ΜΕΡΟΣ 2Ο

Παρέκβαση: Επειδή ο επιστολογράφος Σωτήρης Μανωλόπουλος, έκανε μνεία τούτης της στήλης («Ν.Κ.», 13/7/09), είμαι υποχρεωμένος να θέσω υπόψη του τα εξής: α) Στις ελληνικές δημοκρατικές πόλεις-κράτη δεν έχουμε «θρησκευτικούς ηγέτες», αλλά εκλεγμένους ιερείς, με θητεία ενός έτους, Οι ιερείς αυτοί είναι απλοί πολίτες. β) Οι πόλεμοι μεταξύ ελληνίδων πόλεων ή ελληνικών συμμαχιών δεν γίνονταν στο όνομα κανενός θεού ή ημιθέου, αλλά στο όνομα άλλων συμφερόντων. γ) Ο Μ. Κωνσταντίνος δεν «ανακήρυξε την ανατολική πλευρά της Αυτοκρατορίας ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα το Βυζάντιο». Το όνομα «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» είναι επινόηση των Γάλλων βυζαντινολόγων του 17ου αιώνα. «Βυζαντινή Αυτοκρατορία» δεν υπήρξε ποτέ ούτε «αυτοκράτορες των Βυζαντινών». Υπήρξε ορθόδοξη χριστιανική αυτοκρατορία της Ανατολής ή Ρωμανία, με όλους τους αυτοκράτορες να φέρουν τον τίτλο «Βασιλεύς των Ρωμαίων». δ) H ιστορική πορεία της Ευρώπης δεν άλλαξε με τον Μ. Κωνσταντίνο, αλλά με τους Μαραθωνομάχους και Σαλαμινομάχους, που χωρίς αυτούς δεν θα υπήρχε ούτε Μ. Αλέξανδρος ούτε Μ. Κωνσταντίνος παρά μια τεράστια περσική αυτοκρατορία που θ’ αγκάλιαζε Ανατολή και Δύση. Τέλος παρέκβασης. 

Στο προηγούμενο άρθρο είδαμε τον Μ. Κωνσταντίνο ν’ αρπάζει ανενόχλητος τους καλλιτεχνικούς θησαυρούς των αρχαίων Ελλήνων και να τους μεταφέρει στη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη). Στην Αγία Σοφία είχε στοιβάξει 427 αγάλματα ελληνικών θεοτήτων, ενώ το παλάτι του το διακόσμησε με τις λεηλατημένες Ελικωνιάδες Μούσες. Τέλος, είδαμε τον Κωνσταντίνο να στήνει στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης το άγαλμα του Πύθιου Απόλλωνα, καθώς και τον χρυσό τρίποδα από τους Δελφούς.

ΤΟΥ ΣΤΡΑΒΟΥ ΤΟ ΔΙΚΙΟ

Οφείλουμε όμως να ομολογήσουμε ότι ο Κωνσταντίνος σεβάστηκε τους ναούς της ειδωλολατρικής Αθήνας κι έδωσε στους Αθηναίους απόλυτη ελευθερία να λατρεύουν τους θεούς και τις θεές τους, ίσως επειδή έτρεφε κάποια εκτίμηση προς την πόλη της γλαυκομάτας Αθηνάς. Στους πολιτικούς επέτρεψε να διοικούν την Αθήνα με το παλιό, αυτόνομο πολιτικό σύστημα, ενώ στους φιλόσοφους επέτρεψε να διδάσκουν ελεύθερα την ελληνική φιλοσοφία στις φιλοσοφικές σχολές. Τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο Νικαγόρα, ο οποίος κατείχε το αξίωμα του δαδούχου στα Ελευσίνια Μυστήρια, ο Κωνσταντίνος φρόντισε να τον στείλει στην Αίγυπτο για ειδικές σπουδές. Τέλος, στην Κωνσταντινούπολη, ο Κωνσταντίνος έκτισε ειδική στοά, όπου συγκεντρώνονταν οι φιλόσοφοι από πολλά μέρη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και συζητούσαν ελεύθερα. Στις φιλοσοφικές αυτές αναμετρήσεις οι Έλληνες φιλόσοφοι είχαν πάντα τα πρωτεία.

Αλλά και οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου έδειξαν εύνοια προς την ειδωλολατρική Αθήνα και τις φιλοσοφικές της σχολές. Για παράδειγμα, ο φιλόσοφος Προαιρέσιος, τον ανδριάντα του οποίου οι Ρωμαίοι είχαν στήσει με δημόσια έξοδα, ήταν τόσο πολύ αγαπητός στον αυτοκράτορα Κώνστα, ώστε για χάρη του φιλοσόφου αυτού ο αυτοκράτορας δώρισε στους Αθηναίους τους οικονομικούς πόρους που εισέπραττε από κάποια νησιά. Φαίνεται πως την εποχή εκείνη οι φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας έλκυαν την προσοχή πολλών καλλιεργημένων ανθρώπων, διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων. Η χριστιανική ρητορική δανειζόταν το φως της κατ’ ευθείαν από τον άσβεστο λύχνο του Δημοσθένη, του Ισοκράτη, του Πλάτωνα κ.ά. πρωταθλητών της τέχνης του ελληνικού λόγου.

Συγκεκριμένα, το 355 μ.Χ., στην Αθήνα σπούδαζαν δύο μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας κι ένας «παραβάτης». Πρόκειται για τους Γρηγόριο Ναζιανζηνό, Μ. Βασίλειο και Ιουλιανό. Να σημειώσουμε εδώ ότι με τον αυτοκράτορα Ιουλιανό έχουμε μια τελευταία, σύντομη αναλαμπή της ελληνικής πατρώας θρησκείας. Λίγο ενωρίτερα, με τον Κωνστάντιο Β΄, είχε διαταχθεί το κλείσιμο όλων των αρχαίων ναών και είχε απαγορευθεί, με ποινή θανάτου, κάθε θυσία στους πατρώους θεούς. Αν και η απαγόρευση αυτή δεν εφαρμόστηκε κατά γράμμα, ωστόσο άφησε στην Ελλάδα ισχυρό αντίκτυπο. Ιδιαίτερα η ειδωλολατρική Αθήνα κλονίστηκε σοβαρά με το αυτοκρατορικό διάταγμα της 1ης Δεκεμβρίου 353 και με αυτό της 18ης Φεβρουαρίου 356. Με τον πρόωρο θάνατο του Ιουλιανού, του μεγάλου αυτού προστάτη της πατρώας θρησκείας και των ελληνικών γραμμάτων, χάθηκε κάθε ελπίδα αναβίωσης της ελληνικής σκέψης και πολιτισμού. Βέβαια, δέκα περίπου αιώνες αργότερα θα δούμε μια άλλη προσπάθεια αναβίωσης της πατρώας θρησκείας με τον φιλόσοφο Γεώργιο Πλήθωνα-Γεμιστό. Αλλά και αυτός ο λόγιος Νεοέλληνας κυνηγήθηκε άγρια από τον Γεννάδιο, τον πρώτο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως που όρισαν οι Τούρκοι μετά την Άλωση του 1453.

Ο ΘΕΟΜΑΝΗΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ

Μερικά χρόνια μετά την πτώση του Ιουλιανού, στις αυτοκρατορικές απαγορευτικές διατάξεις αντιστρατεύτηκε ο γερο-Νεστόριος, ιεροφάντης της θεάς Δήμητρας στα Ελευσίνια Μυστήρια, ο οποίος το 375 μ.Χ. τόλμησε να στήσει σιμά στον Παρθενώνα ένα μικρό άγαλμα του ήρωα Αχιλλέα. Με τη χειρονομία του αυτή ήθελε να επικαλεστεί την προστασία του ομηρικού ήρωα, που θα γλίτωνε την Αθήνα από τους καταστρεπτικούς σεισμούς που ερείπωσαν πολλές πόλεις της Ελλάδας την εποχή εκείνη.

Αλλά το σκληρό χτύπημα που δέχτηκε ο πολυθεϊστικός Ελληνισμός προήλθε από τον θεομανή Ισπανό αυτοκράτορα Θεοδόσιο Α΄, όταν αυτός ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο το 379 μ.Χ. Οι διατάξεις του Θεοδόσιου κατέλυσαν τα τελευταία λείψανα της δημόσιας λατρείας των πατρώων θεών, τόσο στη Δύση όσο και στην Ανατολή. Πάμπολλα αρχαία ιερά καταστράφηκαν, μεταξύ των οποίων και το ξακουστό Σεράπειο της Αλεξάνδρειας και η βιβλιοθήκη που στεγαζόταν σ’ αυτό. Στα χαμένα αγωνίστηκε ο μεγάλος ρητοροδιδάσκαλος Λιβάνιος (δάσκαλος των Τριών Ιεραρχών και του Ιουλιανού) να πείσει τον Θεοδόσιο να μην κατεδαφίσει τα αρχαία ιερά. Με διαταγή του Θεοδόσιου πολλά έργα ελληνικής τέχνης, όπως η Ήρα του Λυσίππου (Σάμος), η Αθηνά (Λίνδος), η Αφροδίτη του Πραξιτέλη (Κνίδος) και ο Ολύμπιος Δίας του Φειδία (Ολυμπία), μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Ευτυχώς η Αθήνα δεν λεηλατήθηκε τόσο πολύ. Οι θυσίες και οι πομπές απαγορεύτηκαν, αλλά ο Θεοδόσιος δεν τόλμησε να καταστρέψει τα ιερά της Ακρόπολης ούτε να παρακωλύσει την ελεύθερη διδασκαλία της φιλοσοφίας στις φιλοσοφικές σχολές. Οι μεγάλες ζημιές θα έρθουν αργότερα, τον 6ο αιώνα, με την ανάρρηση του Ιουστινιανού στον αυτοκρατορικό θρόνο.