Για όλους τους Έλληνες τα εγκαίνια του Νέου Μουσείου Ακρόπολης ήταν μια στιγμή υπερηφάνειας: ένα σύγχρονο μνημείο Πολιτισμού ήρθε να προστεθεί στην Αθήνα.
Ήταν, όμως, ταυτόχρονα, ένα από τα πιο σημαντικά βήματα που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο της εκστρατείας για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα.

Και αυτό όχι μόνο γιατί απαντήθηκε το μόνο ουσιαστικά επιχείρημα των Άγγλων για την παρακράτησή τους στο Βρετανικό Μουσείο – ότι δηλαδή στην Ελλάδα δεν υπήρχε κατάλληλος χώρος για τη στέγασή τους.

Αλλά γιατί φάνηκε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο – και στο εξής θα φαίνεται καθημερινά στους χιλιάδες επισκέπτες – ότι η κλοπή των Γλυπτών ακρωτηρίασε τον Παρθενώνα. Ότι δηλαδή, ένα από τα πιο σημαντικά μνημεία του Παγκόσμιου Πολιτισμού που θα μπορούσαμε να το απολαύσουμε ως ενιαίο σύνολο, αναδεικνύοντας τον πραγματικό του χαρακτήρα, παραμένει τεμαχισμένο χάρη στο πείσμα κάποιων.
Σε αυτή του την αποστολή, όπως έχει γίνει πλέον φανερό σε όλους, το Νέο Μουσείο έχει πετύχει απολύτως. Και είναι άξιοι κάθε τιμής όσοι εργάστηκαν για να το κάνουν πραγματικότητα.

Έχουν, φυσικά, εκφραστεί και αντιρρήσεις και διαφορετικές απόψεις για τις αρχιτεκτονικές επιλογές που έγιναν και για τον τρόπο με τον οποίο δένει με τον περιβάλλοντα χώρο.

Άλλες είναι ίσως δόκιμες, άλλες όχι, έχει ωστόσο σημασία να καταλάβουμε ότι ένα σύγχρονο έργο μοιραία δημιουργεί αντιπαραθέσεις. Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η Ελλάδα πρέπει να πηγαίνει μπροστά και αυτή τη φορά πήγε.

Θα μπορούσε, βέβαια, η Ελλάδα και καλύτερα, κυρίως αν είχε δοθεί περισσότερο βάρος στις προσκλήσεις. Αν δηλαδή οι συμμετοχές ήταν το ίδιο λαμπρές με το γεγονός. Είναι φανερό, όμως, ότι κάποιοι είχαν αλλού το μυαλό τους τούς τελευταίους μήνες!