Με τίτλους, όπως «Η Ελλάδα απαιτεί τα Γλυπτά της καθώς εγκαινιάστηκε το νέο μουσείο της Ακρόπολης», η «Ελλάδα θέλει τα μάρμαρά της» και οι «Θησαυροί του Παρθενώνα έχουν πλέον σπίτι», ο αυστραλιανός Τύπος αναφέρεται στα εγκαίνια του Μουσείου της Ακρόπολης, που έγιναν το βράδυ του Σαββάτου.

Τα δημοσιεύματα παραθέτουν δηλώσεις είτε του Προέδρου της Δημοκρατίας, κ. Κάρολου Παπούλια, είτε του Υπουργού Πολιτισμού, κ. Αντώνη Σαμαρά, κάνουν σύντομη ιστορική αναφορά στην υφαρπαγή των γλυπτών που βρίσκονται υπό βρετανική κατοχή, σημειώνουν την ελληνική άρνηση για τρίμηνο δανεισμό των γλυπτών και επισημαίνουν ότι ένα από τα επιχειρήματα του Βρετανικού Μουσείου για την άρνηση επιστροφής των γλυπτών, η έλλειψη κατάλληλου εκθετηρίου, είναι τώρα αίολο.

Επίσης, δίνεται έμφαση στις δηλώσεις του Αυστραλού, Ντέϊβιντ Χιλ, επικεφαλής των Επιτροπών Επιστροφής των Μαρμάρων του Παρθενώνα, που εκπροσωπούν 15 χώρες, που είπε ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2012 στο Λονδίνο είναι η καλύτερη περίσταση για τους Βρετανούς και το Βρετανικό Μουσείο να επιστρέψουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα στο σπίτι τους, στο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης.

Ο πρόεδρος των Επιτροπών, Ντέιβιντ Χιλ, ανακοίνωσε, μεταξύ άλλων, την προσπάθεια καθιέρωσης Ημέρα Παρθενώνα κάθε χρόνο μέσα στον Ιούνιο, ενώ θα ξεκινήσει και μεγάλη καμπάνια με τις λέξεις «why not» (γιατί όχι).

Η εφημερίδα The Australian δημοσιεύει άρθρο της δημοσιογράφου Ελένης Βατσικόπουλου, που αναφέρει ότι το Νέο Μουσείο δεν θα γίνει ποτέ σημείο αναφοράς γιατί το σημείο αναφοράς της ελληνικής πρωτεύουσας υπάρχει ήδη και είναι η ίδια η Ακρόπολη, η οποία επιβίωσε άθικτη για 2.000 χρόνια, για να υποστεί διάφορες καταστροφές στη συνέχεια με αποκορύφωμα τον βανδαλισμό του λόρδου Έλγιν.  Η κ. Βατσικόπουλου αναφέρεται στη συνάντησή της με τον διευθυντή του Μουσείου, κ. Δημήτρη Παντερμαλή, καθώς και στην αντίστοιχη συνάντηση με τον υποδιευθυντή του Βρετανικού Μουσείου κ. Andrew Burnett.  Αξιοσημείωτο είναι το ερώτημα που του θέτει, αναφορικά με την βοήθεια που παρέχει το Βρετανικό μουσείο στο Ιράκ για την διασφάλιση των πολιτιστικών του θησαυρών, σε σχέση με την άρνηση να αποκαταστήσει τους πιο διάσημους θησαυρούς της Ελλάδας. Ο Burnett απαντά: «Δεν νομίζω ότι υπάρχει παραλληλισμός μεταξύ της εισβολής στο Ιράκ και της συνεργασίας μεταξύ Έλγιν και Οθωμανών για την καταγραφή και την αφαίρεση του υλικού. Κάτι τέτοιο ήταν εντελώς σωστό και νόμιμο εκείνη την εποχή και σαφώς μια εμπόλεμη κατάσταση σήμερα είναι πολύ διαφορετική. Εάν πολεμικές συρράξεις ξεσπούσαν σε άλλες χώρες θα θέλαμε να κάνουμε ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να βοηθήσουμε στη συντήρηση των αρχαιοτήτων εκεί όπως και οπουδήποτε αλλού.»

Στην ερώτηση του αν θεωρεί ότι η κατασκευή του Νέου Μουσείου καθιστά την επιστροφή πιο πιθανή απαντά: «Ε, δεν νομίζω. Εννοώ ότι, βεβαίως, είναι καταπληκτικό ότι χτίστηκε το καινούργιο μουσείο και ότι έχει τόσο καλές εγκαταστάσεις, αλλά νομίζω ότι ξέρετε πως είμαστε της γνώμης ότι τα μάρμαρα ανήκουν εδώ. Αποκτήθηκαν με σωστές διαδικασίες αρχικά και αποτελούν ουσιώδες μέρος της συλλογής μας σήμερα και μπορεί να τα χαρεί το κοινό και ακαδημαϊκοί, έτσι δεν νομίζω ότι βλέπουμε την άφιξη του νέου μουσείου ως κάτι που μπορεί να αλλάξει τη δυναμική αυτού του επιχειρήματος».