Οι ασπρόμαυρες ταινίες που προβάλλονται τελευταία σε κανάλι καλωδιακής τηλεόρασης, ταινίες της λεγόμενης «χρυσής εποχής» του ελληνικού κινηματογράφου, ήταν το θέμα συζήτησης συντροφιάς που βρεθήκαμε το περασμένο Σάββατο στο σπίτι της φίλης Μάρθας για τις πολυχρόνιες ευχές, με την ευκαιρία της ονομαστικής της εορτής.
Και αφού αναλώθηκε πολύς χρόνος στα συν και τα πλην, έγιναν συγκρίσεις στα της μόδας, της πολεοδομίας και τα λοιπά και τα λοιπά, η ισοπεδωτική δήλωση του οικοδεσπότη: «Πολύ καλύτερες σε σύγκριση με τα κρύα σήριαλ που μάς σερβίρουν τώρα», παρέσυρε την παρέα που συμφώνησε, ότι η περίοδος εκείνη, η μετέπειτα του εμφυλίου, όταν η Ελλάδα προσπαθούσε να αναδιοργανώσει τις δυνάμεις της ως χώρα, παρά τη φτώχεια, τη μιζέρια, την ανέχεια και τα πενιχρά μέσα, ανέδειξε την Τέχνη μέσα από ταινίες που πενήντα χρόνια μετά, μάς ξεκουράζουν και ξυπνούν το νόστο για μέρη γνωστά και αγαπημένα. Ιδιαίτερα με τις εικόνες της γειτονιάς που αφήσαμε πίσω.
Όσον αφορά τα μουσικά ακούσματα, τους ρυθμούς, τα τραγούδια, τους χορούς και τις πινελιές από την παράδοση, καμιά διαφωνία. Όλοι δήλωσαν λάτρεις της ελαφράς μουσικής και του ρεμπέτικου και ότι συγκινούνται με σκηνές από την ύπαιθρο.
ΟΔΟΣ ΟΝΕΙΡΩΝ
Σε κάποια στιγμή, ο κυρ-Ανέστης, ο σεβάσμιος παππούς της οικογένειας Καριώτη και δάσκαλος της παλιάς φουρνιάς, με γνώση και σοφία που μαρτυρούν τα άσπρα του μαλλιά, που παρακολουθούσε την κουβέντα από την αναπαυτική πολυθρόνα του, έδωσε το πρόσταγμα στους τεχνικούς, που με τη σειρά τους, άνοιξαν την αυλαία με τους προβολείς να φωτίζουν τη δική του γειτονιά.
Με φωνή βαριά και τόνο αργό, ως άλλος Κατράκης, μάς ξεναγεί. Μπορεί να μη θυμάται τα ονόματα των πρωταγωνιστών, σίγουρα, όμως, οι εικόνες είναι τόσο γνήσιες, που σε πολλά σημεία βλέπουμε τον εαυτό μας συμπρωταγωνιστή ή και κομπάρσο.
«Στη μικρή γειτονιά μας», αφηγείται ο κυρ-Ανέστης, «ήμασταν σαν μια μεγάλη οικογένεια. Οι γονείς μας είχαν τα ίδια ενδιαφέροντα και ανησυχίες. Πώς να τα βολέψουν σε ημερήσια βάση με το κόστος ζωής και εμείς τα παιδιά, μετά το διάβασμα, να το σκάσουμε στην γειτονική αλάνα, να παίξουμε και να χαρούμε τη φύση.
Το σπίτι μας ήταν σε ένα παλιό, ημιδιώροφο και μετρούσε 17 σκαλοπάτια. Δυο δωμάτια όλα κι όλα, και, μια σάλα, όπως την έλεγε η μάνα – που είχε ρίζες στην Πόλη – για τους ξένους. Οι ανέσεις περιορισμένες. Ίσως καλύτερες από τους γείτονες, αφού ο πατέρας ήταν γραφιάς σε συμβολαιογραφείο και, ας πούμε, είχε πιο μόνιμο μεροκάματο. Γι’ αυτό με έστειλε στο Γυμνάσιο…
ΑΥΛΗ ΘΑΥΜΑΤΩΝ
Μέρος συγκέντρωσης για καφεδάκι και κουτσομπολιό, ήταν το τραπέζι με τις παλιές καρέκλες κάτω από την κληματαριά, στη μέση της αυλής. Να προσθέσω ότι η αυλή και το πλυσταριό ήταν κοινά. Τα μοιραζόμασταν όλοι.
Θυμάμαι τη τελευταία γιορτή. Τότε που βρέθηκε όλη η γειτονιά πριν φύγουμε για την Αυστραλία, για το γάμο της Ανθούλας, της κόρης της κυρα-Καλής. Σαν να βλέπω τη μάνα μου μαζί με τις άλλες γειτόνισσες να πλένουν, να σιδερώσουν και να τραγουδούν τα προικιά, προτού τα φορτώσουν στο ημιφορτηγό λεωφορείο της γραμμής, για το χωριό του άνδρα της, τα Κίρρα Φωκίδας. Θυμάμαι ακόμα, ότι η κυρα-Καλή, μάς είχε μοιράσει λουκούμια σμυρναίικα. Από τότε χάσαμε την Ανθούλα, αλλά χαθήκαμε κι εμείς. Μάς κέρδισε η Αυστραλία. Ωραία χρόνια σας λέω».
Ο κυρ-Ανέστης, λες και διαβάζει τη σκέψη μας, σπεύδει να εξηγήσει ότι δεν πρόκειται για την «Αυλή των Θαυμάτων», όπως την κατέγραψε ο καταξιωμένος θεατρικός συγγραφέας, Ιάκωβος Καμπανέλης, αλλά τη δική του, την άτυπη ίσως γειτονιά, μια από τις εκατοντάδες της γραφικής τότε Αθήνας, που, ωστόσο, δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα.
Οι πρωταγωνιστές, δεν είναι γνωστοί μας ηθοποιοί, αλλά οι σύνοικοι, οι περισσότεροι ένοικοι, που με τη σκληρή δουλειά ανέστησαν οικογένειες και μάλιστα πολυμελείς και σε πολλές περιπτώσεις φρόντισαν υπέργηρους παππούδες και γιαγιάδες.
«Έτσι, που λέτε, τ’ αφήσαμε, όταν πριν 60 χρόνια, οι γονείς μας πήραν την απόφαση για το υπερπόντιο ταξίδι.
Η ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ
Ρωτάτε τι έγινε το ημιδιώροφο; Χάθηκε μαζί με την αυλή και όλη τη γειτονιά. Θύμα κι αυτά της μοντέρνας αρχιτεκτονικής και ζωής του νεοέλληνα του 20ού αιώνα. Κατεδαφίστηκε το ‘72 και στη θέση τους κτίστηκε μια πολυκατοικία με σύγχρονες ανέσεις και προδιαγραφές».
Ο σεβάσμιος παππούς σημειώνει, ότι η γειτονιά του μπορεί να μην είναι αυτή που έδωσε το έναυσμα στον Μίκη Θεοδωράκη να γράψει το 1963 την «Γειτονιά των Αγγέλων», όμως το θαμπό φως της λάμπας που τρεμόφεγγε από τα μικρά παράθυρα των σπιτιών, φώτιζε σαν ήλιος την μικρή τους αυλή και οι κρεμαστές σκάλες και τα μισοχαλασμένα μπαλκόνια, ντυμένα με αγιόκλημα και γιασεμιά και οι γλάστρες με τις γαριφαλιές και το βασιλικό, έδιναν χρώμα, άρωμα κι ελπίδα στην καθημερινή τους ζωή.
«Συμπληρώνω ότι το ψωμί ήταν πάντα ζεστό στο τραπέζι, οι χαρταετοί ανέμιζαν στον γαλανό ουρανό της Αττικής και από τα χείλη των γειτόνων, μετά από την κοπιαστική βιοπάλη της ημέρας, ακουγόταν το δοξαστικό: «… για μια μπουκιά κι ένα ποτήρι και Δόξα τω Θεώ», προσθέτει ο κυρ-Ανέστης.
Αν θέλετε κι εσείς να μιλήσετε για τη δική σας γειτονιά και να μοιραστείτε με τους αναγνώστες μας μνήμες και θύμισες, τηλεφωνήστε στα γραφεία μας.