Τριάντα πέντε χρόνια μετά την πρώτη συνάντησή τους, ο Φετχί συνάντησε τον Γιάννη τον οποίο θεωρούσε πως είχε σκοτώσει με μια σφαίρα στο κεφάλι τον Ιούλιο του 1974 στη Λεύκα.

Τη δεύτερη μέρα της τουρκικής εισβολής ο Τουρκοκύπριος Φετχί Ακιντζί και ο Ελληνοκύπριος Γιάννης Μαραθεύτης, βρέθηκαν αντιμέτωποι, κρατώντας όπλα, ο ένας απέναντι στον άλλο στην κατεχόμενη σήμερα Λεύκα σε ένα από τα πολλά πεδία μάχης εκείνων των ημερών. Σε εκείνη την αναμέτρηση επικράτησε ο Φετχί, με τον Γιάννη, όμως, να νικά μέσα από ένα απίστευτο παιχνίδι της τύχης το στοίχημα της ζωής.

Στις 6 Αυγούστου, μετά από 35 ολόκληρα χρόνια, οι πρωταγωνιστές εκείνης της ιστορίας βρέθηκαν και πάλι. Κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες αυτή τη φορά, ο ένας δίπλα στον άλλο. Χωρίς να κρατούν όπλα, αλλά ένα δενδρύλλιο ελιάς, ξετύλιξαν ο καθένας από τη δική του πλευρά το κουβάρι της συγκυρίας του πολέμου που τους έφερε αντιμέτωπους το 1974.

ΤΟΝ ΘΕΩΡΟΥΣΕ ΝΕΚΡΟ

Ήταν 21 του Ιούλη όταν Ελληνοκύπριοι στρατιώτες επιτέθηκαν εναντίον μονάδας του τουρκικού στρατού που είχε φτάσει στην κατεχόμενη Λεύκα. Σε εκείνη την έφοδο, ο Γιάννης Μαραθεύτης «μπήκε στο στόχαστρο» του Φετχί Ακιντζί. Η σφαίρα βρήκε στόχο και μάλιστα στο κεφάλι, με τον Γιάννη να σωριάζεται. Ο Φετχί όλα αυτά τα χρόνια θεωρούσε ότι ο ανώνυμος εκείνος Ελληνοκύπριος είχε βρει το θάνατο από δική του σφαίρα. Μετά από πολλά χρόνια όμως και όταν μεταφράστηκε στα τουρκικά το βιβλίο του Πανίκου Νεοκλέους, «Αγνοηθέντες 1974», ο Φετχί ανακάλυψε μέσα από την εξιστόρηση εκείνης της επίθεσης ότι ο Γιάννης δεν είχε σκοτωθεί. Η σφαίρα του τον είχε βρει στο κράνος. Ο Φετχί μαζί με φίλους του επικοινώνησαν με τον συγγραφέα του βιβλίου για να κανονίσει μια συνάντηση και όλα πήραν το δρόμο τους.

Όπως μας εξήγησε ο κ. Νεοκλέους, οι δυο «εχθροί» βρέθηκαν στις 6 Αυγούστου σε καφετέρια πλησίον της οδού Λήδρας. «Ο Γιάννης περιμένει τον Φετχί ο οποίος έρχεται να τον συναντήσει με ένα δεντράκι ελιάς. Προηγήθηκαν μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας και στη συνέχεια ένα σφιχταγκάλιασμα των δυο. Ένα αγκάλιασμα που θα μου μείνει για πάντα βαθιά χαραγμένο στη μνήμη. Στη συνέχεια, κάθισαν οι δυο τους ο ένας δίπλα στον άλλο και είπαν πολλά, σαν παλιοί καλοί φίλοι» λέει ο κ. Νεοκλέους, χαρακτηρίζοντας αυτό το αλλιώτικο συναπάντημα ως μιας συνάντηση αγάπης, ανθρωπιάς και ειρήνης. «Σε πυροβόλησα για να σε σκοτώσω», είπε ο Φετχί για να του απαντήσει (όπως μας περιγράφει ο Πανίκος Νεοκλέους) ο Γιάννης: «Ήταν πόλεμος. Αν δεν με πυροβολούσες εσύ, θα σε σκότωνα εγώ».

Στην αρχή, υπήρχαν κάποιες αμφιβολίες για το κατά πόσο τα νήματα των ιστοριών του Φετχί και του Γιάννη όντως συμπίπτουν. Αφού αντάλλαξαν, όμως, τις πρώτες αναγνωριστικές λεπτομέρειες ήταν πλέον ξεκάθαρο. Αυτοί οι δυο που καθόντουσαν τώρα ο ένας δίπλα στον άλλο, το 1974 προσπάθησαν να αφαιρέσει ο ένας τη ζωή του άλλου.

Ενισχυτικά στοιχεία και το τρυπημένο κράνος και ο ασύρματος του Γιάννη Μαραθεύτη που είχε βρει τότε ο Φετχί στη Λεύκα.

ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Ο Γιάννης Μαραθεύτης και ο Φετχί Ακιντζί δεν θα αρκεστούν σε αυτή την πρώτη -ειρηνική- συνάντησή τους. Συμφώνησαν να βρεθούν για άλλη μία φορά και μάλιστα στο σημείο εκείνο όπου το 1974 πολέμησαν ο ένας εναντίον του άλλου. Εκεί στη Λεύκα, όπου και οι δυο βίωσαν τη σκοτεινή πλευρά του πολέμου και έχασαν φίλους.

«Σας προσκαλώ όλους σας. Σας παρακαλώ πολύ, όταν θα έρθετε, να μη φάτε τίποτα τις δυο προηγούμενες μέρες», είπε ο Φετχί, ο οποίος νιώθει ήσυχος γιατί ο άνθρωπος τον οποίο νόμιζε ότι είχε σκοτώσει παραμένει όλα αυτά τα χρόνια στη ζωή. Από την πλευρά του ο Γιάννης παρέλαβε το δενδρύλλιο ελιάς και θα το φυτέψει στο σπίτι του στον Καλοπαναγιώτη.

Παρόντες στη συνάντηση της 6ης Αυγούστου εκτός από τους Γιάννη και Φετχί ήταν ακόμη ο Πανίκος Νεοκλέους, ο Μάριος Ηρακλείδης, ο Αντνάν, ο Τσακίρ Νιαζί και ο Μπερτάν Σογιέρ.