Την περασμένη Κυριακή έγινε στην Ελληνική Κοινότητα Μελβούρνης εκδήλωση για τον πρώην πρόεδρό της, Δημήτριο Ελεφάντη, με κύριο ομιλητή τον Χρήστο Φίφη.
Μίλησαν ακόμα ο Πλούταρχος Δεληγιάννης και ο Λεωνίδας Αργυρόπουλος. Ο τελευταίος, στην ομιλία του, ανέφερε τα ακόλουθα:
“Στις εκλογές που έλαβαν χώρα τον Νοέμβριο του 1956 στην Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτωρίας, για την ανάδειξη νέου Διοικητικού Συμβουλίου, πρόεδρος εκλέχθηκε ο Δημήτριος Ελεφάντης, αντιπρόεδρος ο Παναγιώτης Πολίτης και γενικός γραμματέας ο Δημήτριος Διβόλης. Ήταν η πρώτη προεδρία για τον Δ. Ελεφάντη, και η πρώτη φορά που το πηδάλιο της Κοινότητας ερχόταν στα χέρια προοδευτικών, ενώ για πολλά χρόνια μέχρι τότε το λόγο είχαν οι συντηρητικοί, Βασίλης Λογοθέτης και Θησέας Μαρμαράς.
Τον Φεβρουάριο του 1957 κατέφθασε στη Μελβούρνη, ύστερα από πρόσκληση του μητροπολίτη Θεοφύλακτου, ο αρχιμανδρίτης Ιερόθεος Κουρτέσης, και διορίστηκε εφημέριος και αρχιερατικός επίτροπος της Μητροπόλεως Αυστραλίας στη Μελβούρνη. Ένα μόλις μήνα μετά την άφιξή του, ο Ι. Κουρτέσης δημιούργησε τις πρώτες σοβαρές προστριβές με το Δ.Σ. της Κοινότητας και ιδιαίτερα με τον πρόεδρο Δ. Ελεφάντη. Αιτία ήταν η προσπάθειά του να δημιουργήσει δικές του εστίες πολιτικής δύναμης μέσα στην ίδια την Κοινότητα, αλλά και η απότομη συμπεριφορά του προς το εκκλησίασμα και πολλούς συμπάροικους. Οι προφορικές και έγγραφες διαμαρτυρίες του Δ.Σ. της Κοινότητας και του Δ. Ελεφάντη προς τον μητροπολίτη δεν έφερναν αποτέλεσμα. Η δημιουργία από τον Κουρτέση της Φιλόπτωχου Αδελφότητας, η οποία προκάλεσε κρίση στον κοινοτικό θεσμό, θεωρήθηκε υπέρβαση εξουσίας από τον Δ. Ελεφάντη, επειδή έγινε χωρίς την έγκριση του Δ.Σ. της Κοινότητας. Ακολούθησαν και πολλές άλλες αυθαιρεσίες του Κουρτέση, οι οποίες, παρ’ ότι έφερναν σε πολύ δύσκολη θέση το Δ.Σ. της Κοινότητας και τον πρόεδρο Δ. Ελεφάντη, δεν φάνηκαν ικανές να κινήσουν την επέμβαση του μητροπολίτη, ο οποίος, άσχετα με το πώς έβλεπε την κατάσταση, περιοριζόταν σε νουθεσίες και συμβουλές για συμφιλίωση και συνεργασία. Την όχι καλή σχέση μεταξύ των δύο ανδρών έκανε χειρότερη μια συνάντηση αντιπολιτευόμενων τον Ελεφάντη στο Oriental Hotel (8/7/57) που συμμετείχε και ο Κουρτέσης και κατηγόρησε ανοιχτά το Δ.Σ. της Κοινότητας και τον Πρόεδρο της για αδιαφορία και προχειρότητα. Δυο μέρες, αργότερα, συνήλθε το Δ.Σ., και ύστερα από πολύωρη και γεμάτη από αντεγκλήσεις συζήτηση αποφάσισε με πλειοψηφία την απόλυση του Κουρτέση από τη θέση του εφημερίου στον Ι. Ναό του Ευαγγελισμού. Την επόμενη μέρα, με έγγραφό της η Εκτελεστική Επιτροπή δημοσιοποίησε την απόφαση και ζήτησε από τον Κουρτέση να παραδώσει αμέσως τα κλειδιά της Εκκλησίας. Ακολούθησε άμεσα μεγάλη αντίδραση από τους οπαδούς του Κουρτέση, αλλά και από τον Τύπο. Και οι δύο πλευρές κυκλοφορούσαν παντού ανακοινώσεις, για να στηρίξουν τις θέσεις τους. Με γνωμοδότηση που απέσπασε ο Θ. Μαρμαράς από ανώτατο δικαστή, αμφισβητήθηκε η αρμοδιότητα του Δ.Σ. να αποφασίσει την απόλυση του Κουρτέση. Γενική Συνέλευση που κάλεσε ο Δ. Ελεφάντης στις 20/8 για να δώσει λύση στο θέμα, κατέληξε σε συγκρούσεις, αν και έγινε παρουσία Αστυνομίας, και ανάγκασε τον πρόεδρο να δώσει ο ίδιος εντολή διάλυσης της Συνέλευσης.
Στις 25/8 συνεχίστηκε με πρόσκληση του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά και πάλι για τον ίδιο λόγο διαλύθηκε με παράκληση του Ελεφάντη. Ο Κουρτέσης, ωστόσο, έμενε στη θέση του, εφόσον δεν αποφάσισε η Γενική Συνέλευση για την απόλυσή του. Οι αντεγκλήσεις μεταξύ των δύο παρατάξεων συνεχίστηκαν με την ίδια ένταση και συχνότητα.
Στο διάστημα αυτό, με όσα έλεγε και έκανε ο Κουρτέσης, ξεκαθάρισε τη θέση του σε βάρος, βέβαια, του κοινοτικού θεσμού. Η μόνη ηγεσία, κατά τη γνώμη του, ήταν η Εκκλησία. Οι Κοινότητες έπρεπε να συνεχίζουν να λειτουργούν σαν εκκλησιαστικά συμβούλια ή ενοριακές ομάδες, χωρίς κοινωνική εμβέλεια και πρόγραμμα. Δεύτερος, επομένως, ήρθε σ’ αυτό ο μητροπολίτης Αθηναγόρας, που φανέρωσε δημόσια την πρόθεσή του για διάλυση των Κοινοτήτων. Αυτές, βέβαια, οι θέσεις, που δικαιολογημένα θεωρούνταν περιφρονητικές για την Κοινότητα και τον πρόεδρό της, δεν έμεναν χωρίς τις δέουσες απαντήσεις και αντιδράσεις, όχι μόνο από τους κοινοτικούς αλλά και από μεγάλο μέρος του παροικιακού Τύπου.
Έτσι είχαν τα πράγματα, ώσπου στις 9/7/1958 το Δ.Σ. υπό τον Δ. Ελεφάντη, ζήτησε από τον Κουρτέση να τελέσει Μνημόσυνο υπέρ των φονευθέντων Κυπρίων αγωνιστών, να επιτρέψει να βγει δίσκος υπέρ των συγγενών τους και να μιλήσουν στο εκκλησίασμα μετά τη λειτουργία δύο Κύπριοι της Επιτροπής Αυτοδιάθεσης. Ο Κουρτέσης, από τα παραπάνω αιτήματα δεν δέχθηκε το δεύτερο, για να μην προκαλέσει, όπως δικαιολογήθηκε, την ευαισθησία των Αυστραλών προς την Αγγλία. Σημειώθηκαν τότε, όπως θα θυμούνται οι πιο ηλικιωμένοι από εμάς, σοβαρά επεισόδια στο Ι. Ναό και ματαιώθηκε το Μνημόσυνο. Μπήκε, ύστερα από πρόσκληση του Κουρτέση, Αστυνομία στο Ναό και απέβαλε τους οργανωτές του εράνου, ενώ θλιβερά γεγονότα ακολούθησαν και στους δρόμους. Τη φορά αυτή στο σύνολό της σχεδόν η κοινή γνώμη ήταν εναντίον του Κουρτέση. Ο Δ. Ελεφάντης είχε εξασφαλισμένη αυτή τη φορά την πλειοψηφία της Γενικής Συνέλευσης για να εκδιώξει οριστικά τον Κουρτέση, αλλά τον σταμάτησε την έσχατη σχεδόν στιγμή ο Θυατείρων Αθηναγόρας, που δεσμεύθηκε (για την αξιοπρέπεια της Εκκλησίας, όπως γνωμάτευσε), να απομακρύνει ο ίδιος πάραυτα τον Κουρτέση από την Αυστραλία. Αυτό, βέβαια, έγινε, με σοβαρά, όμως, ανταλλάγματα προς τον Κουρτέση, ο οποίος, ύστερα από τέσσερις μόνο μήνες, επέστρεψε στη Μελβούρνη, και ίδρυσε παράτυπα και παράνομα (με την προσυμφωνημένη, ωστόσο, άμεσα μεγάλη αντίδραση από τους οπαδούς του), αλλά και τον Τύπο. Και οι δύο πλευρές κυκλοφορούσαν παντού ανακοινώσεις, για να στηρίξουν τις θέσεις τους. Με γνωμοδότηση που απέσπασε ο Θ. Μαρμαράς από ανώτατο δικαστή, αμφισβητήθηκε η αρμοδιότητα του Δ.Σ. να αποφασίσει την απόλυση του Κουρτέση. Γενική Συνέλευση που κάλεσε ο Δ. Ελεφάντης στις 20/8 για να δώσει λύση στο θέμα, κατέληξε σε συγκρούσεις, αν και έγινε παρουσία αστυνομίας, και ανάγκασε τον πρόεδρο να δώσει ο ίδιος εντολή διάλυσης της Συνέλευσης. Στις 25/8 συνεχίστηκε, με πρόσκληση του Ανώτατου Δικαστηρίου, αλλά και πάλι για τον ίδιο λόγο διαλύθηκε με παράκληση του Ελεφάντη. Ο Κουρτέσης, ωστόσο, έμενε στη θέση του, εφόσον δεν αποφάσισε η Γενική Συνέλευση για την απόλυσή του. Οι αντεγκλήσεις μεταξύ των δύο παρατάξεων συνεχίστηκαν με την ίδια ένταση και συχνότητα.
Κατά την περίοδο 1959-1961, που πρόεδρος της Κοινότητας ήταν ο Βασίλειος Λογοθέτης, ο Δ. Ελεφάντης δεν έπαψε να είναι από τα πιο ενεργά μέλη του οργανισμού αυτού. Τον Μάρτιο του 1960, σε Συνέδριο της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων στο Σίδνεϊ κατήγγειλε ότι το αρχιεπισκοπικό πρόγραμμα ναρκοθετούσε τα θεμέλια του Κοινοτικού Θεσμού και πρότεινε την ανάληψη πρωτοβουλίας για καταπολέμηση του. Λίγο αργότερα, καταδικάστηκε ερήμην από την Αρχιεπισκοπή ως ένοχος, για τη σκληρή κριτική που ασκούσε εις βάρος του Αρχιεπισκόπου. Και το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους αφορίστηκε. Τον Μάρτιο του 1961 κατήγγειλε και πάλι την Αρχιεπισκοπή ότι θέλει να σφετερισθεί την περιουσία των Κοινοτήτων, που δημιούργησαν τίμιοι οικογενειάρχες, πράγμα που έκανε τον Ιεζεκιήλ να ζητήσει από την Κοινότητα να τον διαγράψει ακόμη και από μέλος της.
Στις 22/1/1962, σε συνεδρίαση του Δ.Σ. της Κοινότητας, κάποια μέλη της κατηγόρησαν τον Πρόεδρο Βασίλειο Λογοθέτη για συνεργασία του με τον αρχιεπίσκοπο και τον κάλεσαν να παραιτηθεί. Μετά από μια επεισοδιακή συζήτηση, αποφάσισαν με μικρή πλειοψηφία την ανατροπή του Β. Λογοθέτη και την αντικατάστασή του με τον Δ. Ελεφάντη. Την ανατροπή ακολούθησαν πολύ σοβαρά επεισόδια, που προκάλεσαν ακόμη και την επέμβαση της Αστυνομίας.
Τον Νοέμβριο του 1962 η Κοινότητα της Μελβούρνης, αφού αθωώθηκε σε μια δίκη εκκλησιαστικού περιεχομένου, το Δ.Σ. και ο πρόεδρος της, Δ. Ελεφάντης, με επιστολή τους προς την Αρχιεπισκοπή, πληροφορούσαν ότι η Κοινότητα αποσχίζεται από την πνευματική δικαιοδοσία της, και ότι ο αρχιεπίσκοπος είναι ανεπιθύμητος στους ναούς της. Την πράξη αυτή την εκμεταλλεύτηκε ο Ιεζεκιήλ ως εξής: Πήγε να λειτουργήσει στον Ι. Ναό του Ευαγγελισμού και ο πρόεδρος Δ. Ελεφάντης του απαγόρευσε την είσοδο. Αυτό είχε ως συνέπεια να προκληθεί λαϊκή αντίδραση εναντίον της Κοινότητας και να ανεβεί η δημοτικότητα του αρχιεπισκόπου.
Τέλη Οκτωβρίου 1964 ο Δ. Ελεφάντης, μαζί και οι Πρόεδροι των Κοινοτήτων Σίδνεϊ, Αδελαΐδας και Newcastle, εκμεταλλευόμενοι την επίσκεψη στην Αυστραλία του αρχιεπισκόπου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας των Η.Π.Α, Φωτίου Κοσμίδη, έκπτωτου μητροπολίτη Πάφου, θέλησαν να θέσουν και τις δικές τους Κοινότητες στη δικαιοδοσία του. Αντιδρώντας άμεσα, ο Ιεζεκιήλ αξίωσε και επέτυχε την καθαίρεση του Φωτίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε τις αποσχισθείσες Κοινότητες να πραγματοποιήσουν την απόφασή τους. Οι πρόεδροι των Κοινοτήτων Μελβούρνης και Σίδνεϊ, Δ. Ελεφάντης και Δ. Τσιγκρής,
Ο Δ. Ελεφάντης ως πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελλ. Κοινοτήτων, στην προσπάθειά του να αποτρέψει τη διαφαινόμενη εκκλησιαστική εκτροπή, επέβαλε μεγάλους περιορισμούς στην εξουσία του Φωτίου, γεγονός που τον απογοήτευε πάρα πολύ. Και άλλοι, όμως, λόγοι συνετέλεσαν ο Φώτιος να περιέλθει σε δεινή θέση.
Έτσι στις αρχές Μαΐου του 1965 ανακοίνωσε ξαφνικά την αναχώρησή του στην Αμερική για δουλειές που δήθεν είχε εκεί. Το γεγονός αυτό γκρέμισε στη συνείδηση των Κοινοτικών κάθε ελπίδα για λύση του εκκλησιαστικού. Η θέση του Ελεφάντη γινόταν όλο και πιο δύσκολη, κυρίως λόγω των διαμαρτυριών της παροικίας για την ακυρότητα των μυστηρίων. Αρχές Φεβρουαρίου του 1968, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου κάλεσε τον Ιεζεκιήλ και τον Ελεφάντη στο Φανάρι για εξεύρεση βιώσιμης λύσης των διαφορών. Η συνάντηση των δύο ανδρών έγινε σε πνεύμα αλληλοεκτίμησης και κατανόησης. Ο Δ. Ελεφάντης ανέλαβε την υποχρέωση να επαναφέρει τις παλιές Κοινότητες στην οδό της κανονικότητας. Μόλις επέστρεψε, κάλεσε στο Σίδνεϊ συνεδρίαση της Ομοσπονδίας, όπου διαβεβαίωσε ότι ο πατριάρχης θα αναγνωρίσει τα μυστήρια και τους ιερείς που χειροτόνησε ο αντικανονικός Επίσκοπος Οχοτέγκο.
Η αναγνώριση, όμως, των ιερέων καθυστέρησε πολύ και μόνο ύστερα από διαπραγματεύσεις, στις οποίες μεσολάβησε και ο Κουρτέσης, δόθηκε τέλος στο πρόβλημα. Μετά από το γεγονός αυτό, ο Ελεφάντης δεν έλαβε μέρος σε συνεδρίαση του Συμβουλίου της Ομοσπονδίας (18/10/70) στο Σίδνεϊ. Προκάλεσε έτσι την καχυποψία των εκπροσώπων των άλλων Κοινοτήτων, που με απόφασή τους απέσυραν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του. Στις εκλογές της 29/11/70 ο Ελεφάντης βγήκε θριαμβευτής, εκλέγοντας όλο το συνδυασμό του. Μετά από αυτά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο τίμησε τον Ελεφάντη με οφίκιο και του απένειμε το μεγαλόσταυρο του Αγίου Όρους. Αρκετές από τότε επιστολές αντάλλαξε με τον οικουμενικό πατριάρχη και με πολιτικούς της Ελλάδας, που ενδιαφέρονταν για την παροικιακή μας κατάσταση.
Το τέλος της προεδρίας του Δ. Ελεφάντη σήμαναν οι εκλογές της 10ης Σεπτεμβρίου 1972, κατά τις οποίες αναμετρήθηκαν στην πραγματικότητα οι προσκείμενοι στην Αρχιεπισκοπή υποστηριχτές του Δ. Ελεφάντη, και οι δυνάμεις του Κοινοτικού Θεσμού, που είχαν με το μέρος τους τα προοδευτικά σωματεία και προσωπικότητες της ομογένειας. Στις κάλπες κατέβηκαν 612 μέλη και εξέλεξαν ακέραιο το συνδυασμό του Κοινοτικού Θεσμού. Πρόεδρος εκλέχτηκε ο χημικός Ανδρέας Σκρινής.
Συνοπτικά, ο αείμνηστος Δ. Ελεφάντης ήταν άνθρωπος έντιμος και αποφασιστικός.
Υποστήριξε ακράδαντα τον κοινοτικό Θεσμό, θέση που τον έφερε εκείνον και την Κοινότητα σε ρήξη με την Εκκλησία και κατέληξε στον αφορισμό του και σε σχίσμα μεταξύ Κοινότητας και Εκκλησίας.
Η πολύπλευρη και πολύ σημαντική συμβολή του στα κοινοτικά μας δρώμενα, υποτιμήθηκε με την αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης και με τη μη αναγνώριση από το Προξενείο των μυστήριων που τελέσθηκαν από ιερείς της Κοινότητος.
Ο Δ. Ελεφάντης άφησε ανεξίτηλο το πέρασμα του από την Κοινότητα και τη συνείδηση της ομογένειας, με τους αγώνες του για την διαφύλαξη του κοινοτικού Θεσμού. Πλην όμως, η προσπάθειά του να αφήσει άθικτο τον κοινοτικό Θεσμό στους μεταγενεστέρους, είχε ως αποτέλεσμα τη ρήξη με την Εκκλησία η αντίδραση της οποίας με τη μη αναγνώριση των μυστηρίων δημιουργήθηκε πρόβλημα στην ομογένεια που διαιωνίζεται ακόμη και σήμερα λόγω των διαφορών που συνεχίζουν να υπάρχουν».