειδή ο Μπαράκ Ομπάμα, που μπήκε στο Λευκό Οίκο και χάρη στον υπόλοιπο κόσμο, πρέπει να ασχοληθεί πάνω απ’ όλα με το λαό του. Με αυτή την έννοια όχι, δεν είναι ο ηγέτης της Γης.
Οφείλει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των πραγματικών εκλογέων του, από τους οποίους φιλοδοξεί να επανεκλεγεί σε τέσσερα χρόνια.
Δεν θα έχει ούτε χρόνο ούτε δυνάμεις για τις προσδοκίες των ηλεκτρονικών υποστηρικτών του, που είναι διασκορπισμένοι σε ολόκληρο τον πλανήτη. Επιπλέον, οι πραγματικοί εκλογείς του του ζητούν να ξαναβάλει αμέσως τάξη στη χώρα τους, που καταστράφηκε από τις πολιτικές του Μπους. Και πρώτα απ’ όλα στην οικονομία. Τα υπόλοιπα μπορούν να περιμένουν.
Ο Ομπάμα θα χρειαστεί κάθε διαθέσιμη βοήθεια, ξεκινώντας από εκείνη των “φίλων και συμμάχων”, για να ευθυγραμμίσει το καράβι της Αμερικής που έχει γείρει επικίνδυνα προς τη μια πλευρά. Σίγουρα από τον γεωπολιτικό αυτισμό του Μπους και του Τσένι, ο Ομπάμα και ο Μπάιντεν θα θελήσουν να περάσουν σε μια “πολυμερή συνεργασία” με αμερικανική σφραγίδα. Με το κύρος και τη συμβολική ακτινοβολία που κανένας άλλος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών ποτέ δεν απολάμβανε, ο νέος ηγέτης θα αναζητήσει πόρους αλλού για να υπηρετήσει τα συμφέροντα της χώρας του. Αν, τώρα, αυτά τα συμφέροντα συμπίπτουν με εκείνα των φίλων, τόσο το καλύτερο. Αν όχι, τόσο το χειρότερο για τους άλλους. Ακόμη και για όποιον σήμερα τον υπεραγαπά.
Ο εκλεγμένος πρόεδρος κληρονομεί μια άρρωστη χώρα. Μόνο ένα αίσθημα απελπισίας εξηγεί το πώς ένα σημαντικό μέρος των συντηρητικών ψήφισε υπέρ ενός προέδρου που τον υποψιάζονταν για επικίνδυνες αριστερές τάσεις ή ακόμη και για συμπάθειες προς τους εξτρεμιστές.
Ο Μπαράκ Ομπάμα ήταν αληθινά η τελευταία ελπίδα της Αμερικής. Δεν του επιτρέπεται να σπαταλήσει αυτή την ελπίδα. Οι άνθρωποί του, όλοι, δεν θα του το συγχωρούσαν.
Είναι η μοίρα των μεγάλων οραματιστών να υποκινούν προσδοκίες. Ορισμένοι γίνονται και μεγάλοι ηγέτες. Αν επιτύχει, ο Ομπάμα δεν θα είναι μόνο ένας εθνικός ήρωας. Θα επιβεβαιώσει εκείνη την πλανητική εικόνα που έχει ήδη δημιουργήσει στις καρδιές των φίλων της Αμερικής. Και ίσως και ορισμένων εχθρών της.