ΜΕΡΟΣ 1ο

Παρέκβαση: Ας μου επιτραπεί κι από τούτη τη θέση να συγχαρώ τον εντιμότατο Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας στη Μελβούρνη, κ. Χρήστο Σαλαμάνη, για την πρωτοβουλία του να τιμήσει τον αγαπητό μας συμπάροικο Κυριάκο Αμανατίδη με ειδική τιμητική εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Πέμπτη στον τρίτο όροφο της Ελληνικής Κοινότητας. Ο συμπαθής και ηπιόφρων Κυριάκος Αμανατίδης έχει όντως προσφέρει, κι εξακολουθεί να προσφέρει, πολλά στην ελληνική παροικία της Μελβούρνης. Αξιομίμητη η δράση του και αξιόδοτη η τιμή. Τέλος παρέκβασης.

Στις κοσμογονικές παραδόσεις των λαών της προ-επιστημονικής περιόδου συγκαταλέγεται και η ελληνική. Στο ερώτημα, «Ποιος δημιούργησε τούτον τον αισθητό κόσμο, και με ποιον τρόπο;» απαντούν όχι μόνο οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές (βλ. ησιόδεια κοσμογονία), αλλά και οι φιλόσοφοι. Ένας από αυτούς είναι και ο Αθηναίος σοφός, ο αειφανής Πλάτων. Στο έργο του «Τίμαιος» επιχειρεί να σκιαγραφήσει τη δική του κοσμογονική εικόνα, τα βασικά σημεία της οποίας θα δούμε σε τούτη τη σειρά των άρθρων. Στο τέλος θ’ ακολουθήσουν σχόλια.

Συζητά ο Τίμαιος με τον Σωκράτη (παρενθέτω και κάποιες φράσεις από το αρχαίο κείμενο για τους εραστές της προγονικής λαλιάς).

Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ

ΣΩ. Τίμαιε, μπορείς ν’ αρχίσεις τη συζήτηση, αφού επικαλεστείς πρώτα τους θεούς, όπως συνηθίζεται (κατά νόμους).
ΤΙ. Μα, Σωκράτη, αυτό κάνουν όλοι όσοι διαθέτουν λίγη σύνεση. Επικαλούνται πάντοτε τον θεό (θεόν αεί καλούσιν) όταν επιχειρούν κάτι μικρό ή κάτι μεγάλο. Τώρα που εμείς θα συζητήσουμε για το σύμπαν, δηλ. για το αν είναι γεννημένο ή αγέννητο (γέγονε ή και αγενές εστιν), αν δεν τρελαθήκαμε τελείως, είμαστε αναγκασμένοι, αφού επικαλεστούμε τους θεούς και τις θεές (ανάγκη θεούς τε και θεάς επικαλουμένους), να τους παρακαλέσουμε όσα πούμε να είναι αρεστά σ’ αυτούς και συνεπή σε μας τους ίδιους. Και ως προς τους θεούς, ας είναι αυτή η παράκλησή μας. Όσο για μας, ας τους παρακαλέσουμε να μας βοηθήσουν, ώστε εσείς να κατανοήσετε όσο το δυνατόν ευκολότερα, κι εγώ να σας δείξω όσο το δυνατόν καλύτερα, πώς εννοώ το θέμα που θέσαμε.

Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, πρέπει πρώτα να καθορίσουμε το εξής: τι είναι εκείνο που υπάρχει πάντοτε (το ον αεί), αλλά δεν γεννιέται ποτέ (γένεσιν δε ουκ έχον), και τι είναι εκείνο που πάντοτε γεννιέται (το γιγνόμενον αεί), αλλά ποτέ δεν υπάρχει (ον ουδέποτε). Το πρώτο γίνεται αντιληπτό με τη νόηση και το συλλογισμό (νοήσει περιληπτόν μετά λόγου) γιατί βρίσκεται πάντοτε στην ίδια, αμετάβλητη κατάσταση (αεί κατά ταυτά ον). Το δεύτερο γίνεται αντιληπτό με τη δοξασία και την ασυλλόγιστη αίσθηση (μετ’ αισθήσεως αλόγου δοξαστόν) γιατί αυτό γεννιέται και χάνεται, και στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ποτέ σαν κάτι το σταθερό.

Όμως καθετί που γεννιέται, αναγκαστικά γεννιέται από κάποιο αίτιο γιατί είναι αδύνατο να γεννηθεί κάτι χωρίς αιτία. Οποιοδήποτε πράγμα δημιουργεί ο δημιουργός, δίνοντάς του μορφή και δύναμη, είναι καλό όταν το δημιουργεί με πρότυπο εκείνο που δεν μεταβάλλεται [. . .]. Το πράγμα όμως που δημιουργεί με πρότυπο εκείνο που γεννιέται και μεταβάλλεται, δεν είναι καλό [. . .].

Πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε το θέμα του ουρανού, του κόσμου. Και πρώτα απ’ όλα να σκεφτούμε ποιο από τα δυο: υπήρξε ο κόσμος πάντοτε χωρίς να γεννηθεί ποτέ (αρχήν έχων ουδεμίαν) ή μήπως γεννήθηκε κάποτε κι επομένως ξεκίνησε από κάποια αρχή (απ’ αρχής τινός αρξάμενος); Σίγουρα γεννήθηκε κάποτε γιατί είναι ορατός, είναι απτός κι έχει σώμα [. . .]. Όμως για καθετί που γεννιέται, είπαμε ότι αναγκαστικά γεννιέται από κάποιο αίτιο.

Το να βρει λοιπόν κανείς τον δημιουργό και πατέρα του σύμπαντος, είναι δύσκολο πράγμα. Κι αν τον βρει, είναι αδύνατο να το εκφράσει σε όλους τους ανθρώπους (εις πάντας αδύνατον λέγειν). Αλλά πρέπει κανείς να σκεφτεί και το εξής: ποιο από τα δύο πρότυπα χρησιμοποίησε ο δημιουργός όταν έφτιαχνε τον κόσμο: το αιώνιο και αμετάβλητο ή το γεννημένο και μεταβλητό;  Αν ο κόσμος αυτός που βλέπουμε είναι καλός, κι αν ο πλάστης του είναι αγαθός, τότε είναι φανερό ότι ο δημιουργός πήρε ως πρότυπο το αιώνιο και αμετάβλητο, δεδομένου ότι ετούτος ο κόσμος είναι ο ωραιότερος απ’ όσους έχουν γίνει, και ο δημιουργός του είναι το καλύτερο απ’ όλα τα αίτια (άριστος των αιτίων).

Αφού λοιπόν ο κόσμος έχει γεννηθεί έτσι όπως είπαμε, τότε έχει δημιουργηθεί με πρότυπο εκείνο που γίνεται αντιληπτό με τη λογική και τη φρόνηση (λόγω και φρονήσει περιληπτόν) και που παραμένει πάντοτε το ίδιο. Κι αν δεχτούμε ότι έτσι έχουν τα πράγματα, τότε αναγκαστικά αυτός εδώ ο αισθητός κόσμος είναι απεικόνιση κάποιου άλλου κόσμου (πάσα ανάγκη τόνδε τον κόσμον εικόνα τινός είναι) [. . .].

Ας δούμε τώρα για ποιο λόγο ο δημιουργός δημιούργησε το «γίγνεσθαι», δηλ. αυτό που συνεχώς μεταβάλλεται, κι ολόκληρο το σύμπαν. Λοιπόν, ο δημιουργός ήταν αγαθός, και ο αγαθός δεν έχει ποτέ μέσα του κανένα φθόνο για κανένα πράγμα. Κι αφού δεν είχε κανένα φθόνο, θέλησε να γίνουν τα πάντα όσο το δυνατό όμοια με τον εαυτό του (παραπλήσια εαυτώ). Όποιος παραδέχεται ότι αυτή είναι η σπουδαιότερη αρχή της γένεσης του κόσμου, αφού το ακούει από φρόνιμους ανθρώπους (παρ’ ανδρών φρονίμων ), θα κάνει πολύ καλά να το παραδεχτεί. Διότι ο θεός, θέλοντας να είναι όλα τα πράγματα καλά και κανένα ανάξιο λόγου, αφού παρέλαβε όλη την ορατή ύλη, η οποία ήταν ήσυχη αλλά κινιόταν εσφαλμένα και άτακτα (πλημμελώς και ατάκτως), την έβαλε από την αταξία σε τάξη, νομίζοντας (ηγησάμενος) ότι η τάξη ήταν καλύτερη από την αταξία. Στον άριστο δημιουργό ούτε ήταν ούτε είναι θεμιτό να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το πιο ωραίο (δραν άλλο πλην το κάλλιστον).