Οι ομογενείς διατηρούν αναλλοίωτη την παράδοση

Αυθεντικά παραδοσιακά γλέντια, χαβάδες, χοροί και τραγούδια του Βοΐου, καταγράφει ο ερευνητής Κώστας Τσώνης στο νέο του CD

«Στις αγιασμένες παλιακές φωνές και στους τελευταίους μερακλήδες της Ανασελίτσας, σ΄ όλους αυτούς που βίωσαν την αμετάκλητη αναχώρηση και την αέναη επιστροφή από και προς τη γενέθλια γη», αφιερώνει ο ερευνητής Κώστας Τσώνης τη νέα του συλλογή αυθεντιών σκοπών και τραγουδιών στο CD «Της Ανασελίτσας», με γλέντια, χαβάδες, χορούς και τραγούδια του Βοΐου, μία ακόμη παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές, που σίγουρα αξίζει την προσοχή μας.

Τριάντα πέντε χρόνια μετράει ήδη η έρευνα του κ. Τσώνη, εκπαιδευτικός στο επάγγελμα, ο οποίος με το μαγνητόφωνο πάντα ανά χείρας, έχει συγκεντρώσει ένα αξιόλογο αρχείο παραδοσιακής μουσικής της Δυτικής Μακεδονίας, απ΄ όπου κατάγεται. Γεννημένος στο Τρίκορφο Γρεβενών, έχει τάξει τον εαυτό του στο να συλλέξει, πριν χαθεί, ότι πιο χαρακτηριστικό υπήρχε. Κατέγραψε μουσικούς και τραγουδιστάδες σε αυθεντικές εκτελέσεις, «γευόμενος» κάθε φορά τη χαρά της συναναστροφής με ανθρώπους απλούς, στην Ελλάδα και από το χώρο του Απόδημου Ελληνισμού, άξιοι συνεχιστές μιάς παράδοσης που δεν πρέπει να χαθεί.

«Τα δημοτικά τραγούδια και η μουσική παράδοση, συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τους άγνωστους και αφανείς εκείνους μουσικούς του χωριού και της ανοιχτής υπαίθρου, τους λαλητάδες της χαράς και των καημών μας. Τους λαϊκούς οργανοπαίχτες, που κράτησαν την παγάν της μουσικής μας λαλέουσα», δηλώνει ο Κώστας Τσώνης, ο οποίος ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. «Συνεχιστές και θεματοφύλακες μιας παλιάς, αιωνόβιας παράδοσης, τη διατήρησαν, τη διέδωσαν και τη μεταβίβασαν σε μας, τις νεότερες γενιές, ατίμητο θησαυρό, φάρο και οδηγό μας».

Ήταν πράγματι περίφημοι οι παλιοί μουσικοί, σημειώνει ο ερευνητής, καθώς στους γάμους, στα πανηγύρια, στα γλέντια και τις γιορτές, δημιουργούσαν καινούριους χορευτικούς ρυθμούς, άκουγαν και ενσωμάτωναν μουσικές κι ακούσματα από άλλους τόπους, που οι περιπλανώμενοι μαστοροκαλφάδες και οι άλλοι ξενιτεμένοι, έφερναν και εν συνεχεία παράγγελναν και αυτοσχεδίαζαν δημιουργώντας παραλλαγές, επάνω στα παλιά χνάρια.

Σε αυτούς τους άγνωστους και «άδικα υποτιμημένους ραψωδούς – αφανείς μουσουργούς και πολλές φορές ποιητές της παράδοσής μας», όπως τους χαρακτηρίζει ο κ. Τσώνης, καταθέτει ως φόρο τιμής τον ψηφιακό δίσκο «Της Ανασελίτσας», απάνθισμα της πολυετούς έρευνας – καταγραφής, που με αγώνα και αγωνία συνεχίζει και σήμερα.
«Ο αγώνας εντείνεται και η αγωνία μεγαλώνει, καθώς πλέον ελάχιστα ακούσματα απέμειναν και αυτά κυρίως στις μνήμες των οργανοπαιχτών, των τραγουδιστών και των τελευταίων εκφραστών της λαϊκής μας παράδοσης», θα μας πει ο κ. Τσώνης, ο οποίος έχει στο ενεργητικό του έναν ακόμη ψηφιακό δίσκο με μουσική και τραγούδια από τα ορεινά χωριά της Φλώρινας, Άλωνα και Κρατερό, με μουσικούς μετανάστες από τη Μελβούρνη, όπου επί έξι χρόνια δίδασκε από το 1993 έως το 2000 σε ελληνικό σχολείο, ενώ συμμετείχε ενεργά στις πολιτιστικές εκδηλώσεις της ομογένειας και ιδιαίτερα της Παμμακεδονικής Ένωσης.

«Ο μετανάστης δεν έχει τον άμεσο επηρεασμό από παράγοντες που υφίστανται στη χώρα μας», σημειώνει ο κ. Τσιώνης, που ήδη ετοιμάζει και ένα τρίτο CD, αποκλειστικά με καταγραφές από το χώρο της ελληνικής διασποράς. Ο ίδιος άλλωστε έχει ταξιδέψει σε πολλές χώρες, με την ιδιότητα του χοροδιδάσκαλου της Βοϊακής Εστίας.
«Οι ομογενείς μας κρατούνε την παράδοση αναλλοίωτη. Αρκεί να σας αναφέρω ότι στη Μελβούρνη ηχογράφησα μουσικούς από τη Φλώρινα, οι οποίοι έπαιζαν ακόμη τραγούδια, που εδώ ήδη έχουν ξεχαστεί», τονίζει.

Και στο νέο CD υπάρχει όμως μία ηχογράφηση ενός αποδήμου, του Θεμιστοκλή Βλάχου, βοσκός στα παιδικά του χρόνια από την Αγία Σωτήρα, γαμπρός στη Μόρφη και μετανάστης στο Sudbery – Ontario του Καναδά, «ένας από τους τελευταίους μερακλήδες της Ανασελίτσας», όπως τον χαρακτηρίζει ο Κώστας Τσώνης. Ο Θεμιστοκλής Βλάχος παίζει φλογέρα και τραγουδάει το «Κυρατζίδικο», αργό τραγούδι της στράτας.

«Μοναδικά ακούσματα των παιδικών μας χρόνων», σημειώνει ο Κώστας Τσώνης και θυμάται. «Παζαριώτες, Βλάχοι, Κοπατσαραίοι, που ξημερώματα, προτού να φέξει, τραβούσαν για τα παζάρια της Αϊ Μαρίνας στο Τσοτύλι και του Αγίου Αχιλλείου στα Γρεβενά. Κυρατζήδες, τζιομπαναραίοι, οδοιπόροι της νύχτας και της μέρας, αντιλαλούσαν με τις υπέροχες φωνές, τις μοναδικές διφωνίες και τα βγαλμένα απ’ την ψυχή μακρόσυρτα «αϊ-χόϊ».

Ο Κώστας Τσώνης πιστεύει ακράδαντα ότι ο χορός και το τραγούδι είναι αυτά δημιουργούν στέρεες γέφυρες μεταξύ των λαών των Βαλκανίων. Αναφερόμενος στους ξακουστούς οργανοπαίχτες της εποχής, σημειώνει ότι η φήμη ενός μουσικού της Ανασελίτσας και της Καστοριάς, του περίφημου Μπίντα (Δημήτρη Πουλιόπουλο) από τη Νεάπολη (Λιαψίστα), ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα και απέκτησε διαβαλκανική διάσταση. Το 1928 ο τότε βασιλιάς της Αλβανίας, Αχμέτ Ζώγου, τον είχε καλέσει να παίξει κλαρίνο στο γάμο του.
«Έπαιζε περίφημο κλαρίνο ο Μπίντας. Ήταν λεβέντης, άρχοντας και όπως λένε δεν κολλούσε μύγα στο σπαθί του. Στο συγκρότημά του εκτός από τους συνεργάτες με χάλκινα πνευστά και κρουστά από το Άργος Ορεστικό, πρωτοπορώντας για τα δεδομένα της περιοχής και της εποχής, είχε και μία χορεύτρια την περίφημη Πιπίτσα.

Στέλνει λοιπόν ο Αχμέτ Ζώγου ένα ανοιχτό αυτοκίνητο στην Καστοριά να πάρει τον Μπίτα και την Πιπίτσα. Έμειναν περίπου μια βδομάδα στην Αλβανία για τον γάμο κι όταν γύρισαν, πάλι με το αυτοκίνητο, ο Μπίτας εκτός από της λίρες που έφερε, φορούσε και 4 μαλαματένια δαχτυλίδια, δώρο το Αχμέτ Ζιώγου».

Η ΑΝΑΣΕΛΙΤΣΑ

Για την Ανασελίτσα ο κ. Τσιώνης μας αναφέρει ότι πάνω απ’ όλα «αποτελεί μια πολιτιστική ενότητα απαλλαγμένη από διοικητικές ή άλλες οριοθετήσεις, με ταυτότητα και διάρκεια στο χρόνο. Μια έννοια που ανάγεται σε χρόνους και εποχές που ο Ελληνισμός βίωνε τους ανοιχτούς ορίζοντες». Μας αναφέρει επίσης ότι κατά το Γάλλο ιστορικό, πρόξενο της Γαλλίας Φραγκίσκο Πουκεβίλ, ο οποίος πέρασε από εκεί το 1806, η Ανασελίτσα ήταν η Ελιμεία των αρχαίων.

Επί τουρκοκρατίας, στα Διοικητικά όρια του Καζά της Ανασελίτσας (υποδιοίκηση Καστοριάς, διοίκηση Κορυτσάς, Νομός Μοναστηρίου), περιλαμβάνονταν η επαρχία Βοΐου, τα χωριά Δασύλλιο, Τρίκορφο, Καλλονή, Δοτσικό, Κυπαρίσσι, Αγ. Κοσμάς, Εκκλησιές, Λείψι, Κυδωνιές, Αηδόνια, Δασάκι, Κριθαράκια και Κληματάκι, που αργότερα εντάχθηκαν στο νομό Γρεβενών και το Επταχώρι, που σήμερα ανήκει στο νομό Καστοριάς. Το 1927 η Επιτροπεία των Τοπωνυμίων της Ελλάδος αποφάσισε την μετονομασία της Επαρχίας Ανασελίτσας σε επαρχία Βοΐου με πρωτεύουσα τη Σιάτιστα.

Το CD «Της Ανασελίτσας» κυκλοφορεί από την Ελληνική Εθνογραφική Εταιρεία (της οποίας συνιδρυτής είναι και ο κ. Τσώνης), με τη χορηγία της Νομαρχίας Κοζάνης και των Δήμων Αγίου Κοσμά και Τσοτυλίου. Η προώθηση πάντως μιας τέτοιας εργασίας στο ευρύ κοινό και ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές, τονίζει ο ερευνητής, είναι «μία υπόθεση δύσκολη, σε μία εποχή που οι πολιτιστικές αξίες είναι υπό αμφισβήτηση και χρίζουν επαναπροσδιορισμό».

Η παρουσίαση του ψηφιακού δίσκου «Της Ανασελίτσας», θα γίνει απόψε το βράδυ στις 20:00, στην αίθουσα της Ομοσπονδίας Δυτικομακεδονικών Σωματείων (Βενιζέλου 30, 4ος όροφος). Θα μιλήσουν: Γεράσιμος Δώσσας, δημοσιογράφος, Πρόεδρος Εταιρείας Μελετών Άνω Βοΐου, Γιώργος Μελίκης, δημοσιογράφος, ερευνητής, Μαρία Πλαστήρα – Βαλκάνου, επίκουρη καθηγήτρια τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ., Ανδρέας Τακαλιός, φιλόλογος και ο Κώστας Τσώνης.

Η εκδήλωση τελεί υπό την αιγίδα του νομάρχη Κοζάνης, Γιώργου Δακή, και θα την πλαισιώσουν τραγουδιστές και λαϊκοί οργανοπαίχτες απ’ το Βόιο.