«Μού άνοιξαν την αγκαλιά τους κι εγώ τους έδωσα τη ψυχή μου ολόκληρη…»

Στην Άνω Υδρούσα Φλώρινας ένα δεκάχρονο αγόρι κι ένα συνομήλικό του κοριτσάκι, το Αυγουστιάτικο αυτό απόγευμα του 1989, παίζουν για τελευταία φορά μαζί. Την άλλη μέρα, ο μικρός  Δημήτρης φεύγει με τους γονείς του για την Αυστραλία και η μικρή Μαργαρίτα δεν θα τον ξαναδεί, παρά μετά από 10 χρόνια, όταν εκείνος, άντρας πια, θα έλθει πίσω για διακοπές κι εκείνη θα φοιτεί στο Πανεπιστήμιο Πατρών.

«Τον σκεφτόμουν πολύ και ήθελα να ξέρω τι απέγινε. Όταν γύρισε, εκείνο που έκανε τις καρδιές μας να χτυπήσει ήταν κάτι αυθόρμητο, γρήγορο και δυνατό. Ερωτεύθηκε ο ένας τον άλλον από την πρώτη στιγμή. Νοιώσαμε και οι δύο ότι από δω και μπρος τίποτε δεν θα μας χώριζε πλέον. Πραγματικά, δεν πέρασε ούτε μια μέρα που να μην επικοινωνήσουμε, έστω και τηλεφωνικά. Ο Δημήτρης, μέχρι να τελειώσω τις σπουδές μου, έκανε συχνά ταξίδια στην Ελλάδα και έμενε όσο πιο πολύ μπορούσε. Μόλις τελείωσα, πήρα τη μεγάλη απόφαση να τον ακολουθήσω στην Αυστραλία».

Αυτό, εν έτει 2003. Μήνας Ιούλιος, μέσα στην καρδιά του χειμώνα και η Μαργαρίτα Σουλίδου φτάνει «σ’ έναν τόπο άγνωστο, όπου δεν ήξερα κανέναν, εκτός από τον Δημήτρη, χωρίς αγγλικά, η προσαρμογή μού φάνηκε βουνό. Η πρώτη μου κίνηση ήταν να φροντίσω να μάθω αγγλικά. Έτσι γράφτηκα στο TAFE και, αργότερα, στο La Trobe, όπου με εντατικά μαθήματα εξοικειώθηκα στη γλώσσα και τα πράγματα ήταν κάπως πιο εύκολα. Διακαής επιθυμία μου ήταν να εργαστώ στον κλάδο μου, ως κοινωνική λειτουργός. Στην Ελλάδα είχα εργαστεί μόνο έξι μήνες στην Πρόνοια. Σκέφτηκα να υποβάλω αίτηση στη «Φροντίδα» για να με πάρουν ως εθελόντρια, αλλά εκεί μια υπάλληλος με πληροφόρησε ότι ζητούν προσωπικό για το νέο ίδρυμα «Στοργή» στο Templestowe. Μάϊο του 2005 έγιναν τα εγκαίνια του ιδρύματος και το άνοιγμα μιας πόρτας που θα μ’ έκανε να ζήσω, κοντά σε 60 υπερήλικες, τέσσερα από τα πιο παραγωγικά και ουσιαστικά χρόνια της ζωής μου».

ΥΠΕΡΤΑΤΗ ΑΓΑΠΗ

Αυτή είναι η εισαγωγή σε μια υποδειγματική προσφορά που δεν υπαγορεύεται από κανόνες και οδηγούς, αλλά μόνο από υπέρτατη αγάπη προς τον άνθρωπο που φτάνει τα όρια της αυτοθυσίας.

«Ήμουν υπεύθυνη για την ψυχαγωγία υπερηλίκων με σοβαρά προβλήματα υγείας – σωματικά, ψυχολογικά, διανοητικά – και έπρεπε να βρω τρόπους να κάνω την καθημερινή τους ζωή καλύτερη. Να τους κάνω να χαμογελούν, να έχουν ενδιαφέρον για τη ζωή. Όταν πήγα εκεί, ξεκίνησα χωρίς να υπάρχει κάτι προηγούμενο πάνω στο οποίο θα μπορούσα να χτίσω ή μια οποιαδήποτε κατεύθυνση. Έπρεπε να ψάξω και να βρω τρόπους και μεθόδους να δώσω στους ανθρώπους αυτούς χαρά. Γιατί αυτό ήταν που τούς έλειπε.

Εδώ δεν είχα γνωρίσει ηλικιωμένους. Γύρισα τότε νοερά πίσω στο χωριό, τους παππούδες και τις γιαγιάδες που είχα ζήσει κοντά τους και έφερα μπροστά μου εικόνες από τη ζωή τους. Τις ασχολίες τους, τα ενδιαφέροντά τους, εκείνα που έδιναν νόημα στη ζωή τους και έφερναν το χαμόγελο στα χείλη τους».
Η κουβέντα αυτή με την Μαργαρίτα Σουλίδου γίνεται λίγο πριν επιστρέψει στα…  πατρώα εδάφη. Είναι ένα είδος απολογισμού για τα τέσσερα χρόνια που έδωσε, όπως θα πει «όλη της τη ψυχή στους ανθρώπους αυτούς».

ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΑΡΑΓΜΟΥ

«Με πονούσε τρομερά το ότι, στη δύση της ζωής τους, έχουν τόσες πικρίες. Μπορεί πολλοί να μη θυμούνται τα τωρινά, δεν ξεχνούν, όμως, τα παλιά, αυτά που έζησαν στον τόπο τους και το παράπονο που φτάνει συχνά τα όρια του σπαραγμού, είναι που δεν γύρισαν πίσω. “Δεν ήρθαμε εδώ για να μείνουμε. Δεν ήρθαμε για να πεθάνουμε στη ξένη γη και να θαφτούμε στα χώματα της Αυστραλίας”, είναι κάτι που ακούγεται από όλους αυτούς τους ανθρώπους, άντρες και γυναίκες. Οι γυναίκες, μάλιστα, είναι περισσότερο εκδηλωτικές, ανοίγουν την καρδιά τους και τη σκέψη τους διάπλατα. Άρχισα δειλά, προσπαθώντας να μπω στον κόσμο τους. Παλιά τραγούδια που τραγουδούσαμε όλοι μαζί, βρήκα ότι τους ενθουσίαζαν. Ήταν σαν να ξαναγεννιόντουσαν. Μετά, σχεδίασα μόνη μου παιχνίδια μνήμης, απλά, που τα έβρισκαν πολύ διασκεδαστικά και άλλες δραστηριότητες από τις οποίες δεν έλειπε κανείς.Έχει μεγάλη σημασία να νοιώθει ο άλλος ότι τον αγαπάς, τον νοιάζεσαι πραγματικά και δεν είσαι εκεί για να κάνεις μια άλφα δουλειά. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το έχεις μέσα σου. Δεν μπορεί κανείς να σου το διδάξει».

ΟΙ ΠΙΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ

Κάνοντας μια σύγκριση μεταξύ της φροντίδας των υπερηλίκων εδώ και εκείνων στην Ελλάδα, ποιοι είναι οι πιο «κερδισμένοι», αν μπορεί κανείς να το θέσει έτσι;
«Δεν έχω εργαστεί σε ίδρυμα ευγηρίας στην Ελλάδα, επομένως, δεν μπορώ, σ’ αυτό το επίπεδο, να κάνω συγκρίσεις. Εκείνο, όμως, που γνωρίζω και νομίζω ότι και οι εδώ ηλικιωμένοι έχουν στο μυαλό τους, είναι τι συμβαίνει στα χωριά, στις μικρές, κλειστές κοινωνίες. Εκεί, όσο ανήμποροι κι αν είναι οι ηλικιωμένοι, δεν πηγαίνουν σε ιδρύματα. Μένει κάποιος δικός τους στο σπίτι και τους κοιτάζει.
Όπως γνωρίζετε κι εσείς, στην ύπαιθρο οι αλλαγές γίνονται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς από ό,τι στις πόλεις και τα μεγάλα κέντρα. Στο χωριό, υπάρχει ακόμη εκείνο το “τι θα πει ο κόσμος”, αλλά και η προσκόλληση στην παράδοση. Αυτά θυμούνται εκείνοι που έφυγαν πριν πενήντα και εξήντα χρόνια από το χωριό τους και πονούν διπλά σήμερα. Όταν ήταν νεότεροι νοσταλγούσαν τον τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, τους δικούς τους, που τούς έλλειπαν, τον τρόπο ζωής που δεν έμοιαζε στο ελάχιστο με τον τρόπο ζωής σε μια ξένη χώρα, όσο καλή κι αν ήταν αυτή. Σήμερα κάνουν άλλες σκέψεις. Ό,τι αν ήταν εκεί, δεν θα ήταν σε ίδρυμα. Αυτό δεν μπορεί να τους το βγάλει κανείς από το μυαλό τους, γιατί αυτό ξέρουν, αυτό έχουν ζήσει από παιδιά, όταν η μητέρα τους φρόντιζε τον παππού και τη γιαγιά».

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΝΟΥΝ

Τέσσερα χρόνια μέσα στη ζωή αυτών των 60 ανθρώπων στη «Στοργή» που την έβλεπαν σαν αγαπημένη κόρη τους, πόσο «μετράνε» για την ίδια;
«Δέθηκα μαζί τους, έδωσα την ψυχή μου ολόκληρη για να τους προσφέρω χαρά και, άλλες φορές, να απαλύνω τον πόνο τους. Ήλθα πολύ κοντά τους. Χωρίς να το ξέρω, όταν έμαθαν ότι φεύγω, ζήτησαν να μου κάνουν αποχαιρετιστήριο πάρτι, με τσάι και γλυκά, και κάλεσαν τα παιδιά τους. Ήταν μεγάλη ικανοποίηση, αλλά και τιμή για μένα. Ήθελαν να πουν ένα μεγάλο ευχαριστώ, να είναι δυνατοί να μην κλάψουν, αλλά έκλαψαν, συγκινήθηκαν σε μεγάλο βαθμό και όλα αυτά πονούν πολύ. Είναι εικόνες που θα μείνουν μέσα μου, όσα χρόνια κι αν περάσουν».

Μέσα και έξω από το ίδρυμα, είχε την ευκαιρία να έλθει σ’ επαφή τόσο με την πρώτη, όσο και με τις νεότερες γενιές της παροικίας.

Τι είναι εκείνο που θα ήθελε να μπορούσε, αν γινόταν, ν’ αλλάξει στην ελληνική παροικία;

«Με θλίβει το ότι οι νέες γενιές δεν μιλούν ελληνικά. Είδα τα εγγόνια των ηλικιωμένων στο ίδρυμα να μη μιλούν ούτε λέξη ελληνικά. Φυσικά, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Έχω δει νέους, γεννημένους εδώ, που μιλούν καλύτερα ελληνικά από μένα. Αυτοί, όμως, δεν αποτελούν παρά τη μειοψηφία. Δεν ξέρω τι δε πήγε καλά ή τι θα μπορούσε να γίνει τώρα. Να μαθαίνουν τα ελληνικά ως δεύτερη ή ως ξένη γλώσσα; Ίσως και αυτό να είναι μια λύση. Δεν ξέρω. Πάντως, η εικόνα σήμερα είναι απογοητευτική».

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΑΠΟΦΥΓΗΝ…

Μετά από μια εξαετία στην Αυστραλία, γυρίζει πίσω στην Ελλάδα, παντρεμένη με έναν άντρα, που έχει μεγαλώσει και έχει ανδρωθεί εδώ. Ήταν δύσκολη μια τέτοια απόφαση;
« Kατ’ αρχήν, να πω ότι ποτέ δεν θα έκανα κάτι που δεν θα ήθελε μ’ όλη του την καρδιά και ο σύντροφός μου. Από κει και πέρα, η ζωή είναι γεμάτη από δύσκολες αποφάσεις. Είναι πού βρίσκονται οι προτεραιότητες του καθενός τη δεδομένη στιγμή. Τι μετράει γι’ αυτόν, σε τελευταία ανάλυση.
Κι αυτό που μετράει για μένα είναι να είμαι στην πατρίδα μου, κοντά στους δικούς μου ανθρώπους που μου λείπουν τόσο πολύ. Αν έμενα εδώ, ποτέ δεν θα ήμουν απόλυτα ευτυχισμένη».

Έχοντας ζήσει και το δράμα εκείνων που στη δύση της ζωής τους μετανιώνουν για ό,τι δεν έκαναν τότε που ήταν νέοι, σίγουρα θα πρέπει να έχει ασκήσει κάποια επιρροή στην απόφασή της. Μιλάμε εδώ για…  παράδειγμα προς αποφυγήν.

Καλό ταξίδι Μαργαρίτα.