Από το 1915 ξεκινώντας από την Αμερική, αναπτύχθηκε σ’ έναν αριθμό χωρών και με τον καιρό εξαπλώθηκε η ιδέα να γιορτάζεται η δεύτερη Κυριακή του Μάη, ως ημέρα αφιερωμένη στην Μητέρα.
Είθισται τις ευχές να συνοδεύει και ένα μικρό δωράκι.
Τώρα, λοιπόν, που καταλάγιασε ο ενθουσιασμός με τα δώρα και τις ευχές, τα καλοστημένα πρωινά και τα καλοπροσεγμένα γεύματα, σκέφτηκα ότι το δώρο ακολουθεί το αντί-δωρο. Τι θα μπορούσα, δηλαδή, να δώσω, με τη σειρά μου, στα εγγόνια μου, τον Νικόλα και την Ανθούλα και να τους ευχαριστήσω, εφόσον θεωρώ ότι καλό το δωράκι που μού πρόσφεραν, αλλά πιο πολύτιμο το… αντί-δωρο.
Με την ευκαιρία, θα ήθελα να μοιραστώ κάποιες σκέψεις μαζί σας. Όχι, φυσικά, γύρω από την μεγάλη γιορτή, αλλά γι’ αυτό που εγώ ονομάζω αντίδωρο και που στη δική μου λογική μεταφράζεται σε λίγο χρόνο για επικοινωνία και εξάσκηση της γλώσσας. Ένα πνευματικό δώρο – πνευματική τροφή, που δεν πρέπει να λείπει από το τραπέζι του παππού και της γιαγιάς.
Στις μικρομάνες, θυμίζουμε, ότι είστε η γενιά που γεννηθήκατε από μητέρες που βρεθήκαμε σε μια ξένη χώρα με ελάχιστα εφόδια για το νέο ξεκίνημα.
Είστε τα παιδιά μας, που πάνω σας εναποθέσαμε τις ελπίδες μας και χτίσαμε μύρια όνειρα, για να έχετε ένα καλύτερο αύριο, με μόρφωση και κοινωνική ανέλιξη.
Για τις περισσότερες από εμάς, ο δρόμος δεν ήταν στρωμένος με γιασεμιά και ρόδα. Ωστόσο, θέλω να πιστεύω ότι στο μέτρο των δυνατοτήτων, ο καθένας μας και όλοι μαζί, διαδραματίσαμε πρωτεύοντα ρόλο στην αλματώδη πρόοδο της γενιάς σας, τη διαμόρφωση του χαρακτήρα της και τη διατήρηση της Γλώσσας και δειγμάτων του ελληνικού πολιτισμού που κουβαλήσαμε μαζί μας.
Η περίοδος 1984-1990 θεωρείται και από τους ειδικούς ως η κορυφή της πυραμίδας της Ελληνομάθειας στην πόλη μας. Τελευταία, αν και καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια ανάδειξης του πλούτου του πολιτισμού μας, η ελληνική συνείδηση της δεύτερης, τρίτης και τέταρτης γενιάς πιθανόν να μένει, η γλώσσα όμως χάνεται. Δυστυχώς, έχουμε καταφέρει να φτάσουμε στο σημείο να ξεχάσουμε τη γλώσσα μας. Η συρρίκνωση είναι πλέον ορατή τόσο από κοινωνική όσο και πολιτική και επιστημονική άποψη.
Ο αριθμός των μαθητών στα ελληνικά σχολεία μειώνεται και οι Έδρες Νεοελληνικών λιγοστεύουν – πρόσφατα «κόπηκε» και αυτή του Πανεπιστημίου Φλίντερς στη Νότια Αυστραλία. Κρίμα.
Σίγουρα, δεν είναι αρκετό να μάθουν τα παιδιά και εγγόνια μας να χορεύουν «Ζορμπά» και να τρώνε Μπακλαβά «till you drop», για να δικαιολογούν την ελληνική τους ταυτότητα.
Μπορούν και μπορούμε να μάθουν και να τα μάθουμε πολύ περισσότερα. Με σύνθημα, λοιπόν, «Μιλάμε Ελληνικά», ας αναλάβουμε εμείς οι παππούδες και γιαγιάδες, ένα κομμάτι της παιδείας τους. Από πρακτική άποψη, σημαίνει ότι επικοινωνούμε τακτικά με το παιδί και το ενθαρρύνουμε στον προφορικό λόγο. Τού δίνουμε χρόνο να ολοκληρώσει τη σκέψη του. Προσθέτουμε νέες λέξεις στο λεξιλόγιό του και τις επαναλαμβάνουμε μαζί του. Κάνουμε συνέχεια ερωτήσεις και περιμένουμε υπομονετικά την απάντηση την οποία και διορθώνουμε. Βάζουμε στην κουβέντα μας και άλλα μέλη της οικογένειας π.χ. τα αδελφάκια του ή την μαμά, για μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Διεγείρουμε τις αισθήσεις του μέσα από εικόνες που τού αρέσουν ώστε να ξεκινήσουμε ευκολότερα το διάλογο. Φτιάχνουμε ιστορίες, παίζουμε παιγνίδια, τραγουδάμε τραγούδια, ή διασκευάζουμε αυτά που γνωρίζουμε.
Με έκπληξη, διαπιστώνω ότι ο Λύκος, η Μέλισσα, η καλή μας η Ελένη, η Πεταλούδα και άλλα παιγνίδια και τραγουδάκια που γνωρίζουμε, και αρέσουν στα παιδιά και εμπλουτίζουν το λεξιλόγιό τους. Σημαντικό να επιβραβεύουμε την προσπάθειά του.
Η πείρα μου λέει ότι πολλές φορές και οι γονείς του, μπορεί να μάθουν χρήσιμα πράγματα από αυτή την ιδιαίτερη προσέγγιση. Άλλωστε, σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να ξεχνάτε ότι είναι ψυχολογική ανάγκη των παιδιών να έρχονται σε επικοινωνία με τον παππού και την γιαγιά, όπως και για τους τελευταίους είναι χαρά να είναι με τα εγγόνια τους. Αξιοποιείστε την παρουσία τους με την ενεργό συμμετοχή στη ζωή της οικογένειας σας ώστε η νέα γένια να μην χάσει τα οφέλη, τις εμπειρίες, τη στοργή και τη σοφία που εκπορεύεται μέσα από μια τέτοια σχέση.
Τα παιδιά δικαιούνται μια σχέση με τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους. Στην πραγματικότητα, ίσως αντέχουν περισσότερα, παραβλέπουν περισσότερα και συγχωρούν περισσότερα από σας.
Ένα είναι σίγουρο: οι αφοσιωμένοι παππούδες και γιαγιάδες εμπλουτίζουν τη ζωή του παιδιού.
Διαβάζω τη σκέψη σας και συμφωνώ ότι ο δρόμος είναι ανηφορικός. Οι συνθήκες που μεγαλώνουν τα παιδιά και τα εγγόνια μας είναι διαφορετικές, ο τρόπος μη πρόσφορος και άλλα πολλά.
Ας μην καταθέτουμε όμως τα όπλα.
Στο κάτω-κάτω, η προσπάθεια είναι που μετράει. Στον προορισμό μπορεί να μη φτάσουμε, όπως λέει ο Καβάφης. Θα μας μείνει, όμως, το ταξίδι.