Κάποτε ήταν εκδοτήρια εισιτηρίων, τώρα…

Περνώντας από το στενό δρομάκι που οδηγεί στο σταθμό τραίνων του Middle Brighton, σίγουρα δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι στο χώρο του σταθμού υπάρχει μια ελληνική γωνιά, ένας σημείο αναφοράς και συνάντησης.

Με το άνοιγμα της πόρτας του σταθμού, μένει κανείς άφωνος μην ξέροντας αν μπήκε σε εκκλησία, γκαλερί ή μουσείο. Τα πολυάριθμα καντήλια και τα αμέτρητα κεριά, οι τοιχογραφίες με βυζαντινές και αρχαίες ελληνικές απεικονίσεις, τα νεοκλασικά αγάλματα, οι σκαλιστοί τοίχοι, σάς καλωσορίζουν στον καμβά του Νίκου Αυγεράκη, το Railway Cafe.

Σε μια συντηρητική συνοικία σαν το Brighton, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι θα βρει ένα χώρο σαν το RAILWAY CAFΕ, έναν χώρο σαν γκαλερί. Οι ζωγραφισμένοι τοίχοι με τα κεριά δημιουργούν μία έντονα νοσταλγική ατμόσφαιρα… μια μοναδική ατμόσφαιρα που δύσκολα θα την συναντήσει κανείς σε χώρο ψυχαγωγίας. Οι ζωγραφισμένοι τοίχοι με παραστάσεις από την αρχαιότητα αλλά και τα βυζαντινά χρόνια…

Το επίσης ασυνήθιστο είναι η τοποθεσία του μαγαζιού, η οποία δεν είναι άλλη από τα πρώην εκδοτήρια εισιτηρίων ενός σταθμού τραίνων. Ένας μικρός χώρος ο οποίος βρίσκεται στην πλατφόρμα του σταθμού Middle Brighton. Αυτός ο χώρος έχει μεταμορφωθεί σε τόπο συνάντησης που όποιος και να τον επισκεφθεί αισθάνεται τη ζεστασιά και τη φιλοξενία που αποπνέει ο χώρος.

Γι’ αυτή τη μεταμόρφωση του σταθμού μάς μιλά ο ιδιοκτήτης του, Νίκος Αυγεράκης. Ο Νίκος γεννήθηκε στη Μελβούρνη το 1962 και είναι ένας από τους Έλληνες εκείνους που έχουν καλλιτεχνική φλέβα και τόσο έντονα χαραγμένη στην καρδιά του την αγάπη για το αρχαίο ελληνικό και βυζαντινό πνεύμα.

Από πού πηγάζει, όμως, αυτή η δημιουργικότητα; Από μικρό παιδί, οι γονείς του Νίκου, η Όλγα και ο Χρήστος, τον ωθούσαν να εξερευνήσει νέους τρόπους έκφρασης. Έτσι, ο ίδιος εργάστηκε σε διάφορες βιοτεχνίες ρούχων και οίκους μόδας, όπως τον Yves Saint Laurent. Όπως αποκάλυψε ο Νίκος, δεν είχε κάνει ιδιαίτερες σπουδές πάνω στο αντικείμενο και ήταν μάλλον αυτή η τάση για δημιουργία που τον δίδαξε πολλά, όχι μόνο για ο σχεδιασμό ρούχων αλλά και για τις καλές τέχνες γενικότερα.

Στην ερώτησή μου αν μπορεί να χαρακτηρίσει τον πατέρα του, είπε: «Μού χάρισε το όραμα ώστε να δημιουργήσω ένα κομμάτι Ελλάδας».

Σε ηλικία 9 χρόνων μετακόμισαν στην Ελλάδα οικογενειακώς. Έμειναν ένα χρόνο και επέστρεψαν. Σε ηλικία 21 ετών πήγε μόνος του πάλι στην Ελλάδα, επισκέφθηκε το Μοναστήρι στην Βαρνάκοβα και έμεινε με τον ασκητή ηγούμενο από τον οποίο διδάχθηκε πολλά για τους Βυζαντινούς, για την ιστορία, για την θρησκεία. Η Ελληνική Μυθολογία, οι μούσες και ό,τι φέρνει έμπνευση στους αρχαιότερους Έλληνες είναι κάτι που, επίσης, τον επηρέασε βαθιά.

Στην προσπάθειά του να προσελκύσει τους μη Έλληνες στην ελληνική κουλτούρα ξεκίνησε τη δημιουργία ενός μαγαζιού στο σταθμό του τραίνου του Windsor, το 1998, το οποίο δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, λόγω κάποιων δυσκολιών και προβλημάτων με διάφορες άδειες. Δεν εγκατέλειψε την προσπάθειά του, όμως, μιας και του δόθηκε μια ευκαιρία στο σταθμό του Middle Brighton. Δεν την άφησε να πάει χαμένη έτσι το 2001 ξεκίνησε η λειτουργία του Railway Cafe.

Επηρεασμένος από τη θρησκεία (ασκητικός τύπος ο ίδιος) ψάχνει το Βυζάντιο, την παράδοση, κάτι πολύ φανερό από τη διακόσμηση του μαγαζιού. Μπαίνοντας κάποιος στο Railway Cafe τον αγκαλιάζει η θαλπωρή από το τζάκι, τα κεριά, οι ζωγραφισμένοι τοίχοι μας πάνε σε μια άλλη εποχή. Η μυθολογία, οι μούσες, το Βυζάντιο είναι αυτά που εμπνέουν τον καλλιτέχνη. Σε αυτό το γραφικό χώρο που, όπως τον χαρακτηρίζει ο ίδιος ο δημιουργός, «είναι η συνέχεια του “Retreat”», η μουσική των ρεμπέτικων τραγουδιών κάνει την ατμόσφαιρα του Railway Cafe μοναδική.

Στο μαγαζί θα συναντήσεις άτομα από όλες τις ηλικίες και εθνικότητες που ελκύονται από το περιβάλλον και την μουσική. Αποφάσισα να επισκεφθώ το μαγαζί με σκοπό να ακούσω προσωπικά τις απόψεις των πελατών. Η Janice, που έκανε την μεγάλη διαδρομή από το Mornington και έχει εντυπωσιασθεί από τη ζεστασιά του μαγαζιού, λέει χαρακτηριστικά: «Έρχεται κάποιος άγνωστος για πρώτη φορά και μέχρι να φύγει γίνεται γνωστός και μιλάει με όλους». Με εξέπληξε πόσο έντονα μπορείς να νοιώσεις την κουλτούρα μέσω της μουσικής και της ατμόσφαιρας του χώρου.
Ο κ. Νίκος, ένας βαθιά στοχαστικός άνθρωπος, λάτρης της ρεμπέτικης μουσικής, βλέπει το μαγαζί ως τη συνέχεια του παλιού “Retreat Hotel”, τώρα πιο έντεχνο. «Ο λόγος που έρχομαι εδώ είναι γιατί η διακόσμηση και η μουσική σε χαλαρώνουν. Ταξιδεύω και νοιώθω ότι πράγματι ανήκω εδώ, ένα κομμάτι Ελλάδα στη καρδιά του Brighton.

«Είναι το στέκι μου», μάς λέει ο γλεντζές Περικλής. «Είναι το αγαπημένο μου μαγαζί, εδώ η φιλική ατμόσφαιρα μάς φέρνει όλους πιο κοντά».

Ένας θαυμαστής του Καζαντζάκη, του Νίτσε και του Wagner, ο Κώστας, μάς εκμυστηρεύεται ότι γι’ αυτόν ο χώρος είναι γεμάτος ερεθίσματα για υπαρξιακούς προβληματισμούς και φιλοσοφικά ταξίδια, ένα σημείο αναφοράς.

Η αγάπη του Νίκου για τη ζωγραφική και για την ελληνική κουλτούρα είναι ολοφάνερη, είναι ίδια με αυτή των θαμώνων του μαγαζιού. Μετά από μια υπέροχη βραδιά, ευχαρίστησα το Νίκο και αυτούς που μοιράστηκαν τις απόψεις τους και ένα ποτηράκι κρασί μαζί μου. Ανυπομονώ να ανακαλύψω και άλλους τέτοιους χώρους όπου το διαχρονικό ελληνικό πνεύμα να συναντά το πρωτότυπο.