Εξαιρετικής βαρύτητας απόφαση των βρετανικών δικαστηρίων εκδόθηκε πρόσφατα, σύμφωνα με την οποία απαγορεύονται οι απευθείας πτήσεις από τα βρετανικά αεροδρόμια στα Κατεχόμενα της Κύπρου. Συγκεκριμένα, το Administrative Court του High Court of Justice, Queen’s Bench Division, του Ηνωμένου Βασιλείου, απέρριψε τη διεξαγωγή απευθείας πτήσεων μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και του παράνομου αεροδρομίου που λειτουργεί στην κατεχόμενη Τύμπου.
Πράγματι, το βρετανικό δικαστήριο προς το οποίο προσέφυγε το καθεστώς των Κατεχομένων μέσω του ταξιδιωτικού γραφείου CTA του Λονδίνου, που είναι θυγατρικό των «Τουρκοκυπριακών Αερογραμμών», ζητώντας να ακυρωθεί η απαγόρευση που επιβάλλει η Αρχή Πολιτικής Αεροπορίας της Βρετανίας (CAA) σε απευθείας πτήσεις, απέρριψε την προσφυγή, καταφέρνοντας ένα ισχυρό νομικό χαστούκι στην Τουρκία, με πολλές προεκτάσεις.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι για την αρνητική για το καθεστώς των Κατεχομένων απόφασή του, το βρετανικό δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι αν επιτρέπονταν οι απευθείας πτήσεις θα παραβιαζόταν η Διεθνής Συμφωνία του Σικάγου για την Πολιτική Αεροπορία, δηλαδή η διεθνής νομιμότητα επί της οποίας βασίζει τη λειτουργία του ο Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO). Στη προσφυγή τους οι «Τουρκοκυπριακές Αερογραμμές» ισχυρίστηκαν ότι το CAA παρερμήνευε τη Διεθνή Συνθήκη του Σικάγο. (Φιλελεύθερος 30/7/2009)
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης τριάντα πέντε χρόνων από την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο και σε συνδυασμό με τις ολοένα αυξανόμενες αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων, που δικαιώνουν τους Ελληνοκυπρίους σχετικά με τις περιουσίες τους στα Κατεχόμενα, αναρωτιόμαστε μέχρι πού μπορεί να φτάσει το θράσος της γειτονικής χώρας, που μοιάζει να κωφεύει, ή κατά το κοινώς λεγόμενο να μην «ιδρώνει τ’ αυτί της», από την άλλη μεριά όμως να έχει και την απαίτηση να μπει στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τι καθεστώς ισχύει αλήθεια για τις περιουσίες αυτές που αναγκαστικά εγκαταλείφθηκαν, αποκλεισμένες από τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους; Σύμφωνα με επίσημα αρχεία, έως το 1974 το 82% της ιδιωτικής γης που βρίσκεται σήμερα στα Κατεχόμενα ανήκε σε Ελληνοκυπρίους. Ένα μεγάλο μέρος της περιουσίας αυτής κατανεμήθηκε σε 120.000 Τούρκους εποίκους που μεταφέρθηκαν παράνομα από την Τουρκία στην κατεχόμενη περιοχή, προκειμένου να αλλάξει η δημογραφική δομή της Κύπρου. Οι εθνοκαθαρτήριες πρακτικές άλλωστε, είναι κάτι με το οποίο η αγαπητή γείτων είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένη.
Ο ίδιος ο αναπληρωτής πρωθυπουργός και υπουργός αρμόδιος για Κυπριακές Υποθέσεις, Abdullatif Sener, εξάλλου, στις 23/8/2004, είχε δηλώσει στη Milliyet ότι «το σύνολο των περιουσιών, που οι ξένοι αγόρασαν, αυξήθηκε κατά δέκα φορές τα τελευταία δύο χρόνια». Το θέμα είναι ότι οι αγοραπωλησίες αυτές είναι καθ’ όλα παράνομες και για το λόγο αυτό οι κυβερνήσεις πολλών χωρών έχουν εκδώσει οδηγίες προς τους υπηκόους τους να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν, αναζητώντας μια ηλιόλουστη εξοχική κατοικία στη Μεσόγειο, αγοράζουν ακίνητα στη βόρεια Κύπρο.
Ας σημειωθεί εδώ ότι πρόκειται για στυγνή, θρασύτατη και απροκάλυπτη αρπαγή περιουσιών, που δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί κάτω από κανένα απολύτως πρόσχημα, μολονότι το άρθρο 159 του Συντάγματος του ψευδοκράτους ορίζει ότι η ακίνητη περιουσία των Ελληνοκυπρίων προσφύγων περιέρχεται στην ιδιοκτησία του ψευδοκράτους, το οποίο δικαιούται να τη χειριστεί και να τη διαθέσει όπως επιθυμεί!
Αποφάσεις πάντως, σαν αυτή του βρετανικού δικαστηρίου, αναδεικνύουν το γεγονός ότι η οποιαδήποτε κατοχή δεν μπορεί να άρει τα νόμιμα δικαιώματα του βασανισμένου Κυπριακού λαού, που συνεχίζει να αγωνίζεται και να ελπίζει στη δικαίωση.
* Η Χριστιάννα Λούπα είναι δικηγόρος και συγγραφέας των βιβλίων «Μετά την Καταστροφή, Σμύρνη – Κατοχή» και «Στους Δρόμους του Πεπρωμένου. christiannaloupa.blogspot.com