ΤΗΝ περασμένη Παρασκευή αποφάσισα να φύγω. Να αφήσω πίσω μου τη γρίπη των χοίρων, τους φορείς της και την (ύπουλη) καθημερινότητα. Την φόνισσα της διάθεσής μας.

ΕΙΠΑ να φύγω, λοιπόν, να αλλάξω κρεβάτι, παραστάσεις, εικόνες, και να απαλλαγώ από τους ανθρώπους, μήπως και ξελαμπικάρει το μυαλό μου. Να φύγω, έστω και για ένα τριήμερο.

«ΣΤΗΝ αναβροχιά καλό είναι και το χαλάζι», έλεγε ο παππούς μου, εννοώντας, βέβαια, ότι όταν δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά, αξιοποιείς κάθε ευκαιρία που σου δίνεται.

ΚΑΙ το τριήμερο της αργίας (ας είναι καλά η βασίλισσά μας, τα γενέθλια της οποίας…  εορτάζαμε) ήταν μια ευκαιρία.

«ΦΟΡΤΩΣΑ» έτσι την Κυριακάτικη βάρδια μου στον Σωτήρη Χατζημανώλη και πρωί-πρωί το Σάββατο ξεκίνησα, χωρίς «πρόγραμμα» και συγκεκριμένο προορισμό.

ΜΟΥ αρέσει να αυτοσχεδιάζω όταν ταξιδεύω, ιδιαίτερα όταν είμαι μόνος. Το μόνο θέμα που με απασχόλησε (λόγω καιρού) ήταν αν θα πήγαινα με μοτοσικλέτα ή αυτοκίνητο.

ΚΑΤΕΛΗΞΑ στο αυτοκίνητο και ανοίγοντας το χάρτη, όταν μπήκα μέσα, πήρα και την απόφαση να κατευθυνθώ βόρεια, προς τα βουνά της Πολιτείας μας.

Ο καιρός ήταν πιο σκοτεινός και από τη διάθεσή μου, αλλά αυτό δεν μ’ ενόχλησε καθόλου. Μου αρέσει αυτός ο συγχρονισμός. Με κάνει και αισθάνομαι καλύτερα.

ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ από την Μελβούρνη, διαπίστωσα ότι το αυτοκίνητο δεν είχε θέρμανση. Ήταν, όπως μου είπε (αργότερα) η κόρη μου, από την οποία και το «δανείστηκα», χαλασμένος ο θερμοστάτης.

ΜΕ χαλασμένο θερμοστάτη και τον αέρα να μπαίνει παγωμένος από τους αεραγωγούς, η μόνη διαφορά που είχε από τη μοτοσικλέτα ήταν ότι με προστάτευε από τη βροχή. Κάτι ήταν και αυτό.

ΤΟ Hume Highway χώριζε την καμπύλη του ορίζοντα ακριβώς στη μέση. Τα πυκνά σύννεφα που είχαν «περικυκλώσει» το τοπίο ήταν πιο γκριζόμαυρα και από την άσφαλτο του δρόμου.

ΕΝΤΕΛΩΣ χειμωνιάτικο το σκηνικό και απόλυτα απρόβλεπτο. Ορισμένες βουνοκορφές στα δεξιά μου, μόλις και διακρίνονταν πάνω από την ομίχλη.

ΣΤΑΜΑΤΗΣΑ σε ένα βενζινάδικο να βάλω βενζίνη στο αυτοκίνητο και να πιω έναν καφέ που είχα (πολύ) επιθυμήσει.

ΜΕΤΑ τόσα χρόνια και τόσα ταξίδια στην Αυστραλία, έχω εθιστεί στον καφέ των βενζινάδικων που η γεύση τους μοιάζει με…  πετρέλαιο!

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ η μυρωδιά, του φτηνού αυτού καφέ, που τον σερβίρουν σε λευκά πλαστικά ποτήρια, λειτουργεί ως «στίγμα», ως ανάχωμα της μνήμης, που την βοηθά να αντισταθεί στη λησμονιά του χρόνου.

ΜΙΑ προσωρινή – και μάταιη βέβαια – αντίσταση, αλλά  τόσο αναγκαία για την ψυχική μας ισορροπία.

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ σε στιγμές που η τελευταία δοκιμάζεται, τέτοια «καταφύγια» τής παρέχουν τη δυνατότητα να πάρει μια ανάσα.

ΠΙΝΟΝΤΑΣ τον καφέ στο υπόστεγο του γκαράζ, χάζευα τον κόσμο, τα αυτοκίνητα που σταματούσαν για βενζίνη και για να φάνε πρωινό οι ταξιδιώτες.

Η χαρακτηριστική τσίκνα της Αυστραλίας, από το μπέικον, τα λουκάνικα και τα τσιπς, ήταν διάχυτη στην υγρή ατμόσφαιρα.

ΤΑ Four Wheel Drive, που αποτελούν πλέον την πλειοψηφία των οχημάτων σε τέτοιες χειμερινές εξόδους, ήταν φορτωμένα με παιδιά, σκυλιά, σκι και άλλες αποσκευές.

ΤΑ μικρά σκυλάκια έχουν αρχίσει πλέον και αποτελούν απαραίτητο αξεσουάρ των οικογενειακών εκδρομών. Χωρίς Four Wheel Drive και σκυλί, δεν εννοείται πια εκδρομή.

ΑΝΑΛΟΓΟ, βέβαια, ήταν και το ντύσιμο των εκδρομέων, με γάντια, κασκόλ, αδιάβροχα, μπουφάν και ειδικές μπότες για χιόνια, ενώ οι γνωστές αθλητικές φίρμες, ανταγωνίζονταν η μια την άλλη, σε χρώματα, σχέδια και κατασκευαστική ποιότητα.

ΜΕ τις γνωστές διαφημίσεις της τηλεόρασης έμοιαζε η εικόνα και εγώ αποτελούσα (κραυγαλέα) αντίθεση, με τα ίδια ρούχα χειμώνα-καλοκαίρι, γιορτές και καθημερινές και ένα (κλασικό) σακάκι εικοσαετίας.

ΧΑΛΙΑ σας λέω, καμιά αίσθηση της μόδας, του τόπου και της εποχής. Εικόνα από το παρελθόν ήμουν, μέσα σε αυτή την τηλεοπτική καλαισθησία.

ΑΦΗΣΑ τον καφέ στη μέση, έσβησα το τσιγάρο που κάπνιζα (άλλη παρακμή και αυτή και συνήθεια άλλων εποχών), μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα, για να μη χαλάω το σκηνικό.

ΚΑΤΑ τη διάρκεια της διαδρομής, μετά τον «ανεφοδιασμό», αποφάσισα να διανυκτερεύσω στο Bright και, όσο για την επόμενη μέρα, είχα στη διάθεσή μου πολύ χρόνο να σκεφτώ ποια διαδρομή θα ακολουθήσω.

ΤΑ σύννεφα, στο βάθος του ορίζοντα, συνέχιζαν να παραμένουν ακίνητα (και ασυγκίνητα) στις εκκλήσεις της διψασμένης και άνυδρης γης για λίγη βροχή.

ΠΟΥ και που καμιά ξαφνική μπόρα άλλαζε το σκηνικό, αλλά, δεν κρατούσε για πολύ. Αν και χειμώνας, το τοπίο «φορούσε» ακόμα τα καλοκαιρινά του.

ΣΤΟ Bright έφτασα απόγευμα και αφού περιπλανήθηκα ανάμεσα στα 4Χ4 και τους υγρούς δρόμους ψάχνοντας (μάταια) να ανακαλύψω κανένα μαγαζί που να φτιάχνει καφέ της προκοπής, κατέληξα σε ένα Motel.

ΕΙΠΑ να ξεκουραστώ κανένα δίωρο και να διαβάσω λίγο ένα βιβλίο που είχα πάρει μαζί μου, μέχρι τη βραδινή εξόρμηση για να βρω εστιατόριο, λόγω του ότι τα «καλά», λόγω του τριημέρου ήταν «κλεισμένα» εδώ και μήνες, όπως με πληροφόρησε ο ξενοδόχος.

ΑΠ’ Ο,ΤΙ φαίνεται, δεν είναι όλοι «της τελευταίας στιγμής» και απρογραμμάτιστοι σαν εμένα. Υπάρχουν άνθρωποι που αποφασίζουν πριν πολλούς μήνες πού θα πάνε, πού θα κοιμηθούν και πού θα φάνε το τριήμερο των γενεθλίων της…  βασίλισσάς μας. Άλλος κόσμος σας λέω.

ΕΛΑ, όμως, που το βιβλίο που είχα πάρει μαζί μου, μια και είχα αρχίσει να το διαβάζω εδώ και μέρες, ούτε με τη διάθεσή μου ταίριαζε ούτε (πολύ περισσότερο) με τον τόπο έδενε.

ΣΚΕΦΤΗΚΑ σε κάποια στιγμή, αν θα μπορούσε η Λάλα (η πρωταγωνίστρια του βιβλίου) να αφήσει την έρημο και να ζήσει σε έναν τόπο σαν το Bright της Βικτώριας.

ΔΕΝ μπορούσα να διανοηθώ κάτι τέτοιο και, ως εκ τούτου, δεν κατάφερα να δημιουργήσω την κατάλληλη ατμόσφαιρα (στο μυαλό μου) για να απολαύσω το βιβλίο του Ζαν Μαρί Γκυστάβ Λε Κλεζιό, «Η Έρημος», ο οποίος φέτος πήρε, για το σύνολο του έργου του, το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

ΤΑ βιβλία, όπως και άλλα πράγματα, για να τα απολαύσεις χρειάζεσαι απαραίτητα την κατάλληλη ψυχική διάθεση και «ατμόσφαιρα». Και ιδιαίτερα ταξιδιωτικά βιβλία όπως αυτό.

ΕΤΣΙ κατέληξα να διαβάζω τις μπροσούρες του ξενοδοχείου για τα αξιοθέατα της περιοχής και τα «καλά» εστιατόρια, αφήνοντας τη Λάλα στη μοναξιά της.

ΣΤΗΝ αναζήτηση εστιατορίου στάθηκα πολύ τυχερός. Βρήκα το τελευταίο τραπέζι, σε μια άκρη και το φαγητό ήταν πολύ καλό.

ΚΑΠΝΙΣΑ δύο τσιγάρα στο δρόμο, μέχρι να φτάσω στο ξενοδοχείο, αφού το κάπνισμα στην εποχή μας είναι παντού απαγορευμένο και οι καπνιστές αντιμετωπίζονται όπως και οι τρομοκράτες και γύρισα στο δωμάτιο.

ΠΡΙΝ κοιμηθώ έριξα μια ματιά στον χάρτη και αποφάσισα ότι την επόμενη μέρα θα περνούσα πάνω από τις «Άλπεις» της Βικτώριας και θα πήγαινα στο Like Entrance. Ακριβώς στην αντίθετη κατεύθυνση.

ΤΕΤΟΙΕΣ διαδρομές, βέβαια, είναι ωραία να τις σκέφτεσαι και να τις σχεδιάζεις στη ζεστασιά του ξενοδοχείου, αλλά τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά αν βάλεις μέσα στα χιόνια αλυσίδες (που δεν έχεις ξαναβάλει) στο αυτοκίνητο.

ΤΕΛΙΚΑ και τις αλυσίδες τις βάλαμε (με παγωμένα δάχτυλα) όταν χρειάστηκε και τις «Άλπεις» διασίσαμε χωρίς θέρμανση μέσα σε ένα αυτοκίνητο που μεταμορφώθηκε κυριολεκτικά σε ψυγείο!

Η διαδρομή ήταν δύσκολη, όχι μόνο λόγω του πυκνού χιονιού που έπεφτε την Κυριακή, αλλά και της ομίχλης που περιόριζε την ορατότητα στα λίγα μέτρα.

Η κορυφή του βουνού Hotham, εκεί που βρίσκονται τα χειμερινά θέρετρα, έμοιαζε με τεράστια παιδική χαρά.

ΜΑΜΑΔΕΣ, παιδάκια, Four Wheel Drive και σκυλάκια, ντυμένα με πολύχρωμα παλτουδάκια, δέσποζαν στο τοπίο.

ΕΙΧΑ αποφασίσει να σταματήσω για καφέ, αλλά όταν είδα τόσο παιδομάνι (και σκυλομάνι!) άλλαξα γνώμη και συνέχισα για Omeo. Εκεί άφησα και τις αλυσίδες που είχα νοικιάσει.

ΜΕΧΡΙ το Lake Entrance, ο ήλιος έπαιζε με τα σύννεφα, και όταν συναντιούνταν, σχημάτιζαν και κανένα ουράνιο τόξο για να συμφιλιωθούν.

ΤΟ Lake Entrance όπως το ξέρετε, όσοι το ξέρετε. Εκεί κοιμήθηκα το δεύτερο βράδυ και μετά το φαγητό έκανα μια βόλτα στη προβλήτα που είναι γεμάτη από χλιδάτα σκάφη «αναψυχής».

ΑΝΑΜΕΣΑ τους ήταν και ένα παλιό σκαρί που δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Και πώς θα μπορούσε, βέβαια, να μοιάζει, αφού επρόκειτο για την «Παναγιά». Ένα καΐκι μάχιμο που ψαρεύει σκάλοπς.

Η Μελβούρνη ήταν ο επόμενος σταθμός, αλλά κατά τη διάρκεια της διαδρομής αποφάσισα να επισκεφτώ ένα άλλο γνώριμο τόπο, με πολλές αναμνήσεις από άλλες εποχές. Το εθνικό πάρκο Wilsons Promontory.

ΣΠΑΡΑΞΕ η καρδιά μου σας λέω όταν το είδα. Οι φωτιές του περσινού φοβερού καλοκαιριού το έχουν στην κυριολεξία αφανίσει.

ΤΟ πράσινο έδωσε τη θέση του στο μαύρο. Μαύρα τα δέντρα, μαύρη η γη και μαύρα τα σύννεφα που είχαν κατέβει χαμηλά να κλάψουν μαζί το τοπίο παρηγορώντας το με τα δάκρυά τους.

ΟΣΗ ώρα έμεινα έβρεχε ασταμάτητα. Το μόνο που θύμιζε το παλιό πάρκο που ήξερα ήταν οι παπαγάλοι και ο Ωκεανός.

ΠΑΡ’ ΟΛΗ την μαυρίλα και την καταστροφή, οι κατάμαυροι κορμοί των ευκαλύπτων είχαν αρχίσει να…  ανθίζουν!

ΤΑ πρώτα πράσινα βλαστάρια, το χαμόγελο της φύσης, είχαν αρχίσει (χειμωνιάτικα) να τους τυλίγουν….