«Ουκ εν τω πολλώ το ευ»

Είναι ένα σχετικά παλιό φρούτο, στην ουσία ξηρός καρπός, κάτι σαν σύκο ή βερίκοκο, που μασουλούσαν από καιρό αρκετές μαμάδες της νέας γενιάς, προκειμένου να σκεπάσουν τις φωνές ενοχής μέσα τους και τα σχόλια των γύρω τους, δικών και ξένων, για την επιλογή τους να είναι φουλ τάϊμ εργαζόμενες. Το περίφημο «quality time», όμως, τον τελευταίο καιρό έγινε ασπίδα, μεγάλη και γυαλιστερή στα χέρια των μητέρων που εργάζονται φουλ τάϊμ. Συνήθως, εκείνων με μικρά παιδιά, προσχολικής ηλικίας, που προκειμένου να συνεχίσουν ανενόχλητες την καριέρα τους, τα αφήνουν στα χέρια συγγενών ή παιδικών σταθμών.

Τώρα έρχεται και μια επίσημη έρευνα, η πρώτη στο είδος της, από το Αυστραλιανό Ινστιτούτο Οικογενειακών Μελετών, να πει ότι η ποιότητα και όχι η ποσότητα μετράει. Δεν είναι πόσες ώρες ξοδεύει μια μαμά με το μωρό της, αλλά τι κάνει μαζί του τις ώρες αυτές.

Σύμφωνα με την παραπάνω έρευνα, οι γονείς 3.000 μωρών, ηλικίας 3-14 μηνών, κράτησαν ημερολόγιο αναφορικά με το πόσες ώρες την ημέρα ήταν μαζί με τα παιδιά τους και πώς ξόδευαν την ώρα αυτή.

Η ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΜΕΤΡΑΕΙ

Η επικεφαλής της έρευνας, δρ. Τζένιφερ Μπάξτερ, θα πει σήμερα ότι «τα στοιχεία δείχνουν ότι η ποιότητα μετράει. Οι εργαζόμενες μητέρες προσπαθούν να εξοικονομήσουν χρόνο αποκλειστικά για το παιδί τους. Αυτός ο χρόνος είναι ποιοτικός. Εξάλλου, πολλά παιδιά σε παιδικούς σταθμούς ή στα σπίτια των παππούδων και γιαγιάδων, περνούν πάρα πολύ καλά. Δεν στερούνται δραστηριοτήτων, οι οποίες θεωρούνται ωφέλιμες για το παιδί, όπως είναι, για παράδειγμα, το διάβασμα, η αγκαλιά, το παιχνίδι».

Ο διευθυντής του Αυστραλιανού Ινστιτούτου Οικογενειακών Ερευνών, καθηγητής Άλαν Χάϊς, αναφορικά με την έρευνα, είπε ότι «έριξε φως στο ερώτημα το οποίο τόσο συχνά κάνουν οι μητέρες που αποφασίζουν να επιστρέψουν στον εργασιακό χώρο. Δηλαδή, τι επιπτώσεις θα έχει αυτό στο παιδί τους. Η απάντηση που βγαίνει από αυτή την έρευνα, είναι ενθαρρυντική. Οι επιπτώσεις δεν φαίνεται να είναι αρνητικές».

Σε σφυγμομέτρηση που έκανε, εντούτοις, η «Herald Sun», θέτοντας το ερώτημα «Θα πρέπει οι μητέρες να μένουν σπίτι και να φροντίζουν τα παιδιά τους», η συντριπτική πλειοψηφία, το 71,2%, απάντησε «ναι».

Πράγμα που σημαίνει ότι η αντίληψη της κοινωνίας αναφορικά με το θέμα αυτό, δεν έχει μετατοπιστεί σημαντικά, εδώ και δεκαετίες.
Το τι λένε οι έρευνες που γίνονται σήμερα θα μπορούσε να ρίξει πραγματικά φως στο μεγάλο ερώτημα, αν «περίμεναν» να δουν τις επιπτώσεις που θα έχει η απουσία της εργαζόμενης μητέρας από την οικογένεια, μακροπρόθεσμα. Να ρωτήσουν, μετά από χρόνια, τους άμεσα εμπλεκόμενους, νέους και νέες, πώς ένιωθαν τότε που η μητέρα τους εμπιστευόταν την φροντίδα τους σε κάποιον άλλον γιατί η ίδια έπρεπε να εργαστεί.

Αν μάλιστα η έρευνα αυτή γινόταν με αντικείμενο τα παιδιά των μεταναστών, ίσως παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΔΑΡΙΑΣ

«Latchkey kid» – σε ελεύθερη μετάφραση «παιδί της κλειδαριάς» – είναι ένας όρος που ακουγόταν συχνά τις δεκαετίες της μαζικής μετανάστευσης. Είναι διεθνής όρος και αναφέρεται στα παιδιά που γυρίζουν από το σχολείο σε ένα άδειο σπίτι, γιατί οι γονείς εργάζονται, ή στο παιδί που μένει μόνο του σπίτι χωρίς γονική επίβλεψη.
Σύμφωνα με έρευνα που έγινε στις ΗΠΑ, αποκαλύπτεται ότι οι επιπτώσεις στα παιδιά αυτά διαφέρουν από ηλικία σε ηλικία. Φόβος, ανία και μοναξιά είναι πιο πολύ κοινά σε παιδιά κάτω των δέκα χρόνων, ενώ στην εφηβική ηλικία υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος καπνίσματος και χρήσης αλκοόλ.

Η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση και ο χρόνος που μένουν τα παιδιά μόνα τους, ενδέχεται να έχει και άλλες αρνητικές επιπτώσεις. Παιδιά, στην πρώτη τους εφηβεία, για παράδειγμα, που έμεναν μόνα τους πάνω από τρεις ώρες τη μέρα, παρουσίαζαν περισσότερα προβλήματα επικοινωνίας, υψηλότερα επίπεδα κατάθλιψης και χαμηλότερα επίπεδα αυτοεκτίμησης από άλλους μαθητές.

Από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι παιδιά οικογενειών χαμηλού εισοδήματος έχουν μεγαλύτερα προβλήματα συμπεριφοράς, αλλά και επίδοσης στα μαθήματα, από παιδιά μεσαίας ή ανώτερης τάξης που μένουν πολλές ώρες χωρίς γονική επίβλεψη.

Από τις θετικές επιπτώσεις που αναφέρονται, στα «παιδιά της κλειδαριάς» είναι ότι μαθαίνουν να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις και να είναι ανεξάρτητα.

ΜΑΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΩΡΑ ΜΟΥ

Στην δική μας «αυλή», μιλώντας με άτομα δεύτερης γενιάς που, στην παιδική τους ηλικία, η μητέρα τους ήταν αναγκασμένη να εργαστεί, οι απόψεις ποικίλουν, το ίδιο όπως και τα σημάδια που έχει αφήσει η εμπειρία.

«Δεν θα ήθελα ποτέ τα δικά μου παιδιά να ζήσουν αυτό που έζησα εγώ. Να γυρίζω σπίτι από το σχολείο σε ένα άδειο σπίτι και να είμαι υπεύθυνη για τα άλλα τρία μικρότερα αδέλφια μου. Μεγάλωσα πριν την ώρα μου. Έβλεπα τα παιδιά της γειτονιάς, πίσω από τις κουρτίνες να παίζουν και να χαίρονται την ώρα που εγώ έπρεπε να μαγειρέψω, να στρώσω κρεβάτια και να προσέχω τα αδέλφια μου. Οι γονείς μου έφευγαν νύχτα για το εργοστάσιο», θα πει συμπάροικος που έχει επιλέξει να μείνει σπίτι και να εργάζεται από κει για να έχει την επίβλεψη των παιδιών της, ενώ άλλη φίλη της και συνομήλική της, θα πει: «Έχω περάσει κι εγώ από την ίδια διαδικασία. Πρώτα η γυναίκα που μας κοίταζε, εμένα και την αδελφή μου, πριν πάω σχολείο, και μετά ο ρόλος της μαμάς που μου δόθηκε χωρίς να τον ζητήσω! Ήμουν επτά χρόνων όταν ξεκλείδωνα μόνη μου για να μπούμε στο σπίτι εγώ και η αδελφή μου, δυο χρόνια μικρότερη. Το σχολείο δεν ήταν μακριά, θυμάμαι όμως ότι με βάρυνε η ευθύνη.

Έμαθα να κάνω τις βασικές δουλειές, όπως άπλωμα ρούχων, σκούπισμα, πλύσιμο πιάτων, από πολύ νωρίς. Ναι, δεν το κρύβω. Αυτό έχει αφήσει μια πικρή γεύση μέσα μου. Από την άλλη πλευρά, δεν επιρρίπτω ευθύνες στους γονείς μου. Ήταν μια εποχή δύσκολη, σκληρή για όλους που ήλθαν στην Αυστραλία με μια βαλίτσα, χωρίς εφόδια και στήριξη από κανέναν».

ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ

Ευγνωμοσύνη για τη μητέρα του που δεν τον άφησε ποτέ μόνο εκφράζει επιστήμονας της παροικίας μας: «Εργαζόταν, αλλά φρόντιζε να είναι πάντα σπίτι όταν ο αδελφός μου κι εγώ σχολούσαμε. Ήμουν ένας από τους πολύ τυχερούς και ευχαριστώ μέχρι σήμερα τη μητέρα μου γι’ αυτό. Η πρόκληση ήταν εκεί να κάνει περισσότερα χρήματα, αφού δούλευε με το κομμάτι, προτίμησε όμως να κερδίζει λιγότερα και να είναι μαζί μας. Θυμάμαι, ένοιωθα από τότε προνομιούχος και της το έλεγα».

Αξίζει, όμως, να δούμε και την άλλη πλευρά. Εκείνη των μητέρων της εποχής εκείνης που αναγκάζονταν να αφήσουν τα παιδιά τους στη «γυναίκα» όταν ήταν πολύ μικρά και αργότερα μόνα τους σπίτι με την επίβλεψη των μεγαλύτερων αδελφών τους.

«Ήταν σωστό μαρτύριο, ιδιαίτερα το χειμώνα που νύχτα έπαιρνα το παιδί στη γυναίκα πριν πάρω το τραίνο για το εργοστάσιο. Υπήρχαν φορές που ήταν κρυωμένο δεν είχα όμως άλλη επιλογή γιατί φοβόμουν μη χάσω τη δουλειά μου. Σήμερα, φροντίζω τα εγγόνια μου. Είναι ένας τρόπος να απαλλαγώ κάπως από τις τύψεις που με βασανίζουν», θα πει συμπάροικος της πρώτης γενιάς σκιαγραφώντας την κατάσταση πολλών μεταναστριών της εποχής εκείνης.