Αν το ΠαΣοΚ και η ΝΔ συμφωνούσαν σε ένα πρόγραμμα που θα άμβλυνε τα κοινά αρνητικά χαρακτηριστικά τους, τότε η συνεργασία τους θα ήταν σωτήρια για τη χώρα. Δυστυχώς, όμως, οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο είναι μηδαμινές
Σχετικά με μια συμμαχία ΝΔ – ΠαΣοΚ, θα έλεγα ότι μια τέτοια περίπτωση δεν είναι επιθυμητή, αλλά σαν έσχατη λύση είναι εφικτή. Πιο συγκεκριμένα, αν οι εκλογές δεν οδηγήσουν σε αυτοδύναμη κυβέρνηση, το ΠαΣοΚ και η ΝΔ _ αν δεν θέλουν ή δεν μπορούν να συμμαχήσουν με τα μικρά κόμματα της αντιπολίτευσης _ έχουν την εξής επιλογή: είτε να συμφωνήσουν σε μια κυβέρνηση συνεργασίας είτε να προχωρήσουν σε μια δεύτερη εκλογή στη βάση του νόμου Παυλόπουλου που δίνει δέκα επιπλέον έδρες στο πρώτο κόμμα. Στην πρώτη περίπτωση οι υπαρκτές αλλά όχι αγεφύρωτες διαφορές μεταξύ ΠαΣοΚ και ΝΔ θα αμβλυνθούν, ενώ το ΠαΣοΚ θα κινδυνεύσει να χάσει έναν σημαντικό αριθμό κεντροαριστερών ψηφοφόρων.
Στη δεύτερη περίπτωση τα δύο μεγάλα κόμματα διατηρούν την ξεχωριστή φυσιογνωμία τους, με τον κίνδυνο όμως να απογοητεύσουν τους ψηφοφόρους που δεν θέλουν να παραταθεί η αβεβαιότητα και η έλλειψη αμέσου αποτελεσματικού χειρισμού της κρίσης. Επιπλέον, αν και στον δεύτερο γύρο δεν επιτευχθεί μια όχι οριακή αλλά σημαντική αυτοδυναμία, πράγμα πιθανό, τότε οδηγούμαστε σε μια χρόνια ακυβερνησία. Στην περίπτωση αυτή η συνεργασία των δύο μεγάλων κομμάτων είναι σχεδόν αναγκαία.
Πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι μια τέτοιου είδους συνεργασία; Υπάρχουν σημεία σύγκλισης μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων; Σε ένα θεωρητικό, γενικό επίπεδο, μια συμμαχία Κεντροαριστεράς και Κεντροδεξιάς στη σημερινή συγκυρία είναι εφικτή. Όντως, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης παρατηρούμε μια σύγκλιση κεντροαριστερών και κεντροδεξιών προγραμμάτων στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Πριν από την οικονομική κρίση αυτή η σύγκλιση ευνοούσε περισσότερο την Κεντροδεξιά – με την έννοια πως τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν αναγκασμένα, λόγω του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου μοντέλου, να παίζουν στο γήπεδο του αντιπάλου. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία έχει καταρρεύσει. Στη νέα συγκυρία κεντροαριστερά και κεντροδεξιά κόμματα συγκλίνουν ακολουθώντας μια παρεμβατική οικονομική πολιτική. Έτσι, αντίθετα με αυτό που συνέβαινε πριν από την κρίση, είναι η Κεντροδεξιά που αναγκάζεται να παίξει στο γήπεδο της Κεντροαριστεράς. Με άλλα λόγια, το παιχνίδι έχει αρχίσει να παίζεται σήμερα όχι πια με τους κανόνες του Φρίντμαν αλλά με αυτούς του Κέινς.
Επιστρέφοντας στην ελληνική περίπτωση, νομίζω ότι για μια σειρά από βασικά προβλήματα μπορεί να υπάρξει σύγκλιση απόψεων μεταξύ ΠαΣοΚ και ΝΔ. Παρ’ ότι τα δύο μεγάλα κόμματα υπογραμμίζουν _ για ψηφοθηρικούς λόγους _ τις διαφορές παρά τα κοινά σημεία τους, νομίζω ότι μια ουσιαστική διακομματική συνεργασία μπορεί σε πολλές περιπτώσεις να βοηθήσει στη λύση προβλημάτων που απαιτούν συναίνεση και όχι σύγκρουση. Δεν υπάρχει λόγος, για παράδειγμα, να μην μπορέσουν η ΝΔ και το ΠαΣοΚ να συμφωνήσουν σε μέτρα που θα στοχεύουν στο να μην μετατρέπεται το άσυλο σε χώρο βανδαλισμών και ανομίας.
Όσο για άλλα καίρια θέματα όπως η αναβάθμιση των κρατικών υπηρεσιών Υγείας ή ο εκσυγχρονισμός της διεφθαρμένης και αναποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης, και εδώ υπάρχουν λιγότερο ιδεολογικές, αγεφύρωτες διαφορές και περισσότερο διαφορές κομματικού οφέλους και πατρωνίας. Και στην οικονομική πολιτική, μέσα στα όρια που μας επιβάλλει η ΕΕ, μπορεί να συμφωνηθεί μια πολιτική κρατικού παρεμβατισμού στον χώρο των επενδύσεων και σε αυτόν των κοινωνικών παροχών υπέρ των οικονομικά αδύνατων στρωμάτων. Τέλος, σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική, είναι προφανές ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων έχουν να κάνουν με το στυλ παρά με την ουσία των διακρατικών διαπραγματεύσεων.
Μιλώντας για συγκλίσεις, δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε και τις “αρνητικές συγκλίσεις”, δηλαδή τα κοινά χαρακτηριστικά των δύο μεγάλων κομμάτων που είναι βαθιά αντιδημοκρατικά και που έχουν οδηγήσει στην πλήρη απαξίωση του πολιτικού κόσμου. Χαρακτηριστικά όπως οι πελατειακές σχέσεις, ο άκρατος λαϊκισμός, η κομματικοκρατία, τα πολιτικά τζάκια, οι βαρετές/κούφιες κοκορομαχίες στη Βουλή και στα ΜΜΕ, οι υπόγειες παράνομες διασυνδέσεις μεταξύ πολιτικών – επιχειρηματιών – δημόσιων λειτουργών, η συστηματική απόκρυψη των κομματικών εσόδων, το “ράβε – ξήλωνε” υπουργών και διαδοχικών κυβερνήσεων που υποσκάπτει τον μακρόχρονο σχεδιασμό αναγκαίων μεταρρυθμίσεων κτλ. Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, παρ’ όλο που είναι κοινά, αποτελούν πεδίο ατελείωτων αλληλοκατηγοριών που απλώς αποπροσανατολίζουν τους ψηφοφόρους και εμποδίζουν κάθε ουσιαστική αλλαγή. Αν το ΠαΣοΚ και η ΝΔ συμφωνούσαν σε ένα πρόγραμμα που θα άμβλυνε τα κοινά αρνητικά χαρακτηριστικά τους, τότε η συνεργασία τους θα ήταν σωτήρια για τη χώρα. Δυστυχώς, όμως, οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο είναι μηδαμινές. Αφού και τα δύο μεγάλα κόμματα συμφωνούν απόλυτα σε ένα μόνο θέμα: στο να κρύβουν συστηματικά τις αντιδημοκρατικές πρακτικές τους. Επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι μια μεγάλη συμμαχία ΠαΣοΚ – ΝΔ αποδυναμώνει την αντιπολίτευση, άρα και τον ελεγκτικό ρόλο που αυτή πρέπει να εξασκεί.
Συμπερασματικά, η αυτοδυναμία του ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα είναι η προτιμότερη λύση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης. Αν αυτό δεν επιτευχθεί ούτε με μια δεύτερη εκλογή ούτε με τη συμμαχία του πρώτου κόμματος με τα μικρά κόμματα της αντιπολίτευσης, τότε η συνεργασία ΠαΣοΚ – ΝΔ είναι ο μόνος τρόπος αποφυγής μιας γενικευμένης ακυβερνησίας.
* Ο κ.Νίκος Μουζέλης είναι ο ομότιμος καθηγητής της Κοινωνιολογίας στην LSE.